Μία σπάνια εμπειρία βίωσαν οι απόφοιτοι του Stanford τον Ιούνιο του 2005. Ενώπιον τους ο Steve Jobs διηγήθηκε τη ζωή τους- μέσα από τρεις ιστορίες- και όλα όσα έμαθε από αυτήν. «Μείνετε αχόρταγοι, μείνετε τρελαμένοι» είναι η προτροπή με την οποία έκλεισε ο Steve Jobs την ομιλία του, με τους παρευρισκόμενους να τον χειροκροτούν όρθιοι.
Διαβάστε την ομιλία και δείτε ένα απόσπασμα
«Είναι μεγάλη μου τιμή να βρίσκομαι μαζί σας στην τελετή αποφοίτησής ενός από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Δεν πήρα ποτέ πανεπιστημιακό πτυχίο. Για να πούμε την αλήθεια, τούτη δω η μέρα είναι ότι κοντινότερο έχω ζήσει σε αποφοίτηση. Σήμερα θέλω αν σας πως τρεις ιστορίες από τη ζωή μου. Μόνο αυτό. Τίποτα σημαντικό. Απλά τρεις ιστορίες.
Η πρώτη έχει να κάνει με τις ιδέες
Παράτησα το κολέγιο Reed μετά από 6 μήνες, αλλά παρέμεινα στους διαδρόμους του για 18 μήνες πριν φύγω οριστικά. Γιατί τα παράτησα;
Όλα ξεκίνησαν πριν γεννηθώ. Η βιολογική μου μητέρα ήταν μια νέα, ανύπαντρη απόφοιτος κολεγίου και αποφάσισε να με δώσει για υιοθεσία. Επιθυμούσε πολύ να υιοθετηθώ από ένα ζευγάρι πανεπιστημιακής μόρφωσης και έτσι κανονίστηκε να ζήσω με έναν δικηγόρο και τη σύζυγο του. Το πρόβλημα ήταν πως όταν γεννήθηκα, εκείνοι αποφάσισαν πως προτιμούσαν ένα κορίτσι. Έτσι, οι θετοί γονείς μου, που ήταν γραμμένοι στη λίστα αναμονής, δέχθηκαν ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας, που τους ανακοίνωσε: «βρέθηκε ένα αγοράκι; Το θέλετε;». Απάντησαν: «Φυσικά». Η βιολογική μου μητέρα όμως, λίγο αργότερα ανακάλυψε πως η θετή μητέρα μου δεν είχε αποφοιτήσει από κολέγιο και ο θετός πατέρας μου ούτε καν από το λύκειο. Και αρνήθηκε να υπογράψει τα χαρτιά της υιοθεσίας. Πείστηκε λίγος μήνες αργότερα όταν οι γονείς μου υποσχέθηκαν πως κάποια μέρα θα πήγαινα στο κολέγιο.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, πήγα στο κολέγιο.
Αλλά αφελώς, επέλεξα ένα κολέγιο που ήταν πανάκριβο, σχεδόν τόσο όσο το Stanford, κάτι που σήμαινε πως όλες οι οικονομίες των σκληρά εργαζόμενων γονιών μου θα πήγαιναν στα δίδακτρα. Έξι μήνες αργότερα δεν μπορούσα να δω κάποια χρησιμότητα. Σε αυτό. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου και το κολέγιο δεν με βοηθούσε προς αυτή την κατάσταση. Επιπλέον, ξόδευα τις οικονομίες των γονιών μου. Κάπως έτσι, τα παράτησα, με την ελπίδα πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Εκείνη την εποχή ήμουν πραγματικά φοβισμένος, αλλά τώρα ξέρω πως αυτή ήταν μια από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ μου. Από τη στιγμή που τα παράτησα, έπαψα να γράφομαι σε ένα σωρό προαπαιτούμενα μαθήματα που δεν με ενδιέφεραν και είχα το δικαίωμα να παρακολουθήσω ως ελεύθερος ακροατής μόνο εκείνα που με ενδιέφεραν.
