Έντονη κριτική για τη συμμετοχή του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Αυστρίας υπό τον καγκελάριο και αρχηγό του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, Σεμπάστιαν Κουρτς, ασκεί ο Τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Εμέρ Τσελίκ, σε συνέντευξή του στο νέο τεύχος του αυστριακού εβδομαδιαίου πολιτικο-οικονομικού περιοδικού Profil που κυκλοφορεί σήμερα Δευτέρα.
«Το Κόμμα των Ελευθέρων, το οποίο τοποθετείται ως αντιπολίτευση προς την Τουρκία, ως εχθρικό απέναντι στο Ισλάμ, ως αντισημιτικό, ως ξενοφοβικό, όπως επίσης ως αντίθετο απέναντι σε μετανάστες, ανήλθε στην εξουσία», αναφέρει ο Τούρκος υπουργός.
Ο ίδιος τονίζει πως «η έλλειψη μέτρων, όπως εκείνα που είχαν λάβει Ευρωπαίοι πολιτικοί πριν από 17 χρόνια εναντίον του Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ, αποδεικνύει, ότι η ακροδεξιά πολιτική προφανώς έχει γίνει κάτι το συνηθισμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση», προσθέτοντας ότι «με την ενδυνάμωση δεξιο-λαϊκιστικών κομμάτων η ΕΕ απομακρύνεται από τον στόχο της, ενός εγχειρήματος ειρήνης, καθώς ενισχύονται ο ριζοσπαστισμός και η κοινωνική ταραχή».
Στην ίδια συνέντευξη ο Τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων τονίζει πως το γεγονός ότι «ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς ζητά την διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία, δημιουργεί κινδύνους για το μέλλον της Ευρώπης».
Από την πλευρά της, η εμφανιζόμενη ως ανεξάρτητη αλλά προερχόμενη από το Κόμμα των Ελευθέρων, νέα Αυστριακή υπουργός Εξωτερικών, Κάριν Κνάισλ, η οποία, την περασμένη εβδομάδα, είχε προαναγγείλει επίσκεψή της στην Τουρκία για τις 25 Ιανουαρίου και συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογό της Μεβλιούτ Τσαβούσογλου, σε ανακοίνωσή της τονίζει πως «θέλουμε να βελτιώσουμε και πάλι το κλίμα συζήτησης με την Τουρκία», ενώ σημειώνει ότι οι δηλώσεις του Τσελίκ «δεν παίζουν κανένα ρόλο σε αυτό».
Στην ανακοίνωσή της, η Κάριν Κνάισλ επισημαίνει, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, πως η πρόταση για έναρξη ενός άτυπου διαλόγου, προήλθε από την τουρκική πλευρά και η ίδια δηλώνει τη σχετική πρόθεσή της όπως επίσης την μεγάλη αισιοδοξία της για τις δυνατότητες που παρέχει η διπλωματία του λόγου, καθώς, όπως σημειώνει, στην τρέχουσα κατάσταση αδιεξόδου είναι αναγκαίο να προχωρεί ο διάλογος.
Οι επανειλημμένες αρνητικές τοποθετήσεις, ήδη από την προηγούμενη αυστριακή κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος, απέναντι στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, είχαν οδηγήσει πέρυσι σε ένταση τις αυστρο-τουρκικές σχέσεις, που είχε ενισχυθεί με τις αλληλοκατηγορίες Βιέννης και Αγκυρας σε σχέση με το ενδεχόμενο προπαγανδιστικής εμφάνισης στην Αυστρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα του Απριλίου.
Η ένταση υπόβοσκε από τουλάχιστον τον Ιούνιο του 2014, όταν ο Ερντογάν, ως πρωθυπουργός ακόμη της χώρας του, είχε έλθει ανεπίσημα στη Βιέννη και είχε μιλήσει σε οπαδούς του κόμματός του στο πλαίσιο της τότε προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, προκαλώντας την αυστηρή δυσαρέσκεια της αυστριακής ηγεσίας.
Σε σχέση με την αυστρο-τουρκική ένταση, πρέπει να υπενθυμιστεί πως είχαν προηγηθεί χρόνια νωρίτερα, τόσο σε επίπεδο Τούρκων διπλωματών όσο και των ίδιων των επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, οι κατά καιρούς κριτικές τους απέναντι στην αρνητική στάση που τηρούσε και εξακολουθεί να τηρεί στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας η επίσημη Βιέννη.
Η ένταση στις αυστρο-αυστριακές σχέσεις και η επανειλημμένα σφοδρή αντίδραση της Αγκυρας, οφείλεται βέβαια και στο γεγονός της αμετάβλητης, σαφούς απόρριψης από την συντριπτική πλειονότητα των Αυστριακών της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό, που στην τελευταία δημοσκόπηση της Αυστριακής Εταιρείας Ευρωπαϊκής Πολιτικής ανερχόταν στο 80 % , που ήταν το υψηλότερο που έχει καταγραφεί την τελευταία δεκαετία.
Η Αυστρία είχε προβάλει επιφυλάξεις και αντίσταση στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ τον Οκτώβριο του 2005, και μέχρι την τελευταία στιγμή επέμενε σε μια διατύπωση πως «οι διαπραγματεύσεις συνιστούν μια ανοικτή διαδικασία, για το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις εκ των προτέρων».
Η επίσημη Βιέννη ζητούσε και ζητά, μόνον μια «προνομιακή σχέση» για την Τουρκία αντί της πλήρους ένταξης, ενώ όλα τα αυστριακά κοινοβουλευτικά κόμματα συμφωνούν πως, στην περίπτωση κατάληξης των διαπραγματεύσεων σε ένταξη της Τουρκίας, οι Αυστριακοί πολίτες θα πρέπει οπωσδήποτε να κληθούν σε δημοψήφισμα για να έχουν οι ίδιοι τον τελευταίο λόγο.