Τις προτεινόμενες αλλαγές στο Σύνταγμα της Τουρκίας θα αξιολογήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το φως του καθεστώτος της χώρας ως υποψήφιας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέφερε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποστηρίζει πως το δημοψήφισμα είναι απαραίτητο για να σταθεροποιηθεί η χώρα, αν και ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν ασκήσει κριτική στην προσέγγισή του.
«Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις, αν εγκριθούν από το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, και ειδικά η πρακτική εφαρμογή τους, θα αξιολογηθούν υπό το φως των υποχρεώσεων της Τουρκίας ως υποψήφιας για ένταξη χώρας της ΕΕ και ως μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Εξάλλου η ΕΕ κάλεσε την Τουρκία «να απόσχει από κάθε υπερβολική δήλωση» στη διπλωματική κρίση που ξέσπασε μετά την άρνηση της Ολλανδίας να επιτρέψει σε τούρκους υπουργούς να συμμετάσχουν σε συγκεντρώσεις υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου για τις αλλαγές στο Σύνταγμα που θα δώσει στον Ερντογάν σαρωτικές νέες εξουσίες.
Η ΕΕ καλεί την Τουρκία «να απόσχει από κάθε υπερβολική δήλωση και πράξεις που μπορεί να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση», με δήλωση της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι, που συνυπογράφεται από τον Επίτροπο Γιοχάνες Χαν, υπεύθυνο για την πολιτική γειτονίας της Ένωσης.
«Τα ανησυχητικά ζητήματα δεν μπορούν να επιλυθούν παρά μόνο με ανοικτούς και άμεσους διαύλους επικοινωνίας», προσθέτουν οι Μογκερίνι και Χαν, διαβεβαιώνοντας πως «θα συνεχίσουν να παρέχουν τις καλές υπηρεσίες τους προς το συμφέρον των σχέσεων ανάμεσα στην ΕΕ και στην Τουρκία».
«Είναι απαραίτητο να αποφευχθεί μια νέα κλιμάκωση και να εξευρεθούν οι τρόποι για να ηρεμήσει η κατάσταση», ανέφεραν.
Για την ουσία της διπλωματικής κρίσης, παρέπεμψαν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.
«Οι σχετικές αποφάσεις για τη διεξαγωγή συναντήσεων και συγκεντρώσεων στα κράτη-μέλη επαφίενται στο ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος, σύμφωνα με τις προβλέψεις εφαρμογής του διεθνούς και του εθνικού δικαίου», διευκρινίζεται στην κοινή δήλωση των δύο ευρωπαίων αξιωματούχων.