Δεν ήταν βέβαια όλα τόσο ρομαντικά: δεν δικαιούμουν δωμάτιο στην εστία κι έτσι κοιμόμουν στο πάτωμα δωματίων φίλων μου· για να φάω μάζευα άδεια μπουκάλια κόκα κόλα για 5 σεντς το ένα και για να έχω τουλάχιστο ένα αξιοπρεπές γεύμα τη βδομάδα χρειαζόταν να περπατάω κάθε Κυριακή βράδυ 7 μίλια, μέχρι τον κοντινότερο βουδιστικό ναό. Περνούσα καλά.
Κι ένα σωρό από όσα γνώρισα ακολουθώντας τη διαίσθησή μου και προσπαθώντας να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, αποδείχτηκαν ανεκτίμητα στο μέλλον. Να σας δώσε ένα παράδειγμα:
Εκείνη την εποχή το κολέγιο Reed, είχε ίσως ένα από τα καλύτερα μαθήματα καλλιγραφίας στη χώρα. Παντού στο πανεπιστήμιο έβλεπες θαυμάσια πόστερ με καλλιγραφικά γράμματα. . Καθώς είχα εγκαταλείψει τις σπουδές μου και δεν ήμουν υποχρεωμένος να παρακολουθήσω κάποιο μάθημα, αποφάσισαν να πάω να παρακολουθήσω καλλιγραφία, για να δω πώς κατάφερναν αυτά τα θαύματα. Έμαθα έτσι για τις γραμματοσειρές, για τις αποστάσεις μεταξύ γραμμάτων -ανάλογα με τα γράμματα- έμαθα πολλά για ό,τι κάνει υπέροχη την τυπογραφία. Ήταν ένα θαυμάσιο μάθημα, γεμάτο ιστορία, καλλιτεχνία και καλαισθησία, που πραγματικά με συνεπήρε.
Ούτε μου περνούσε από το μυαλό πως όλα τούτα θα μου χρησίμευαν πρακτικά κάποια μέρα στη ζωή μου.Δέκα χρόνια αργότερα όμως, όταν σχεδιάζαμε τον πρώτο υπολογιστή Macintosh, ξαναθυμήθηκα εκείνο το μάθημα. Και χρησιμοποιήσαμε στο Mac, όλα όσα είχα μάθει. Ήταν ο πρώτος υπολογιστής που διέθετε καλλιγραφία.Αν δεν είχα παρακολουθήσει εκείνο το μάθημα, οι Macintosh δεν θα είχαν ποτέ πολλές γραμματοσειρές ή μεγέθη γραμμάτων. Και από τη στιγμή που τα Windows, το μόνο που έκαναν ήταν να αντιγράψουν τα Mac, μάλλον αυτά δεν θα υπήρχαν σε κανένα υπολογιστή. Aν δεν τα είχα παρατήσει, δεν θα είχα παρακολουθήσει ποτέ μου εκείνο το μάθημα καλλιγραφίας και οι υπολογιστές δεν θα πρόσφεραν τις δυνατότητες καλλιγραφίας που προσφέρουν σήμερα. Φυσικά ήταν αδύνατο να συσχετίσω τις ιδέες όταν ήμουν στο κολέγιο. Δέκα χρόνια αργότερα όμως, ήταν όλα πολύ ξεκάθαρα.
Θέλω να πω, ποτέ δεν γίνεται να προβλέψεις την πορεία σου, να εκτιμήσεις κάτι αφότου συμβεί. Για να την εκτιμήσεις, θα πρέπει να την κοιτάξεις προς τα πίσω. Χρειάζεται λοιπόν να εμπιστευτείτε πως όλα τα βήματά σας, πως με κάποιο τρόπο σας οδηγούν στο μέλλον σας. Πρέπει να εμπιστευθείτε κάτι -ή κάποιον: το ένστικτό σας, τη μοίρα, το κάρμα, τη ζωή, δεν έχει σημασία. Αυτή η άποψη δεν με απογοήτευσε ποτέ και καθόρισε τη ζωή μου.
Η δεύτερη ιστορία, μιλάει για αγάπη και απώλεια.
