Το Ισραήλ ενημέρωσε και επισήμως την Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Επιμορφωτική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (Unesco) για την αποχώρησή του, την οποία είχε ανακοινώσει τον περασμένο Οκτώβριο, σε μια περίοδο που ήταν σε εξέλιξη η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη της νέας γενικής διευθύντριας του οργανισμού αυτού.
«Ως γενική διευθύντρια της Unesco, έλαβα σήμερα την επίσημη ειδοποίηση της ισραηλινής κυβέρνησης αναφορικά με την αποχώρηση του Ισραήλ από την Οργάνωση στις 31 Δεκεμβρίου 2018», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Οντρεΐ Αζουλέ, που ανέλαβε τα καθήκοντά της τον περασμένο Νοέμβριο.
Η Αζουλέ εξέφρασε τη «βαθύτατη λύπη» της για την απόφαση αυτή. «Στους κόλπους της Unesco και όχι έξω από αυτήν τα κράτη μπορούν να δράσουν καλύτερα και να συμβάλουν για την επίλυση των διαφορών», σημείωσε, υπενθυμίζοντας ότι το Ισραήλ είναι μέλος της Οργάνωσης από το 1949. «Έχει τη δική του θέση (…) στους κόλπους ενός θεσμού που ασχολείται με την υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, με την πρόληψη του αντισημιτισμού και του ρατσισμού σε όλες τις μορφές του και που ανέπτυξε ένα μοναδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης για το Ολοκαύτωμα και την πρόληψη των γενοκτονιών», συνέχισε, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον σημαντικό ρόλο της Unesco «στον διάλογο μεταξύ των πολιτισμών» και «στον αγώνα κατά του βίαιου εξτρεμισμού».
Στις 12 Οκτωβρίου, ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την Unesco κατηγορώντας την Οργάνωση για αντιισραηλινές θέσεις και χαρακτηρίζοντάς την «θέατρο παραλόγου όπου παραποιείται η ιστορία αντί να διαφυλάσσεται». Αφορμή ήταν οι αποφάσεις που είχε λάβει στο παρελθόν η Οργάνωση για την Ιερουσαλήμ και τη Χεβρώνα. Το 2011, η είσοδος της Παλαιστίνης στην Unesco προκάλεσε νέα κρίση και οδήγησε τις ΗΠΑ και το Ισραήλ να αναστείλουν την οικονομική συνεισφορά τους στην Οργάνωση, που ισοδυναμούσε με περίπου το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού της.
Μετά την αποχώρησή της, στα τέλη του 2018, η Ουάσινγκτον επιθυμεί να παραμείνει στην Unesco με το καθεστώς του παρατηρητή.