Λίγες πιθανότητες επιβίωσης έδινε στον Σεργκέι Σκριπάλ και στην κόρη του, Γιούλια, ένας από τους ανθρώπους που συμμετείχε στη θεραπεία τους, έπειτα από την επίθεση που δέχτηκαν με το νευροτοξικό παράγοντα στρατιωτικής προέλευσης novichok.
Οι Σκριπάλ είχαν βρεθεί αναίσθητοι σε ένα παγκάκι ου Σάλσμπερι μετά την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος τους στις 4 Μαρτίου. Ένα από τα μέλη του προσωπικού του νοσοκομείου της πόλης, αναφέρθηκε μέσω του BBC στην πρωτόγνωρη κατάσταση που αντιμετώπισε όταν εισήχθησαν στα επείγοντα ο Ρώσος πρώην διπλός πράκτορας και η κόρη του.
Οι γιατροί είπαν ότι υπήρχε ανησυχία σχετικά με τις πιθανές διαστάσεις του περιστατικού και με το ενδεχόμενο να μεταφερθούν και άλλα θύματα ως αποτέλεσμα της δηλητηρίασης.
Ο δρ. Στέφαν Τζουκς, ένας εντατικολόγος, είπε σε συνέντευξή του στην εκπομπή Newsnight του BBC2, που πρόκειται να μεταδοθεί απόψε και της οποίας μέρος αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, πως«όταν για πρώτη φορά αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για νευροτοξικό παράγοντα, δεν περιμέναμε ότι θα ζούσαν. Θα δοκιμάζαμε όλες τις θεραπείες μας. Θα διασφαλίζαμε την καλύτερη νοσοκομειακή φροντίδα. Αλλά, όλες οι ενδείξεις συνέκλιναν στο ότι δεν θα επιβίωναν».
Κατά την εισαγωγή τους στα επείγοντα, η ιατρική ομάδα υποψιάστηκε ότι είχαν συμπτώματα από υπερβολική δόση οπιοειδών, αλλά αυτή η διάγνωση απορρίφθηκε γρήγορα και προέκυψε ότι πρόκειται για δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα.
Όταν έγινε η σωστή διάγνωση το ζητούμενο ήταν πλέον να κρατηθούν οι Σκριπάλ στη ζωή. Τους έθεσαν σε καταστολή, με ισχυρές δόσεις φαρμάκων, με στόχο την προστασία τους από τις παρενέργειες του δηλητηρίου, ώστε να αρχίσει και πάλι ο οργανισμός τους να παράγει με φυσικό τρόπο ένα κομβικής σημασίας ένζυμο.
Ωστόσο, όταν εισήχθη στο νοσοκομείο με παρεμφερή συμπτώματα και ο Νικ Μπέιλι, ένας από τους αστυνομικούς που είχε σπεύσει επί τόπου, το προσωπικό φοβήθηκε μήπως επηρεαστεί και το ίδιο από τον νευροτοξικό παράγοντα.
Οι Σκριπάλ και ο Μπέιλι τελικά έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο. Όταν κλήθηκε να κάνει μια μακροπρόθεσμη πρόγνωση, η ιατρική διευθύντρια δρ Κριστίν Μπλάνσαρ, απάντησε: «Η ειλικρινής απάντηση είναι “δεν γνωρίζουμε”».
Το νοσοκομείο ζήτησε συμβουλές και βοήθεια για τη διενέργεια των εργαστηριακών εξετάσεων από διεθνείς εμπειρογνώμονες, περιλαμβανομένου του ερευνητικού εργαστηρίου του στρατού, Πόρτον Ντάουν, που ειδικεύεται σε χημικά όπλα.