Η Punam νομίζει ότι είναι 16 χρόνων, αλλά δεν είναι εντελώς σίγουρη. Προσπαθεί να βρει πόσο χρονών είναι μετρώντας τα δάχτυλά της, αλλά μετά θυμάται πως δεν ξέρει να μετράει.
Η θεία της ισχυρίζεται και εκείνη ότι η Punam είναι 16 ετών, όμως λέει ότι υπάρχει μια πιθανότητα να είναι 15.
Όποια όμως και από τις δύο ηλικίες να είναι η σωστή, ένα είναι σίγουρο: Ότι ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αρραβωνιαστικιά της, τον Ashok.
Δεν τον είχε δει ποτέ στη ζωή της, πριν τον γάμο τους, παρά μόνο σε μια φωτογραφία. Είχε μόνο μια σκοτεινή, θαμπή εικόνα που απέπνεε την κενότητα και τη θλίψη μιας προσχεδιασμένης ζωής. Ο Ashok έχει την ίδια ηλικία με την Punam.
«Φοβάμαι ότι δεν ξέρω τι με περιμένει. Ο θείος μου ήταν εκείνος που βρήκε τον Ashok και έκανε τη συμφωνία με την οικογένειά του. Ξέρω ότι δεν έχω άλλη επιλογή καθώς η κοινότητα αποφασίζει τι θα συμβεί σε εμένα και στις δύο αδελφές μου», αναφέρει η Punam.
Η οικογένεια μου δε μπορεί να με συντηρήσει και ο Ashok κερδίζει 100 δολάρια το μήνα στο εργοστάσιο που δουλεύει. Η ζωή μου σίγουρα πρόκειται να γίνει καλύτερη υποστηρίζει λίγο πριν συναντήσει για πρώτη φορά τον Ashok στην τελετή του γάμου τους.
Η ιστορία της Punam είναι μία ανάμεσα στις χιλιάδες παρόμοιες των κοριτσιών του Νεπάλ. Η μοίρα τους έχει προκαθοριστεί από την ημέρα που γεννήθηκαν σε μια φτωχή καλύβα σε ένα από τα απομακρυσμένα χωριά του Νεπάλ.
Κι αν η ζωή της Punam φαντάζει ξένη στους περισσότερους από εμάς, η ιστορία της τετράχρονης Rubi προκαλεί φρίκη. Είναι ήδη παντρεμένη από τα δύο της χρόνια ενώ η αδελφή της Asa δόθηκε επίσης σε γάμο στην ηλικία των δύο.
Η πρωτότοκη κόρη, η 14χρονη Puja, είχε ήδη παντρευτεί από τα ενάμιση. Η αφύσικη αυτή πρακτική αποτελεί μια εξαιρετικά παλιά και διαδεδομένη παράδοση στο Νεπάλ, μια παράδοση στην οποία τα παιδιά καταδικάζονται από την ημέρα που γεννιούνται.
Η φωτορεπόρτερ Lieve Blancquaert ταξίδεψε στο Νεπάλ με τη ΜΚΟ Plan International για να καταγράψει την πραγματικότητα των παιδιών στη χώρα.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της, η Blancquaert συναντήθηκε με τον Sanju, πατέρα τεσσάρων κοριτσιών, εκ των οποίων τα τρία ήταν ήδη αρραβωνιασμένα.
Ο Sanju και η οικογένειά του είναι μέρος της κάστας Μάλι – ενός από των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων.
«Ασφαλώς και δεν το συνειδητοποιούν, είναι πολύ μικρές. Είμαστε μια μικρή κάστα και δεν είναι εύκολο να βρεθεί ένας κατάλληλο άνθρωπος για τις κόρες μου», υποστηρίζει ο Sanju.
«Ο Θεός μου χάρισε κορίτσια. Είναι το πεπρωμένο μου, αλλά τις αγαπώ πολύ», προσθέτει, ενώ μία από τις κόρες του παίζει στην αγκαλιά του.
Το Νεπάλ, μια μικρή χώρα ανάμεσα σε δύο γίγαντες – την Ινδία και την Κίνα – δεν έχει μεγάλο μέρος υποδομών που εμείς θεωρούμε δεδομένες.
Σε μια χώρα που μαστίζεται από ένα βαθιά διεφθαρμένο σύστημα, με υπερπληθυσμό, ανεπαρκής εκπαίδευση και συχνές φυσικές καταστροφές είναι σύνηθες φαινόμενο οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους, περισσότερο από το 42% των κατοίκων παντρεύεται πριν φτάσει τα 18, την ελάχιστη ηλικία που απαιτείται από το νόμο. Οι παραδόσεις και το βαθιά ριζωμένο σύστημα της κάστας παρακάμπτουν συχνά τους κρατικούς θεσμούς.
«Διαλέγω τους γαμπρούς μου από άλλες πόλεις και είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός ώστε να προέρχονται από καλή οικογένεια.
Συνεννοούμαι με τον πατέρα του αγοριού και θέτουμε μια ημερομηνία και την προίκα. Φυσικά, τα κορίτσια κλαίνε όταν φεύγουν, το ίδιο και εμείς. Μένουν μαζί μας μέχρι να μεγαλώσουν λίγο, αλλά γνωρίζουμε από την πρώτη ημέρα της ζωής τους πως θα πρέπει να φύγουν τελικά».
Με αυτά τα λόγια ο Sanju διευθετεί το θέμα της μοίρας των κοριτσιών του. Ωστόσο, η δική του ιστορία ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη που έχει προγραμματιστεί για τις κόρες του.
Ο Sanju ήταν παντρεμένος από την ηλικία των δύο χρόνων. Ωστόσο αποφάσισε να σπάσει την παράδοση που ο ίδιος επέβαλε στις κόρες του. Ερωτεύτηκε τη Devi, τη σημερινή σύζυγό του και πλήρωσε πρόστιμο για να διακόψει το γάμο του και να παντρευτεί την αγαπημένη του.
«Εάν κριθεί απαραίτητο, οι κόρες μου θα κάνουν το ίδιο» λέει ο Sanju ωστόσο προσθέτει ότι η ακύρωση ενός γάμου στοιχίζει πολύ ακριβά.
Στο απομακρυσμένο χωριό όπου ζει ο Sanju και η οικογένειά του, κανείς δεν ξέρει να διαβάσει ή να γράψει και κανείς δεν πηγαίνει στο σχολείο. Σε τι χρειάζεται η εκπαίδευση και η γνώση διερωτάται, αφού τα κορίτσια απλά θα προετοιμάζουν το φαγητό της οικογένειας.
Ο Sanju δεν γνωρίζει ότι το να μη στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο αποτελεί αδίκημα και εκπλήσσεται.
«Ότι έγινε έγινε. Δεν μπορώ να κάνω πίσω ωστόσο δεν θέλω να πάω και φυλακή. Τα πράγματα θα είναι διαφορετικά με τη μικρότερη κόρη μου», υπόσχεται.
Σε μια χώρα όπου οι γάμοι είναι προσχεδιασμένοι τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια, οι γυναίκες εξακολουθούν να στιγματίζονται και να καταδικάζονται σε μια ζωή, χωρίς το δικαίωμα της επιλογής και της οικονομικής ανεξαρτησίας.
Ακόμη και όταν ο σύζυγος πεθάνει οι γυναίκες συνεχίζουν την καταδικασμένη ζωή τους ελπίζοντας ότι κάποτε οι βαθιά ριζωμένες παραδόσεις θα εκλείψουν και θα μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον.