Σε επιβεβαίωση της επεξεργασίας του αιτήματος από τον ειδικό ανακριτή, Ρόμπερτ Μιούλερ, για κατάθεση από τον Προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Τζον Κέλι, προχώρησε ο Ρούντι Τζιουλιάνι, όπως μεταδίδει το CNN.
Ο Τζιουλιάνι, στη διάρκεια μιας συνέντευξης του στην εκπομπή «State of the Union» δήλωσε ότι το παραπάνω ζήτημα το χειρίζεται ο Λευκός Οίκος, μέσω του δικηγόρου Έμετ Φλουντ. «Είμαι χαρούμενος που διαπιστώνω ότι ο Έμετ έχει υψηλά στάνταρτ, γιατί πάνω από όλα, τους έχουμε παραδώσει ότι μας ζήτησαν. 32 μάρτυρες, χωρίς να έχει γίνει επίκληση απορρήτου. 1,4 εκατομμύρια έγγραφα, χωρίς επίκληση απορρήτου. Πείτε μου εάν έχουμε κάτι να κρύψουμε. Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο Φλουντ ζήτησε να μάθει το περιεχόμενο των ερωτήσεων που οι συνεργάτες του Μιούλερ θέλουν να υποβάλλουν στον Κέλι, προκειμένου να τις θέσει σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «The New York Times».
Ο Τζουλιάνι, παραδέχθηκε ότι η επίτευξη μιας συμφωνίας για την κατάθεση κάποιου υψηλόβαθμου αξιωματούχου της κυβέρνησης Τραμπ, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υποστηρίζοντας ότι κι άλλα υψηλόβαθμα στελέχη, όπως ο γαμπρός του Αμερικανού προέδρου και υψηλόβαθμος σύμβουλος Τζάρεντ Κούσνερ, έχει μιλήσει με αυτούς που διενεργούν την έρευνα για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Ωστόσο, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης άσκησε κριτική στην ομάδα έρευνας του Μιούλερ, μετά τη δημοσιοποίηση της αναφοράς του Γενικού Επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης, Μάικλ Χόροβιτς. «Ναι νομίζω όμως, ότι αυτό είναι καινούργιο να λέμε όχι μετά την αναφορά του Χόροβιτς. Μετά από αυτό, θα ήθελα να δω κείμενα από όλους αυτούς που δουλεύουν για τον Μιούλερ», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τζουλιάνι, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο Μιούλερ ανέλαβε την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας του FBI για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, αμέσως μετά την αιφνιδιαστική αποπομπή του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, από τον πρόεδρο Τραμπ τον περασμένο Μάιο.
Ο διορισμός του έγινε από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνη,ς Ροντ Ρόζενσταϊν, ενώ πέρα από τα ανακριτικά του καθήκοντα, έχει και εισαγγελικά καθήκοντα για την απαγγελία κατηγοριών, με την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury).
Ο Μάλερ διερευνά το ενδεχόμενο διάπραξης συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας, ενώ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της έρευνας του βρίσκονται και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες πρώην μελών της προεκλογικής εκστρατείας με την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε η απαγγελία κατηγοριών κατά του Μάναφορτ.
Επίσης, ο Μιούλερ διερευνά εάν υπήρξε προσπάθεια παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον πρόεδρο Τραμπ ή υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησής του.
Ο λόγος που θέλει να ανακρίνει τον Κέλι, σχετίζεται προφανώς με την άντληση πληροφοριών για τις εξελίξεις στο περιβάλλον του Αμερικανού προέδρου, προκειμένου να εξάγει συμπεράσματα για τον ρόλο των ανθρώπων που βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα λήψης αποφάσεων του Λευκού Οίκου, στην λήψη αποφάσεων. Ο ειδικός ανακριτής ενδιαφέρεται ουσιαστικά να διαπιστώσει για το αν υπήρξε παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης από τον Αμερικανό πρόεδρο ή το περιβάλλον του.
Ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του πρώην προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Πολ Μάναφορτ, ο οποίος είναι αντιμέτωπος με δύο ξεχωριστές υποθέσεις για οικονομικά εγκλήματα κατάχρησης και οικονομικής διαφθοράς.
Οι δίκες του θα διεξαχθούν στα τέλη Ιουλίου και τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Μιούλερ κλιμακώνει την άσκηση της ποινικής πίεσης στον Μάναφορτ, έχοντας ως κεντρική επιδίωξη να τον ωθήσει σε συνεργασία με την ομάδα έρευνάς του, προκειμένου να του αποσπάσει πληροφορίες για τον πρόεδρο Τραμπ.