Μεγάλη συζήτηση και αναστάτωση έχει προκαλέσει ειδικά στην Μέση Ανατολή αλλά και σε όσους ανησυχούν για την ειρήνη, η αναγνώριση από τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Για πολλούς αναλυτές η κίνηση αυτή άνοιξε την «πόρτα του φρενοκομείου» ή της «κόλασης», ωστόσο μετά από τόσο αίμα που έχει χυθεί για αυτή την πόλη, πόσοι είναι αυτοί που θυμούνται την ιστορία αυτής της ιερής πόλης για όλες τις θρησκείες;
Σύμφωνα λοιπόν με την εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα και δημοσιεύματα της εποχής του πολέμου των 6 ημερών του 1967, από την Washington Post και το Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ στο Κάιρο, η ιστορία της πολύπαθης αυτής πόλης μέχρι σήμερα αλλά και ο τρόπος που πέρασε εξ΄ολοκλήρου στα χέρια των Ισραηλινών είναι ο εξής.
Η ιστορία της πόλης από τα αρχαία χρόνια μέχρι το 1967
Η Ιερουσαλήμ είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Την ίδρυσαν οι Καναανίτες το 2000 π.Χ. Το 1400 π.Χ. ήταν υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου. Το 1000 π.Χ. ο Δαβίδ την έκανε πρωτεύουσα του Ισραηλιτικού έθνους κι αργότερα ο Σολομώντας έχτισε εκεί τον περίφημο ναό του για τη λατρεία του Θεού των Εβραίων, καθιστώντας την και θρησκευτικό κέντρο.
Όταν ο Σολομώντας πέθανε και το κράτος του Ισραήλ χωρίστηκε στα δύο, η Ιερουσαλήμ ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα. Η πόλη πέρασε στα χέρια των Βαβυλωνίων το 586 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε μαζί με τον ναό του Σολομώντα. Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Περσών, των Ελλήνων και των Ρωμαίων γνωρίζοντας και άλλες καταστροφές, αλλά πάντοτε αναστηλωνόταν.
Στα χρόνια μάλιστα του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς (175 -164 π.Χ.), η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Αντιόχεια. Η πιο μεγάλη καταστροφή έγινε το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους με αφορμή την επανάσταση των Εβραίων. Η πόλη ξαναχτίστηκε το 134 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό ως νέα πόλη με το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Στην καταστροφή του 70 μ.Χ. καταστράφηκε και ο δεύτερος ναός της Ιερουσαλήμ, ο οποίος είχε οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια του πρώτου το 516 π.Χ. Μετά τους Ρωμαίους, η πόλη περιήλθε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος της απόδωσε το παλιό της όνομα, έχτισε με τη μητέρα του την Αγία Ελένη το ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά και τη στόλισε με πολλά μνημεία.
Το 637 μ.Χ. κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ οι Άραβες οι οποίοι την έλεγαν Κουντούς Σερίφ, που σημαίνει ιερή πόλη. Οι Άραβες έχτισαν το 691 μ.Χ. πάνω στα ερείπια του δευτέρου ναού της Ιερουσαλήμ ένα περίλαμπρο τζαμί, το Τέμενος του Ομάρ. Το 1099 την πήραν οι Σταυροφόροι, οι οποίοι την έκαναν έδρα βασιλείου. Το 1187 την ανακατέλαβαν οι Άραβες, ενώ αργότερα την κατέλαβαν εκ νέου οι Σταυροφόροι. Το 1517 την πήραν οι Τούρκοι και το 1917 οι Βρετανοί, οι οποίοι αποχώρησαν από εκεί όταν άρχισε να γίνεται αντικείμενο σφοδρής διαμάχης μεταξύ των Αράβων και των Εβραίων. Τελικά, το 1947 ένα τμήμα της έγινε εβραϊκό και το άλλο αραβικό, ενώ από το 1967 και τον περίφημο πόλεμο των 6 ημερών η πόλη βρίσκεται υπό πλήρη Ισραηλινή κατοχή.
Ο πόλεμος και η πλήρη κατάληψη της Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ
Εναντίον των ιορδανικών δυνάμεων στη Δυτική Όχθη το 1967, το Ισραήλ ανέπτυξε περίπου 40.000 στρατιώτες και 200 άρματα μάχης. Η ισραηλινή διοίκηση κεντρικών δυνάμεων αποτελούνταν από 8 ταξιαρχίες. Οι δύο πρώτες βρίσκονταν μόνιμα κοντά στην Ιερουσαλήμ και ονομάζονταν Ταξιαρχία Ιερουσαλήμ και μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Harel. Η ΝΕ’ (55η) ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών του Mordechai Gur κλήθηκε από το μέτωπο του Σινά. Μία τεθωρακισμένη ταξιαρχία προσδιορίστηκε από τις εφεδρείες του Γενικού Επιτελείου και προωθήθηκε προς την Ramallah, καταλαμβάνοντας στην εξέλιξη το Latrun. Η Ι’ (10η) τεθωρακισμένη ταξιαρχία στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης. Η ισραηλινή βόρεια διοίκηση έδωσε μία μεραρχία υπό την διοίκηση του υποστράτηγου Elad Peled, που στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης, στην κοιλάδα Jezreel.
