Σάλο προκάλεσε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κύπρο, να μειώσει την ποινή των δύο 27χρονων Ρουμάνων καταδικασθέντων για τον βιασμό και απαγωγή 50χρονης Βιετναμέζας από 12 σε 10 έτη, κρίνοντάς την ως «έκδηλα υπερβολική». Στην απόφαση του Ανωτάτου, γίνεται αναφορά στο ότι «δεν χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη βία, οι εφεσείοντες είχαν λευκό ποινικό μητρώο, αλλά και το γεγονός ότι το θύμα δεν ήταν ούτε πολύ μεγάλης, ούτε πολύ μικρής ηλικίας. Το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου, προκάλεσε αντιδράσεις από οργανωμένα σύνολα, αλλά και την κοινή γνώμη γενικότερα. Ιδιαίτερα, τα σημεία στα οποία γίνεται αναφορά για μη χρήση υπέρμετρης βίας, αλλά και στο γεγονός ότι δεν θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρά τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο θύμα, το οποίο όπως αναφέρεται, από την ημέρα του συμβάντος, νιώθει πολύ άσχημα και δεν μπορεί να κοιμηθεί και δυσκολεύεται να ξεπεράσει την οδυνηρή εμπειρία της. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση: «Σημειώνουμε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη βία για τον εξαναγκασμό του θύματος αλλά μόνο εκφοβισμός και ένα χαστούκι. Δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε όπλο, οι κατηγορούμενοι δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες και το θύμα δεν είναι ούτε μεγάλης, ούτε και πολύ μικρής ηλικίας. Ο βιασμός, όπως ήταν επαναλαμβανόμενος από τους δύο, ήταν αποτέλεσμα προσχεδιασμού, το θύμα υποβλήθηκε σε επιπρόσθετες σεξουαλικές προσβολές και είχε δυσμενή, αλλά όχι ιδιαίτερα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Οι κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και υπέβαλαν την παραπονούμενη στη διαδικασία της ακρόασης, όπου αυτή υποχρεώθηκε να επαναλάβει τα όσα έζησε κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, αλλά και το νεαρό της ηλικίας και το λευκό ποινικό μητρώο των εφεσείοντων, θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στους δύο εφεσείοντες είναι έκδηλα υπερβολική…». Σύμφωνα με τα γεγονότα την υπόθεσης, όπως αυτά ακούστηκαν στο Κακουργιοδικείο, η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 50 ετών και οι κατηγορούμενοι 27 ετών. Στις 2/6/2013 ημέρα του βιασμού της, βρισκόταν έξω από υπεραγορά που την είχε αφήσει κάποιος φίλος της φίλης της. Απ’ εκεί τηλεφώνησε σε κάποιο γνωστό της να έρθει να την πάρει στο Πέρα Χωριό, αλλά εκείνος δεν μπορούσε. Ενώ αυτή περπατούσε στον δρόμο με κατεύθυνση τη Λάρνακα, σταμάτησαν οι δύο κατηγορούμενοι, οπόταν, μετά από πρόσκληση των κατηγορουμένων, η παραπονούμενη μπήκε στο αυτοκίνητο, δείχνοντάς τους εμπιστοσύνη. Όταν τη ρώτησαν πού θα πήγαινε, αυτή απάντησε στα Πυργά. Αυτοί παρεξέκλιναν από την πορεία και κατευθύνθηκαν σε απόμερο μέρος, σε δάσος, οπόταν η παραπονούμενη αντιλήφθηκε ότι κάτι κακό θα της συνέβαινε. Προσπάθησε να βγει από το αυτοκίνητο για να διαφύγει, ο ένας εκ των κατηγορουμένων όμως την εμπόδισε και στη συνέχεια και οι δύο κατηγορούμενοι την έσπρωξαν στο πίσω κάθισμα και ο ένας εκ των δύο τη χαστούκισε στο στόμα. Στη συνέχεια και παρά τις εκκλήσεις της παραπονούμενης, οι κατηγορούμενοι προχώρησαν σε διαδοχικές πράξεις βιασμού, όπως και τον εξαναγκασμό της σε διάφορες άλλες άσεμνες και προσβλητικές πράξεις, οι οποίες αναφέρονται με λεπτομέρεια στην απόφαση. Σημειώνεται ακόμα ότι, σύμφωνα με τα γεγονότα, καθ’ όλη τη διάρκεια του συμβάντος η παραπονούμενη έκλαιγε και ικέτευε τους κατηγορούμενους να την αφήσουν ελεύθερη, οι κατηγορούμενοι όμως έβαζαν το χέρι τους μπροστά από το στόμα της για να τη σταματήσουν. Το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει αναφορά στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του, σημείωνε τα εξής: «Συνεκτιμώντας αφενός τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά έχουν διαπραχθεί με όλες τις αρνητικές συνέπειες που προκάλεσαν στην παραπονούμενη και αφετέρου, όλα τα πιο πάνω ελαφρυντικά (σ.σ. αναφέρονται στην απόφαση το λευκό ποινικό τους μητρώο και η οικογενειακή τους κατάσταση), κρίνουμε ότι έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό τα ερείσματα επιείκειας που το Δικαστήριο θα μπορούσε στην παρούσα υπόθεση να επιδείξει. Η ανάγκη προστασίας δε, της κοινωνίας από άτομα όπως οι κατηγορούμενοι προβάλλει υπό τα περιστατικά της προκείμενης περίπτωσης ακόμα μεγαλύτερη. (…) Η επιβολή ποινής φυλάκισης, και μάλιστα πολυετούς, καθίσταται εν προκειμένω όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και επιβεβλημένη».
