Ο Λόβαντ και ο Σαμπάχ ήταν 16 και 14 ετών αντίστοιχα όταν αναγκάστηκαν να πυροβολούν πτώματα αντρών που είχαν εκτελεστεί ως προδότες από το Ισλαμικό Κράτος. Επρόκειτο για μια πρακτική, μέρος της καθημερινής εκπαίδευσης για την εκπαίδευσή τους ώστε να ενταχθούν στους κόλπους της τζιχαντιστικής οργάνωσης.
Τα δύο αγόρια Γεζίντι από το βόρειο Ιράκ απομακρύνθηκαναπό τα χωριά τους από μαχητές της οργάνωσης. Οι περισσότεροι ενήλικες άντρες δολοφονήθηκαν, ενώ τα αγόρια μεταφέρθηκαν με τις μητέρες τους σε μια κοντινή πόλη στο βόρειο Ιράκ, πριν χωριστούν οριστικά από τις οικογένειές τους.
Για περισσότερο από έναν χρόνο κρατήθηκαν παρά τη θέλησή τους και εκπαιδεύτηκαν σε ένα στρατόπεδο στα βάθη της Συρίας. «Μας έπαιρναν κάποιες φορές σε μεγάλους τάφους όπου υπήρχαν πτώματα μουσουλμάνων προδοτών που ήταν κατάσκοποι του χαλιφάτου ή που έπαιρναν ναρκωτικά», λέει ο Σαμπάχ, σύμφωνα με το BBC. «Τότε μας έλεγαν ότι έπρεπε να πυροβολήσουμε τα πτώματα για να συνηθίζουμε».
Σύμφωνα με τους εφήβους, υπήρχαν περίπου 120 αγόρια στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι ήταν από τη Συρία και ήταν μουσουλμάνοι. Αρκετοί από αυτούς που είχαν στρατολογηθεί – σε αντίθεση με τα παιδιά Γεζίντι – είχαν σταλεί από τις ίδιες τους τις οικογένειες προκειμένου να αποτελέσουν την επόμενη γενιά των τζιχαντιστών μαχητών.
«Μου έλειπε το σπίτι. Ειδικά όταν βλέπαμε ότι τα παιδιά που ήταν Άραβες πήγαιναν κάθε σαββατοκύριακο στις οικογένειές τους στη Συρία. Εκνευριζόμασταν πολύ», αναφέρει ο Σαμπάχ.
Οι μέρες τους ήταν απόλυτα οργανωμένες. Τα πρωινά τα περνούσαν με μαθήματα γύρω από τη θρησκεία. Σύμφωνα με τον Λόβαντ, «ήξερα ότι είχαν σκοτώσει όποιον δεν ήταν μουσουλμάνος. Οπότε έπρεπε να προσποιηθώ ότι ήμουν μουσουλμάνος για να επιβιώσω».
Τα αγόρια αναγκάζονταν να προσεύχονται, να μελετούν το Κοράνι και να διαβάζουν τα εγχειρίδια του Ισλαμικού Κράτους, για να εξεταστούν στη συνέχεια. «Προσπάθησαν να μου κάνουν πλύση εγκεφάλου. Άλλαζαν γρήγορα τις απόψεις σου», σύμφωνα με τον Σαμπάχ.
Τα αγόρια κατόρθωσαν τελικά να αποδράσουν από τα χέρια του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς πάντως το ρεπορτάζ του BBC να αποκαλύπτει το πώς. «Το ήξερα ότι ήταν επικίνδυνο, αλλά δεν είχε μείνει τίποτα που να φοβόμαστε πια», εξηγούν. Σήμερα ζουν στη Γερμανία, όπου φιλοξενούνται σε ειδική δομή.