Αν ένας σύγχρονος Τζόζεφ Πιστόνε αποφάσιζε να διεισδύσει στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος της Νέας Υόρκης, σε μια σύγχρονη εκδοχή της επιχείρησης «Ντόνι Μπράσκο», η γλώσσα που θα έπρεπε να γνωρίζει άπταιστα δεν θα ήταν η ιταλική αλλά η αλβανική. Δεν θα είχε να κάνει με τη διαβόητη οικογένεια Μπονάνο, αλλά με κάποιο συνδικάτο σκληροτράχηλων Αλβανών, εκπαιδευμένων για πόλεμο στα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα των Βαλκανίων.
όπως γράφει σήμερα το «Βήμα της Κυριακής», ο υπόκοσμος της αμερικανικής μεγαλούπολης δεν έχει πλέον «γεύση» Ιταλίας:οι ιταλοί γκάνγκστερ, μετανάστες τρίτης και τέταρτης γενεάς, αντικαθιστώνται από Αλβανούς των οποίων η εγκληματική δράση στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Εχουν «διδακτορικό» στο λαθρεμπόριο και στη διακίνηση ναρκωτικών και δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ανελέητη βία. «Μην τα βάζετε με τους Αλβανούς» είναι άλλωστε το μότο τους.
Τον περασμένο Ιούλιο οι αμερικανικές αστυνομικές αρχές προχώρησαν στη σύλληψη 37 μελών της αλβανικής μαφίας, στο πλαίσιο μιας μεγάλης αστυνομικής επιχείρησης που διεξήχθη στη Νέα Υόρκη, στο Νιου Τζέρσεϊ, στο Κολοράντο και στη Φλόριδα. Ακολούθησε η άσκηση διώξεων, με μια σειρά βαρύτατων κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένου του λαθρεμπορίου και της παράνομης διακίνησης τεραστίων ποσοτήτων ναρκωτικών από το Μεξικό και άλλα κράτη.
Το εγκληματικό δίκτυο, που αποτελείτο από αρκετές αλληλοσυνδεόμενες αλβανικές φατρίες, εδώ και μία δεκαετία διαχειριζόταν μια επικερδή «επιχείρηση» εμπορίας ναρκωτικών πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με διεθνή παρουσία και δράση. Φερόμενος ως αρχηγός του αλβανικού συνδικάτου του εγκλήματος είναι ο Doc (γιατρός), ο οποίος με τη βοήθεια του ανιψιού του, γνωστού ως Juicehead (ντοπαρισμένος), και ενός συνεργάτη του ονόματι Βig Βrian (μεγάλος Μπράιαν), διακινούσε εκατοντάδες κιλά κοκαΐνης από τη Νότια Αμερική και μαριχουάνα από τον Καναδά και το Μεξικό, κρυμμένα σε μυστικούς, ειδικά διαμορφωμένους χώρους υπερπολυτελών αυτοκινήτων. Παράλληλα, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, ο Fat Αnge (χονδρός Αντζι) προμηθευόταν συνταγογραφούμενα χάπια από κλινικές στη Φλόριδα, ενώ ο Φρανκ Νέτι, ο Λάκι, ο Τζίμι, ο Πάντι και ο Τζόνι Τζ. είχαν αναλάβει την παράνομη διακίνησή τους.
Τα ψευδώνυμα και οι δραστηριότητές τους θυμίζουν την παλιά «καλή» ιταλική μαφία, με μία βασική διαφορά: όλοι οι προαναφερθέντες κακοποιοί είναι μετανάστες αλβανικής καταγωγής. Ο Doc αναγνωρίστηκε ως Τζαβίτ Θάκι και ο Juicehead ως Σκελκίμ Μπακράκι. Συγκεκριμένα ο Θάκι, 40 χρόνων, ο οποίος έχει περιγραφεί ως «εγκέφαλος» της αλβανικής μαφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, πιστεύεται ότι ελέγχει τους πυρήνες διανομής ναρκωτικών στις πέντε μεγάλες συνοικίες της Νέας Υόρκης και στο Ολμπανι. Ο 41χρονος εξάδελφός του Αρίφ Κούρτι ενορχήστρωνε τις επιχειρήσεις τού συνδικάτου από το κελί του στην Αλβανία. Με την ιταλική μαφία αποδυναμωμένη, οι αλβανοί «συνάδελφοί» τους έσπευσαν να αναπληρώσουν το κενό και έγιναν ο νέος «πονοκέφαλος» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών: έχουν κώδικα σιωπής, ισχυρούς δεσμούς με την πατρίδα, μακρύ ιστορικό σε βίαιες δολοφονίες και παγκόσμια εγκληματική δράση.
Οι αλβανικές συμμορίες άρχισαν να δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ξεκινώντας από απλές ληστείες και κλοπές. Ενδυναμωμένοι από μια έντονη εθνοτική συνείδηση, δημιούργησαν- στα βήματα της ιταλικής Κόζα Νόστρα- τις δικές τους εγκληματικές οργανώσεις, που χαρακτηρίζονται από ένα ισχυρό αίσθημα συλλογικής ταυτότητας, ενίοτε και πολιτικής ιδεολογίας. Διαβόητη για τις ωμές δολοφονίες εκδίκησης, τον σκληρό χαρακτήρα των μελών της και έναν κώδικα τιμής που κάνει την ομερτά να μοιάζει παιχνιδάκι, η αλβανική μαφία έχει αναλάβει τα ηνία της βίας στους δρόμους του Μεγάλου Μήλου.