Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας επέλεξε σήμερα τον επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, σφοδρό επικριτή του Ντόναλντ Τραμπ, για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος της χώρας.
Έπειτα από αδιέξοδο εβδομάδων στις συνομιλίες για την επιλογή του υποψήφιου για τη γερμανική προεδρία η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αναγκάσθηκε να αποδεχθεί τον υποψήφιο του SPD, κυβερνητικού εταίρου στον συναπισμό της, αφού δεν κατόρθωσε να πείσει καμία από τις πολιτικές προσωπικότητες του δικού της στρατοπέδου να αποδεχθεί αυτό το αξίωμα, χωρίς πραγματικές πολιτικές εξουσίες, που αίρεται υπεράνω των πολιτικών διαφορών και εκπροσωπεί την ηθική συνείδηση της χώρας.
Αιφνιδιασμένη από την απόφαση του σημερινού προέδρου Γιόακιμ Γκάουκ να μην θέσει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία, η αποδοχή της υποψηφιότητας του Στάινμαϊερ αποτελεί για την καγκελάριο νέο πλήγμα.
Ο Φραν-Βάλτερ Στάινμαϊερ είναι ο πολιτικός με την υψηλότερη δημοφιλία στις δημοσκοπήσεις στη Γερμανία και είναι πιθανόν να επισκιάσει την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία πιθανότατα θα είναι και πάλι υποψήφια για την καγκελαρία τον Σεπτέμβριο 2017.
Γνωστός για τον ευθύ και χωρίς περιστροφές τρόπο του να εκφράζεται ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, ο οποίος θα εκλεγεί στις 12 Φεβρουαρίου 2017 από το γερμανικό κοινοβούλιο, επέκρινε με σφοδρότητα τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Τραμπ, «ο κήρυκας του μίσους»
Το έκανε όχι μόνο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας τον δισεκατομμυριούχο και τηλεαστέρα «κήρυκα του μίσους», αλλά κυρίως μετά την ψηφοφορία, λέγοντας ότι περιμένει «πιο δύσκολους καιρούς» σε διεθνές επίπεδο και αρνούμενος επίμονα να συγχαρεί τον Τραμπ για την εκλογή του.
Ο ηγέτης του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ μίλησε για την αποστολή που θα έχει ο Στάινμαϊερ τον επόμενο χρόνο απέναντι στην άνοδο των λαϊκισμών.
«Ο επόμενος πρόεδρος της χώρας μας έχει την ευθύνη να υπερασπισθεί τις αξίες του φιλελευθερισμού, τις κοινωνικές και δημοκρατικές αξίες, προσθέτοντας ότι η προάσπισή τους «είναι με βεβαιότητα η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας».
Με το στρογγυλό του πρόσωπο, τα γυαλιά με τον μαύρο σκελετό και τα λευκά καλοχτενισμένα μαλλιά του, ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ είναι υπουργός Εξωτερικών της Αγγελα Μέρκελ από το 2013. Σύμφωνα με τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, είναι πιθανόν να αντικατασταθεί από τον σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς.
Από την επιστροφή του στο υπουργείο Εξωτερικών- μετά μία πρώτη θητεία από τον Νοέμβριο 2005 μέχρι τον Οκτώβριο 2009- ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ μετατράπηκε σε θιασώτη μίας ενεργητικότερης συμμετοχής της Γερμανίας στην επίλυση των διεθνών κρίσεων.
Μετριοπαθής απέναντι στη Ρωσία
Στο πρόσωπό του, η Γερμανία θα έχει έναν πρόεδρο πιο μετριοπαθή απέναντι στη Ρωσία σε σύγκριση με την καγκελάριο. Πρεσβεύοντας μία διπλωματία που θέλει να διατηρήσει τον διάλογο με το Κρεμλίνο, ο Στάινμαϊερ δεν δίστασε να επικρίνει αυτό που θεωρεί υπερβολικά πολεμοχαρή πολιτική του ΝΑΤΟ κατά της Μόσχας.
«Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε σήμερα είναι να δηλητηριάσουμε την κατάσταση με πολεμοχαρείς κραυγές και ήχο αρβυλών», δήλωσε το περασμένο καλοκαίρι.
Πριν αναλάβει το πόστο του υπουργού Εξωτερικών, ο Στάινμαϊερ ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό.
«Δεν είχα ποτέ την πρόθεση να γίνω πολιτικός», είχε ομολογήσει στο περιοδικό Bunte.
Διδάκτορας του Δικαίου, ο Στάινμαϊερ ανέβηκε την κλίμακα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στη σκιά του μέντορά του Γκέρχαρντ Σρέντερ, του οποίου υπήρξε διευθυντής του γραφείου του στην καγκελαρία. Από τη θέση αυτή θα συμμετάσχει από κοντά στην επεξεργασία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες η ραζοσπαστική αριστερά κατήγγειλε ως γενεσιουργές αιτίες φτώχειας, άλλοι όμως θεωρούν ότι είναι η αιτία της καλής κατάστασης της υγείας της γερμανικής οικονομίας.
Μετά την πρώτη του θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ δεν κατόρθωσε να παρουσιασθεί ως εναλλακτική στην καγκελάριο Μέρκελ και υπέστη ήττα στις βουλευτικές εκλογές του 2009, επικεφαλής της λίστας του SPD.
Σε προσωπικό επίπεδο, είναι ακτιβιστής της δωρεάς οργάνων. Το 2010, αυτός ο πατέρας ενός κοριτσιού, αποσύρθηκε πρόσκαιρα από την πολιτική για να δωρίσει το ένα του νεφρό στην σοβαρά άρρωστη γυναίκα του.