«Ο βιασμός είναι βιασμός»
Σχολιάζοντας την απόφαση του Ανωτάτου, η διευθύντρια Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου Σουζάνα Παύλου, τη χαρακτήρισε απαράδεκτη. «Θεωρούμε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου λανθασμένη και απαράδεκτη. Θεωρούμε ότι βασίστηκε σε νομολογία η οποία αναφέρει ότι σε κάποιες περιπτώσεις, η σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού επαυξάνεται» και αναφέρει ως παραδείγματα στην απόφαση τη χρήση βίας για εκφοβισμό του θύματος, η χρήση όπλου κ.λπ. Χρησιμοποιείται στην ουσία η νομολογία από το Ανώτατο, για να δείξει ότι με την απουσία αυτών των επιβαρυντικών παραγόντων, μπορεί να μειωθεί η ποινή. «Θεωρώ ότι η απουσία σοβαρής σωματικής βλάβης, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο», ανέφερε. Σημείωσε παράλληλα, ότι το μήνυμα που παίρνει η κοινωνία από αυτή την απόφαση έμμεσα, είναι ότι το θύμα έπρεπε να αντισταθεί και ότι υπάρχει συνταγή για σοβαρούς και λιγότερους σοβαρούς βιασμούς. «Όμως, αυτό που πρέπει να περάσει ως μήνυμα είναι ότι ο βιασμός είναι πάντα βιασμός. Η καταδίκη δεν ήταν για κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, αλλά για βιασμό και ο βιασμός από μόνος του, είναι σωματική βλάβη». Πρόσθεσε ακόμα ότι επιβαρυντικό στοιχείο στην υπόθεση θα έπρεπε να θεωρηθούν και τα ψυχολογικά προβλήματα του θύματος, «τα οποία δεν ξέρω πώς κρίνει το δικαστήριο την ψυχολογική κατάσταση του θύματος, κατά πόσο υπήρξε μαρτυρία για την ψυχολογική κατάσταση του θύματος και αν είχε ψυχολογική στήριξη το θύμα». Τέλος επεσήμανε ότι αποφάσεις όπως αυτή, «μειώνουν την εμπιστοσύνη προς το θεσμό της Δικαιοσύνης. Έχουμε πολύ χαμηλά ποσοστά καταγγελιών για περιστατικά βιασμού και θεωρώ ότι τέτοιου είδους αποφάσεις, δεν βοηθούν οποιοδήποτε θύμα να βρίσκει το θάρρος να καταγγέλλει βιασμό στις διωκτικές αρχές».
«Επιβάλλεται η προστασία των γυναικών»
Ο Άριστος Τσιάρτας, ο προϊστάμενος της Αρχής Κατά των Διακρίσεων, του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε τα εξής: 1. Ο βιασμός –έμφυλη βία απόλυτη σωματική και ψυχολογική– είναι ένα αντρικό έγκλημα που στρέφεται κατά των γυναικών. Είναι η πιο επιθετική μορφή βίας το πιο βαρύ σεξουαλικό έγκλημα που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη ζωή των γυναικών, αναιρεί την ελευθερία και αξιοπρέπεια τους, με καταστροφικές συνέπειες για την προσωπικότητα των ιδίων και των οικογενειων τους. 2. Χρειάζεται σφαιρική και συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος της σεξουαλικής βίας σε όλες του τις εκφάνσεις, μορφές και παραμέτρους. 3. Οι ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) που αφορούν στα σεξουαλικά αδικήματα έχουν ενταχθεί στο Μέρος IV με τον γενικό τίτλο «Ποινικά Αδικήματα που παραβλάπτουν το κοινό γενικά» και τον ειδικό τίτλο «Ποινικά Αδικήματα κατά των Ηθών». Στο πλαίσιο αυτό ποινικοποιούνται ο βιασμός, η αιμομιξία, η διαφθορά νεαρών γυναικών, η συνουσία μεταξύ ανδρών, η άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας και άλλα συναφή αδικήματα. Θεωρώ, ότι ο τίτλος του σχετικού Μέρους προσδίδει μια ηθική διάσταση στα προβλεπόμενα αδικήματα, η οποία, παρόλο που σαφώς υπάρχει, δεν αποτελεί από μόνη της το έννομο αγαθό που χρήζει προστασίας. Είναι γι’ αυτό που θεωρώ ότι το μέρος αυτό του Ποινικού Κώδικα που καλύπτει τα σεξουαλικά αδικήματα χρήζει εκσυγχρονισμού αφού δεν αντανακλά επαρκώς το έννομο αγαθό που προσβάλλεται με τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών. Και τούτο επειδή τα σεξουαλικά αδικήματα που προνοούνται δεν θίγουν πρώτιστα το κοινό γενικά ούτε τα ήθη, αλλά κατά κύριο λόγο την ελευθερία και αξιοπρέπεια των γυναικών, ως έννομο αγαθό που χρήζει προστασίας. 4. Η παρούσα περίπτωση υποδεικνύει ότι αποτελεί προτεραιότητα, επιβάλλεται θα έλεγα, η προστασία των γυναικών εκείνων που μακριά από την πατρίδα τους και αντιμέτωπες με χιλιάδες αντιξοότητες και πολυάριθμα προβλήματα, δίνοντας έναν αγώνα επιβίωσης, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλούς κινδύνους και τον εφιάλτη της σεξουαλικής βιας. Πηγή: Φιλελεύθερος