Το στρατηγικό σχέδιο των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων ήταν να παραμείνουν σε αμυντική θέση παράλληλα με τα ιορδανικά σύνορα, να ενδυναμώσουν την εστίαση τους στην αναμενόμενη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. Όμως, το πρωινό της 5 Ιουνίου, η Ιορδανία άρχισε να βομβαρδίζει στόχους στην δυτική Ιερουσαλήμ, στην Νετάνια, και στα περίχωρα του Τελ Αβίβ. Η βασιλική ιορδανική πολεμική αεροπορία επιτέθηκε στα ισραηλινά αεροδρόμια. Παρά το γεγονός αυτό, και οι αεροπορικές επιθέσεις και οι επιθέσεις πυροβολικού προκάλεσαν μικρή ζημιά και το Ισραήλ έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο υποσχόταν να μην ξεκινήσει δράση εναντίον της Ιορδανίας αν η τελευταία έμενε έξω από τον πόλεμο. Ο Χουσεΐν απάντησε πως ήταν πολύ αργά, «ο κύβος ερρίφθη».
Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε για ν’ αποφασίσει τι θα γίνει· ο Yigal Allon και ο Μεναχέμ Μπεγκίν υποστήριξαν πως αυτή ήταν μια ευκαιρία να πάρουν την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Εσκόλ αποφάσισε ν’ αναβάλει κάθε απόφαση ώσπου να συμβουλευτούν τον Μοσέ Νταγιάν και τον Γιτζάκ Ράμπιν. Ο Uzi Narkis έκανε έναν αριθμό προτάσεων για στρατιωτική δράση, όπως την κατάληψη του Latrun, αλλά το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να τον απορρίψει. Ο ισραηλινός στρατός ανέλαβε δράση μόνο αφότου οι ιορδανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν επιθέσεις στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και κατέλαβαν προς στιγμήν τον Προεδρικό Οίκο, που τον χρησιμοποιούσαν ως αρχηγείο οι παρατηρητές του Ο.Η.Ε. και μια αποστρατικοποιημένη ζώνη από τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός το 1949, που φαινόταν ως απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ.
Οι ιορδανικές μονάδες βομβάρδιζαν ανηλεώς τον ισραηλινό τομέα της πόλης προκαλώντας, όμως, περιορισμένες απώλειες μεταξύ των αμάχων. Λίγες ώρες αργότερα οι Ισραηλινοί ανακατέλαβαν το αρχηγείο των κυανοκράνων.
Στις 6 Ιουνίου, ισραηλινές μονάδες επιτέθηκαν στις ιορδανικές δυνάμεις στη Δυτική Όχθη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η ισραηλινή αεροπορία χτύπησε και κατέστρεψε τη βασιλική ιορδανική αεροπορία. Ως το απόγευμα εκείνης της μέρας, η ταξιαρχία πεζικού της Ιερουσαλήμ μετακινήθηκε νοτίως της πόλης, ενώ οι μηχανοκίνητοι αλεξιπτωτιστές του Harel και του Gur περικύκλωσαν την πόλη από το βορρά. Η εφεδρική ταξιαρχία των αλεξιπτωτιστών ολοκλήρωσε την περικύκλωση της Ιερουσαλήμ στην αιματηρή μάχη του του Λόφου Πυρομαχικών, παρά την πεισματώδη αντίσταση των Ιορδανών στρατιωτών οι οποίοι πολέμησαν με θάρρος, αλλά υπέφεραν από την παντελή έλλειψη αεροπορικής κάλυψης. Φοβούμενος ζημιές στους Αγίους Τόπους και έχοντας να πολεμήσει σε οικοδομημένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές, ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματά του να μην πάνε στην ίδια την πόλη.
Στις 7 Ιουνίου, οι σκληρές μάχες συνεχίστηκαν. Η ταξιαρχία πεζικού επιτέθηκε στο φρούριο του Latrun, καταλαμβάνοντάς το τα ξημερώματα, και προωθήθηκε προς τη Ραμάλα. Η ταξιαρχία Harel συνέχισε την προώθησή της στη βορειοδυτική Ιερουσαλήμ, συνδέοντας την πανεπιστημιούπολη του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στο όρος Σκοπός με την πόλη της Ιερουσαλήμ. Ως το απόγευμα, η ταξιαρχία έφτασε στη Ραμάλα. Η ισραηλινή αεροπορία εντόπισε και κατέστρεψε την Χ’ (60η) ιορδανική ταξιαρχία ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν από την Ιεριχώ με σκοπό να ενισχύσει την Ιερουσαλήμ.
