Περισσότερο δυσαρεστημένοι με τη λειτουργία της δημοκρατίας σήμερα, από ό,τι ήταν πριν από δέκα χρόνια, εμφανίζονται στην πλειονότητά τους οι Αυστριακοί σε μεγάλη αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση, σύμφωνα μάλιστα με την οποία 43% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από έναν «ισχυρό άνδρα» ενώ 23 % ζητούν έναν «ισχυρό φύρερ».
Τα στοιχεία βασίζονται σε δύο δημοσκοπήσεις που απέχουν μεταξύ τους δέκα χρόνια και είχαν διενεργηθεί για λογαριασμό του Ταμείου Μέλλοντος της Αυστριακής Δημοκρατίας, η μεν πρώτη τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2007, η δε δεύτερη τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2017, σε ηλικίες άνω των 15 ετών.
Στη δημοσκόπηση του 2007 το ποσοστό των «ευχαριστημένων» με τη λειτουργία της δημοκρατίας ανερχόταν στο 44%, ενώ σε αυτή του 2017 το αντίστοιχο ποσοστό έχει περιοριστεί στο 32%. Φέτος εμφανίζεται και το 43% που θέλει για τη χώρα του έναν «ισχυρό άνδρα» και το 23% που θέλει έναν «ισχυρό φύρερ».
Βέβαια και στις δύο δημοσκοπήσεις η πλειονότητα θεωρεί τη δημοκρατία — παρά τα όσα προβλήματά της — την καλύτερη μορφή διακυβέρνησης — 86% στη δημοσκόπηση του 2007 και 78% στη δημοσκόπηση του 2017.
Στη φετινή δημοσκόπηση, 45% των ερωτηθέντων απορρίπτουν τη «λύση» ενός «ισχυρού φύρερ» και 23% την επικροτούν ζητώντας και αλλαγή του συστήματος της δημοκρατικής διακυβέρνησης, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά το 2007 ήταν 61% και 14%.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τη λειτουργία της δημοκρατίας συνδέεται και με το ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες έχουν την αίσθηση πως δεν επηρεάζουν τις δραστηριότητες της κυβέρνησης, καθώς και με το γεγονός ότι η αίσθηση ανασφάλειας έχει αυξηθεί από το 2007 μέχρι σήμερα.
Η επιθυμία των πολιτών για «περισσότερο νόμο και τάξη» φέρεται επίσης να έχει αυξηθεί, από το 53% που καταγραφόταν στη δημοσκόπηση του 2007 σε 61% σήμερα.
Στην επίκαιρη δημοσκόπηση του 2017 διαπιστώνεται πως 72 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση του ναζισμού, το ήμισυ του αυστριακού πληθυσμού εκτιμά πως ο εθνικοσοσιαλισμός έφερε μόνον κακό στην Αυστρία, ενώ ένας στους τρεις θεωρεί πως είχε τόσο αρνητικές όσο και θετικές επιπτώσεις.