Εκ πρώτης όψεως όλα φαίνονταν κανονικά. Η Frida Farrell, πανέμορφη ξανθιά στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής της, είχε εργαστεί επαγγελματικά ως μοντέλο κι έτσι δεν της φάνηκε παράξενο όταν ένας καλοντυμένος Βρετανός της έδωσε την κάρτα του σε έναν πολυσύχναστο δρόμο στο κεντρικό Λονδίνο. Ούτως ή άλλως της είχε συμβεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Είπε πως το όνομά του ήταν Peter και τη ρώτησε αν ήθελε να κάνει μια δοκιμαστική φωτογράφιση για ένα διαφημιστικό εταιρείας θρυλικών μοτοσικλετών. Η φωτογράφιση θα γινόταν σε υπεράνω υποψίας καλή περιοχή του West End, στη Harley Street. Από το μυαλό της Frida δεν πέρασε η παραμικρή υποψία. Πήγε στη δοκιμαστική φωτογράφιση και όλα ήταν όπως συνήθως: της προσφέρθηκαν φρούτα και σνακ, μια γυναίκα βοηθός του φωτογράφου έφτιαχνε τον φωτισμό και όλα έγιναν όπως στα αμέτρητα φωτογραφικά στούντιο στα οποία είχε βρεθεί στο παρελθόν. Οι φωτογραφίες της άρεσαν στον πελάτη του Peter κι έτσι κανονίστηκε η ημέρα της κανονικής φωτογράφισης. Η Frida θα αμειβόταν με 7.000 λίρες. Την επόμενη ημέρα έφτασε στη γνωστή διεύθυνση στις 12 το μεσημέρι, μπήκε στο ασανσέρ κι ανέβηκε στο ίδιο διαμέρισμα του 5ου ορόφου όπου ο Peter την καλωσόρισε χαμογελαστός. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μόλις εκείνη πέρασε στο χολ, τον άκουσε να κλειδώνει την πόρτα και να βάζει το κλειδί στην τσέπη του.
Μέχρι πρόσφατα πολύ λίγοι άνθρωποι από τον περίγυρο της Frida γνώριζαν για την απαγωγή της- ανάμεσά τους η μητέρα της και ο Βρετανός σύζυγός της Chris Farrell. Η ίδια έκρινε ωστόσο πως είχε έρθει η στιγμή να μιλήσει ανοιχτά και να αφηγηθεί την ιστορία της. Το βραβείο απέσπασε βραβείο Indie στο Raindance Festival. Μια σοκαριστική πτυχή της υπόθεσης- εκτός από την ίδια την απαγωγή φυσικά- είναι πως η Frida πήγε στην αστυνομία μετά την επίθεση αλλά η κατάθεσή της δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη και ο Peter δεν συνελήφθη ποτέ. Η Frida θυμάται πολλές «παράξενες» λεπτομέρειες της φρικτής περιπέτειάς της: το ποτήρι με το γάλα όπου φαίνεται πως της είχαν ρίξει κάποια ναρκωτική ουσία, ένα σάντουιτς που επίσης κάποιο ναρκωτικό είχε μέσα, την κουζίνα από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα ντουλάπια.
«Αν θυμόμουν όλα όσα συνέβησαν…»
Η Frida πιστεύει πως παρέμεινε εκεί επί τρεις ημέρες. Στο διάστημα αυτό αρκετοί άνδρες μπήκαν στο διαμέρισμα για να κάνουν σεξ μαζί της. Θυμάται έναν αφροαμερικανό, έναν Κινέζο κι έναν Γερμανό. «Συνολικά ήταν τέσσερις ή πέντε», λέει. Πιστεύει πως τη νάρκωναν συνέχεια και θεωρεί πως αυτό ήταν μάλλον καλό. «Αν θυμόμουν όλα όσα συνέβησαν μάλλον θα χρειαζόμουν όλη τη ζωή μου για να αναρρώσω», εξομολογείται. Τότε ήρθε η στιγμή ο Peter να κάνει ένα λάθος. Λέγοντάς της πως ερχόταν «κάποιος σημαντικός» και πως έπρεπε να «βάλει τα δυνατά της», έφυγε βιαστικός ξεχνώντας να κλειδώσει την πόρτα. Αρπάζοντας την ευκαιρία η Frida το έβαλε στα πόδια. Στην κορυφή της σκάλας αναγνώρισε την είσοδο του κτιρίου στο οποίο είχε μπει τρεις μέρες νωρίτερα για την περίφημη φωτογράφιση που δεν έγινε ποτέ. «Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έτρεξα, βγήκε από την περιστρεφόμενη πόρτα έστριψα δεξιά και έτρεχα… έτρεχα…», αφηγείται. Μπήκε σε ένα ταξί και πήγε στο σπίτι μιας φίλης της που είχε τη διακριτικότητα να μην κάνει πολλές ερωτήσεις. Δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι της, φοβόταν να μείνει μόνη. Δεν τηλεφώνησε ποτέ ξανά στον τότε σύντροφό της τον οποίο μετά την τραυματική εμπειρία της εξοστράκισε από τη ζωή της. Πεπεισμένη πως δεν θα μπορούσε να του εξηγήσει τι συνέβη, δεν του τηλεφώνησε ποτέ ξανά. Τέσσερις ημέρες μετά πήγε στην αστυνομία, η οποία όμως δεν αποδέχθηκε την ιστορία της, όπως λέει, επειδή είχε πάει με τη θέλησή της στο διαμέρισμα του Peters. Είχε προηγουμένως τηλεφωνήσει στη μητέρα της που πήρε το πρώτο αεροπλάνο και ταξίδεψε αμέσως από τη Σουηδία στη Βρετανία. «Δεν πίστεψαν όσα τους είπε», λέει εκείνη, «συνέχεια τη ρωτούσαν αν είχε πάει στο διαμέρισμα με τη θέλησή της και τι φορούσε. Έδειχναν να πιστεύουν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβαίνει σε μια τόσο καλή γειτονιά».