Ημουν ένας από τους τυχερούς: Βρήκα τι μου άρεσε νωρίς στη ζωή μου. Ο Wos και εγώ ξεκινήσαμε την Apple στο γκαράζ των γονιών μου όταν ήμουν 20 χρονών. Δουλέψαμε σκληρά και δέκα χρόνια αργότερα η Apple δεν ήταν πια οι δυο μας κι ένα γκαράζ, αλλά μια εταιρία αξίας άνω των 2 δις δολαρίων, με πάνω από 4,000 εργαζόμενους.Ένα χρόνο νωρίτερα, με το που έκλεινα τα 30, είχαμε ρίξει στην αγορά την πιο ωραία μας δημιουργία –τον Macintosh. Και μετά απολύθηκα.
Πώς μπορεί κάποιος να απολυθεί από μια εταιρία που ίδρυσε; Καθώς μεγάλωνε η Apple σκέφτηκα να προσλάβω κάποιον ταλαντούχο μάνατζερ για να διοικούμε μαζί την εταιρία και πράγματι, για ένα χρόνο, όλα πήγαιναν πρίμα.
Μετά όμως, οι απόψεις μας για το μέλλον άρχισαν να διαφοροποιούνται και στο τέλος τσακωθήκαμε. Όταν έγινε αυτό, το διοικητικό συμβούλιο πήγε με το μέρος του. Έτσι λοιπόν, στα 30 μου, βρέθηκα έξω από την εταιρία, και μάλιστα με πολύ δημόσιο τρόπο. Ο σκοπός ολόκληρης σχεδόν της ενήλικης ζωής μου είχε πια χαθεί, κι αυτό ήταν τόσο επώδυνο.
Για αρκετούς μήνες δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Αισθανόμουν πως είχα απογοητεύσει τους συνεργάτες μου, πως η σκυτάλη μου είχε γλιστρήσει από τα χέρια, μόλις μου την παρέδωσαν.
Συναντήθηκα με τον David Packard και τον Bob Noyce προσπαθώντας να απολογηθώ για το πώς τα ‘χα καταστρέψει όλα με τέτοιο τρόπο. Ήμουν μια πασίγνωστη αποτυχία και μου πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψω το Λος Αντζελες. Σιγά σιγά όμως, μια αίσθηση γεννήθηκε μέσα μου: εξακολουθούσα να αγαπάω τη δουλειά μου. Ότι κι αν είχε συμβεί στην Apple, αυτό δεν είχε πειραχτεί, ούτε κατ, ελάχιστο.
Με είχαν απορρίψει, ήμουν όμως ακόμα ερωτευμένος. Έτσι αποφάσισα να ξαναρχίσω από την αρχή. Τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά η απόλυσή μου από την Apple ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου είχε συμβεί. Η βαρύτητα της επιτυχίας αντικαταστάθηκε από την ελαφρότητα να είμαι ξανά αρχάριος, αβέβαιος για τα πάντα.
Απελευθερώθηκα και μπήκα σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου. Την επόμενη πενταετία ξεκίνησα μια εταιρία που τη έλεγαν Next, μια άλλη που τη έλεγαν Pixar και ερωτεύτηκα μια υπέροχη γυναίκα που έγινε σύζυγός μου.
Με την Pixar -που είναι σήμερα μια από τις πιο πετυχημένες εταιρίες κινηματογραφικής παραγωγής του κόσμου- δημιουργήσαμε το πρώτο animation film στην ιστορία του κινηματογράφου, το Toy Story.
Τα γεγονότα πήραν απροσδόκητη τροπή όταν η Apple αγόρασε την Next και ξαναβρέθηκα στην Apple ενώ η τεχνολογία που είχαμε αναπτύξει στη Next βρέθηκε στην καρδιά της σημερινής αναγέννησης της Apple. Και με τη Laurene, τη γυναίκα μου δημιουργήσαμε μια θαυμάσια οικογένεια.
Είμαι βέβαιος πως τίποτα από αυτά δεν θα είχε γίνει αν δεν είχα απολυθεί από την Apple. Η γεύση του φάρμακου ήταν απαίσια, πιστεύω όμως πως το χρειαζόμουν. Υπάρχουν φορές που η ζωή σε χτυπάει κατακέφαλα. Μην χάνετε την πίστη σας. Είμαι πεπεισμένος πως το μόνο που μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω ήταν πως αγαπούσα αυτό που έκανα. Πρέπει να βρεις τι και ποιος σου αρέσει. Αυτό είναι η μόνη αλήθεια στη δουλειά και στον έρωτα.