Στο βορρά, ένα τάγμα από την μεραρχία του Peled στάλθηκε για να ελέγξει την ιορδανική γραμμή άμυνα στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Μία ταξιαρχία που ανήκε στην μεραρχία του Peled κατέλαβε το δυτικό μέρος της Δυτικής Όχθης, άλλη κατέλαβε το Jenin και η τρίτη (ενισχυμένη με γαλλικά ελαφρά τεθωρακισμένα AMX-13) εμπλάκηκε με τα ιορδανικά βασικά άρματα μάχης M48 Patton ανατολικά.
Ο Νταγιάν είχε διατάξει τα στρατεύματα του να μην μπουν στην Ιερουσαλήμ· όμως, μόλις μαθεύτηκε πως ο Ο.Η.Ε. ήταν έτοιμος να διακηρύξει κατάπαυση του πυρός, άλλαξε γνώμη, και χωρίς την άδεια του υπουργικού συμβουλίου, αποφάσισε να πάρει την πόλη. Οι αλεξιπτωτιστές του Gur μπήκαν στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ από την Πύλη του Λέοντος, και κατέλαβαν το Δυτικό Τείχος και το Όρος του Ναού. Η έντονη μάχη για την Παλαιά Πόλη έγινε κυρίως από αλεξιπτωτιστές, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν σκληρές οδομαχίες. Η ισραηλινή ανώτατη στρατιωτική διοίκηση είχε διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις να μη χρησιμοποιήσουν βαρύ οπλισμό στην Παλαιά Πόλη -αφότου ήταν ιερή για τον Ιουδαϊσμό, η ισραηλινή κυβέρνηση ήθελε να την αφήσει άθικτη. Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα από τις πύλες του Αγίου Στεφάνου και της Σιών, παρά τις απώλειες των Ισραηλινών στην πεισματώδη μάχη δρόμο με δρόμο, σπίτι με σπίτι με τις καλά οχυρωμένες ιορδανικές δυνάμεις. Η παλαιά εκκλησία της Αγίας Άννης, από την εποχή των Σταυροφόρων, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το ισραηλινό πυροβολικό. Ακολούθως η ταξιαρχία Ιερουσαλήμ ενίσχυσε τους αλεξιπτωτιστές, και συνέχισε νότια, καταλαμβάνοντας την Ιουδαία και τη Χεβρώνα.
Μετά την κατάληψη της Παλαιάς Πόλης, ο Νταγιάν είπε στα στρατεύματά του να σκάψουν αμυντικές τάφρους και να την κρατήσουν. Όταν ένας διοικητής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας μπήκε στη Δυτική Όχθη με δική του πρωτοβουλία, και είπε πως μπορούσε να δει την Ιεριχώ, ο Νταγιάν τον διέταξε να γυρίσει πίσω. Μόνο μετά από τις αναφορές της αντικατασκοπίας που έδειχναν πως ο Χουσεΐν είχε αποσύρει τις δυνάμεις του απέναντι από τον Ιορδάνη ποταμό, ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματά του να καταλάβουν την Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με τον Narkis: «Πρώτον, η Ισραηλινή κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να καταλάβει τη Δυτική Όχθη. Αντιθέτως, ήταν ενάντια σ’ αυτό. Δεύτερον, δεν υπήρχε καμιά πρόκληση εκ μέρους των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Τρίτον, τα ηνία ήταν χαλαρωμένα όταν εμφανίστηκε μια πραγματική απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ. Αυτά είναι πραγματικά τα γεγονότα όπως συνέβησαν στις 5 Ιουνίου, αν και είναι δύσκολα πιστευτό. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν είχε σχεδιάσει κανένας».
Στις 8 Ιουνίου το βράδυ, Τελ Αβίβ και Αμμάν αποδέχθηκαν την κατάπαυση πυρός που πρότεινε ο Ο.Η.Ε. Οι απώλειες των Ιορδανών ήταν βαρύτατες: υπολογίζεται ότι νεκροί και τραυματίες ανήλθαν σε 10.000-15.000 επί συνολικής δυνάμεως 55.000 ανδρών, ενώ χιλιάδες ήταν και οι αιχμάλωτοι, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της ιρακινής μονάδας που είχε τεθεί στη διάθεση της Ιορδανίας. Έκτοτε σχεδόν ολόκληρη η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, μαζί με την Ιεριχώ, τελεί υπό ισραηλινή κατοχή.