Η ηγέτις της αντιπολίτευσης της Μιανμάρ Αούνγκ Σαν Σου Κι, μιλώντας σήμερα κατά την πρώτη εδώ και 24 χρόνια δημόσια εμφάνισή της στο εξωτερικό, προειδοποίησε για τη σοβαρή απειλή που αποτελεί η μεγάλη ανεργία στη χώρα της.

«Το ποσοστό των νέων ανθρώπων που είναι άνεργοι στη χώρα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Πρόκειται για ωρολογιακή βόμβα», τόνισε η Σου Κι στην ομιλία της στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για την Ανατολική Ασία, το οποίο πραγματοποιείται στην Μπανγκόκ.

Η 66χρονη Σου Κι έφθασε στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης την Τρίτη για να συμμετάσχει στο φόρουμ αυτό στο οποίο παίρνουν μέρος 600 άτομα ανάμεσά τους πέντε πρωθυπουργοί.

Ο πρόεδρος της Μιανμάρ Θέιν Σέιν, ο οποίος επρόκειτο να συμμετάσχει στο φόρουμ, ματαίωσε τα σχέδιά του αυτά την τελευταία στιγμή όταν πληροφορήθηκε ότι έχει προσκληθεί και η Σου Κι, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Στη Μιανμάρ έχει δρομολογηθεί μια σειρά μεταρρυθμίσεων από τότε που μια εκλεγμένη κυβέρνηση ήλθε στην εξουσία, τον Μάρτιο του 2011, ωστόσο υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν η νέα ηγεσία που αποτελούν πρώην στρατιωτικοί, θέλουν πραγματικά μια ανοιχτή οικονομία και να συνεχίσουν στο δρόμο προς τη δημοκρατία.

«Όλα εξαρτώνται από το πόσο προσηλωμένος είναι ο στρατός στη μεταρρυθμιστική διαδικασία», τόνισε η Σου Κι, η οποία εξακολουθεί να αποκαλεί τη χώρα της Βιρμανία.

Η τιμηθείσα με το Νόμπελ Ειρήνης Σου Κι κάλεσε τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν με προσοχή στη Μιανμάρ και να δώσουν προτεραιότητα τόσο στη δημιουργία θέσεων εργασίας όσο και στην απόκτηση κέρδους για να εκτονώσουν την «ωρολογιακή βόμβα« που αποτελεί το μεγάλο ποσοστό ανεργίας στη χώρα της.

Η Σου Κι τόνισε ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής του λαού και όχι να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη διαφθορά και ανισότητα.

Η Σου Κι υπογράμμισε ακόμα ότι η ανάπτυξη στη Μιανμάρ θα πρέπει να περάσει από μια βαθειά μεταρρύθμιση στη δικαιοσύνη και από μια πραγματική ελευθερία των δικαστηρίων.

«Υπάρχουν ήδη καλοί νόμοι στη Βιρμανία, αλλά δεν έχουμε ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα», τόνισε η Σου Κι και προειδοποίησε τους επενδυτές ότι «ακόμα και ο καλύτερος νόμος για τις επενδύσεις θα είναι άχρηστος εάν δεν υπάρχουν ανεξάρτητα δικαστήρια για να τον εφαρμόσουν».