Ένα μεγάλο τμήμα της ζωής σας θα αφιερωθεί στην εργασία σας και ο μόνος τρόπος για να είστε ικανοποιημένοι είναι να θεωρείτε πως κάνετε υπέροχη δουλειά. Κι ο μόνος τρόπος να κάνετε υπέροχη δουλειά είναι να αγαπάτε ότι κάνετε. Αν δεν το έχετε βρει ακόμα, συνεχίστε να ψάχνετε. Μην βολεύεστε.
Όπως συμβαίνει και στον αισθηματικό τομέα, όταν έρθει, θα το καταλάβετε. Κι όπως σε κάθε σπουδαία σχέση, θα γίνεται καλύτερο όσο περνάει ο χρόνος. Συνεχίστε λοιπόν να ψάχνετε, μέχρι να το βρείτε. Μην επαναπαύεστε, μην συμβιβάζεστε.
Η τριτη ιστορία, αφορά τον θάνατο.
Όταν ήμουν 17, διάβασα κάτι που έλεγε πάνω κάτω: «να ζεις την κάθε μέρα σου σαν να είναι η τελευταία». Αυτό μου έκανε εντύπωση κι από τότε, για 33 ολόκληρα χρόνια, κάθε πρωί κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ρωτάω τον εαυτό μου: «αν αυτή ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής σου, θα έκανες αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις σήμερα;». Όποτε η απάντηση ήταν «όχι» για πολύ καιρό, ήξερα πως κάτι έπρεπε να αλλάξω. Το να θυμάμαι πάντα πως σύντομα θα πεθάνω, ήταν η καλύτερη βοήθεια για να παίρνω τις σωστές αποφάσεις στη ζωή μου.
Όλα τα υπόλοιπα -οι εξωτερικές προσδοκίες, η υπερηφάνεια, ο φόβος της γελοιοποίησης ή της αποτυχίας- όλα εξαφανίζονται όταν βρεθούν απέναντι στο θάνατο: το μόνο που απομένει είναι ότι είναι πραγματικά σημαντικό. Το να θυμάστε πως θα πεθάνετε είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να αποφύγετε την παγίδα να νομίζετε πως έχετε κάτι να χάσετε. Είστε ήδη γυμνοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ακολουθήσετε ότι σας λέει η καρδιά σας.
Εδώ κι ένα χρόνο, μου διέγνωσαν καρκίνο. Πέρασα από εξέταση στις 7:30 το πρωί κι ένας όγκος φάνηκε ξεκάθαρος στο πάγκρεας. Δεν είχα ιδέα τι είναι το πάγκρεας. Οι γιατροί με ενημέρωσαν πως ήταν μία μη ιάσιμη μορφή καρκίνου και πως δεν θα ζούσα παραπάνω από τρεις με έξι μήνες. Ο γιατρός μου με συμβούλεψε να πάω σπίτι και «να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητές» μου, πράγμα που είναι ένας ευφημισμός των γιατρών για τη προετοιμασία του θανάτου.
Σημαίνει: προσπάθησε να πεις σε λίγους μήνες όλα όσα ήθελες να πεις στα παιδιά σου σε δέκα χρόνια. Σημαίνει πως πρέπει να βεβαιωθείς πως όλα είναι εντάξει για να έχει η οικογένειά σου όσο το δυνατό λιγότερους μπελάδες. Σημαίνει: κάνε τους αποχαιρετισμούς σου.
Έζησα με αυτή τη διάγνωση όλη τη μέρα. Αργά το απόγευμα μου έκαναν μια βιοψία, που γίνεται με ένα σωλήνα που περνάει από το λαιμό σου στο στομάχι και στα έντερα κι από εκεί μια βελόνα παίρνει λίγα κύτταρα από το πάγκρεας. Ήμουν ναρκωμένος, αλλά η γυναίκα μου, που ήταν παρούσα, μου διηγήθηκε αργότερα πως όταν οι γιατροί πήραν τα κύτταρα και τα έβαλαν στο μικροσκόπιο άρχισαν να πανηγυρίζουν, γιατί όπως αποδείχτηκε είχα μια πολύ σπάνια μορφή καρκίνου του παγκρέατος που ήταν ιάσιμη με εγχείρηση.
Έκανα την εγχείρηση και τώρα είμαι μια χαρά.
Δεν έχω ποτέ φτάσει πιο κοντά στο θάνατο, κι ελπίζω να μην φτάσω ποτέ μου κοντύτερα για μερικές δεκαετίες ακόμα. Έχοντας όμως βιώσει αυτήν την εμπειρία, μπορώ να σας πω κάτι, με λίγο περισσότερη βεβαιότητα από εκείνους για τους οποίους ο θάνατος είναι μια αφηρημένη μόνο έννοια: κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Ακόμα κι όσοι περιμένουν να πάνε στο παράδεισο, θέλουν να φτάσουν εκεί χωρίς να πεθάνουν. Και όμως, ο θάνατος είναι η μόνη κοινή μας μοίρα.
Κανείς δεν του ξέφυγε. Κι έτσι πρέπει να είναι· ο θάνατος είναι μάλλον η καλύτερη εφεύρεση της ζωής. Είναι ο παράγοντας που διαιωνίζει τη ζωή. Ξεκαθαρίζει το παλιό και κάνει χώρο για το καινούργιο. Το νέο τώρα είστε εσείς, αλλά κάποια μέρα, όχι πολύ μακριά από σήμερα, θα γίνετε οι γέροι που προορίζονται να φύγουν.
Συγγνώμη για τον δραματικό μου τόνο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Δεν έχετε πολύ χρόνο, μην τον σπαταλήσετε λοιπόν ζώντας τις ζωές κάποιων άλλων. Μην αιχμαλωτιστείτε από το δόγμα που λέει να ζείτε σύμφωνα με το τι νομίζουν οι άλλοι.
Μην αφήνετε τη γνώμη των άλλων να πνίξει την εσωτερική σας φωνή. Και -το σημαντικότερο- να έχετε το θάρρος να ακούτε την καρδιά και τη διαίσθησή σας.
Αυτά με κάποιο τρόπο ξέρουν ήδη τι θέλετε στα αλήθεια να γίνετε. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
Όταν ήμουν νέος, υπήρχε μια φανταστική έκδοση που λεγόταν «Ο κατάλογος όλης της γης» που υπήρξε μία από της βίβλους της γενιάς μου.
Την εξέδιδε ένας τύπος που τον λεγόταν Stewart Brand και που ζούσε εδώ κοντά, στο Menlo Park. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του ,60, πριν τους προσωπικούς υπολογιστές και η έκδοση, έπρεπε να γίνει με γραφομηχανές, ψαλίδια και φωτογραφικές μηχανές Polaroid. Ήταν ένα είδος έντυπου google, 35 χρόνια πριν βγει το google στο internet: ήταν ιδεαλιστικό, γεμάτο γνώσεις και ωραία εργαλεία. .
Ο Stewart και οι συνεργάτες του έβγαλαν αρκετά τεύχη του «κατάλογου όλης της Γης» κι όταν φάνηκε πως ξεπερνιόταν, έβγαλαν ένα τελευταίο τεύχος. Είχαμε φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ήμουν στην ηλικία σας.
Στο οπισθόφυλλο του τελευταίου τεύχους υπήρχε μια φωτογραφία ενός αγροτικού δρόμου την αυγή, του είδους που κάποτε θα βρεθείτε να κάνετε οτοστόπ, αν είστε αρκετά περιπετειώδεις. Από κάτω έγραφε: «μείνετε αχόρταγοι· μείνετε τρελαμένοι». Ήταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμα της έκδοσης λίγο πριν το κλείσιμο. Μείνετε αχόρταγοι, μείνετε τρελαμένοι. Πάντα, ευχόμουν αυτό για τον εαυτό μου. Και τώρα, καθώς αποφοιτείτε και ετοιμάζεστε για κάτι καινούριο, το εύχομαι και για εσάς:
Μείνετε αχόρταγοι. Μείνετε τρελαμένοι.
Σας ευχαριστώ»
Δείτε το βίντεο