Στην Αυστραλία, πολλοί θυμούνται ακόμα ότι σε κάθε προάστιο, σε κάθε επαρχιακή πόλη ήταν ένα ελληνικό καφέ ή μιλκ μπαρ (σέρβιραν -μεταξύ άλλων- μιλκ σέικ) που ήταν ανοιχτό συνέχεια, επτά ημέρες την εβδομάδα. Οι οικογενειακές αυτές επιχειρήσεις «μεταμόρφωσαν» την αυστραλιανή ποπ κουλτούρα.
Όπως επισημαίνουν ο ιστορικός Λέοναρντ Ζανιζέφσκι και η φωτογράφος Έφη Αλεξάκη στο βιβλίο τους «Ελληνικά Καφέ και Μιλκ Μπαρ της Αυστραλίας», αποδείχθηκαν ο «δούρειος ίππος» για την αμερικανοποίηση του φαγητού, των κοινωνικών και πολιτιστικών συνηθειών των Αυστραλών από τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην ουσία πουλούσαν το αμερικανικό όνειρο, ότι η ζωή μπορούσε να είναι καλύτερη, πλουσιότερη και πιο γεμάτη.
Η «χρυσή» περίοδος των ελληνικών καφέ ήταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι οικογένειες των Αυστραλών μπορούσαν να τρώνε φαγητά που τους ήταν οικεία, όπως μπριζόλα με αυγά και μιξ γκριλ, αλλά παράλληλα να διασκεδάζουν, εμβαπτιζόμενοι τη «μοντέρνα αμερικανική κουλτούρα». Να καθίσουν στα σεπαρέ και να θαυμάσουν την αμερικανική Αρτ Ντεκό αρχιτεκτονική, να απολαύσουν το εντυπωσιακό παγωτό «Αμερικανική Ομορφιά» ή να πιούν μία «αράχνη» (παγωτό μαζί με αναψυκτικό ή ανθρακούχο νερό) πριν πάνε στον διπλανό κινηματογράφο για να δουν την τελευταία ταινία από το Χόλιγουντ. Τη δεκαετία του ’40 έγιναν δημοφιλή τα αμερικανικά χάμπουργκερ και ο Τζιμ Τσαούσης πρόσφερε στο Aussie Cafe, στην πόλη Παρκς της Νέας Νότιας Ουαλίας, «Έξτρα Σπέσιαλ Αμερικανικά Χάμπουργκερ».
Όπως λέει η Μέρι Μακ Ντέρμοτ, που δούλευε σερβιτόρα σε αυτά τα μαγαζιά, «τα ελληνικά καφέ ήταν λίγο Χόλιγουντ, λίγο ζωή στην Αμερική… γι’ αυτό τα λέγανε Νιαγάρα, Μοντερέι, Καλιφόρνια και Γκόλντεν Γκέιτ!».
Σε γενικές γραμμές πρόσφεραν γρήγορη εξυπηρέτηση, διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, ανταγωνιστικές τιμές και μια αναγκαία διέξοδο για διασκέδαση, φαγητό, συζήτηση, ανεπίσημες και επίσημες συναντήσεις στις πόλεις, τα προάστια και τις επαρχιακές πόλεις.
Αναπολώντας τα ελληνικά καφέ το ’30 και το ’40 στη Νέα Νότια Ουαλία, ο Μέρβιν Κάμπελ δηλώνει: «Πολλές φορές θα είχες πεινάσει τη νύχτα, αν δεν υπήρχε ένα ελληνικό καφέ… Αλλά υπήρχε πάντα ένα ελληνικό να σου σερβίρει ένα μιξ γκριλ. Άνοιγαν στις 7 το πρωί και έκλειναν τα μεσάνυχτα. Το ελληνικό [καφέ] ήταν ανοιχτό σχεδόν συνέχεια. “Γεύματα όλες τις ώρες” ήταν το ελληνικό σλόγκαν… [Πρόσφεραν] αυστραλιανά γεύματα ένα ολοκληρωμένο μιξ γκριλ. Ζαμπόν και αυγά, μπέικον και αυγά, μια κρύα σαλάτα. [Οι ιδιοκτήτες] δεν παρουσίασαν κανενός είδους ελληνική μαγειρική…Είχαν εκπληκτική εξυπηρέτηση, πολλές ώρες λειτουργίας. Μπορούσες να φας, να συναντήσεις τα φιλαράκια σου, ή να πας με το κορίτσι σου για ραντεβού».
Ο Τζόζεφ Τομς, που σύχναζε στα ελληνικά καφέ στη νοτιοδυτική Νέα Νότια Ουαλία στα τέλη του ’40 και κατά τη διάρκεια του ’50 επισημαίνει σχετικά με τη σημασία τους για τις αγροτικές κοινότητες: «Εννιά στα δέκα καφέ στη νότια Ριβερίνα ήταν ελληνικά… Τα πιο δημοφιλή ονόματα για τα καφέ ήταν Σποτ, Κάπιτολ, Νιαγάρας και, βέβαια, λίγοι Παρθενώνες…Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αυστραλίας-δίνανε μια αίσθηση της κοινότητας, [καθώς] το κοινωνικό κέντρο της πόλης ήταν το ελληνικό καφέ».
«Οι Έλληνες ήταν πολύ, πολύ καλοί με το φαγητό και το καφέ… Πραγματικά ταίριαξα καλά με τις ελληνικές οικογένειες», θυμάται η Θέλμα Πίρσον, που δούλεψε ως σερβιτόρα σε ελληνικά καφέ στο Σίδνεϊ και την αγροτική Νέα Νότια Ουαλία τη δεκαετία του’ 40.
Για τη Θέλμα, τα ελληνικά καφέ έφεραν κοντά την τοπική κοινότητα. «Ήταν το κέντρο της κοινωνικής δραστηριότητας, ένα μέρος για να φας, να μιλήσεις και να ανήκεις… Εάν ήθελες να μάθεις τα τελευταία νέα θα πήγαινες στο καφέ. Οι Έλληνες τους ήξεραν όλους και τους εξυπηρετούσαν όλους με χαμόγελο. Σε έκαναν να νιώθεις σαν το σπίτι σου-όλοι ήταν μέρος της μεγάλης εκτεταμένης οικογένειας, που ήταν η τοπική κοινότητα».
Η Τζόαν Μαργαρίτης που δούλεψε στα ελληνικά καφέ στο Κουίνσλαντ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 επισημαίνει ότι «ένιωθες σαν το σπίτι σου σε ένα ελληνικό καφέ, ήταν το κεντρικό σημείο, όπου οι άνθρωποι συναντιούνταν. “Θα σε συναντήσω στους Έλληνες”», ήταν μια δημοφιλής φράση.
Η οικογένεια του Πίτερ Βενέρης είχε στην κατοχή της το καφέ Μπλου Μπερντ, στο Λοκχαρτ, στα νοτιοδυτικά της Νέας Νότιας Ουαλίας για περίπου 70 χρόνια και για τον ίδιο το καφέ ήταν το μέρος, όπου «χτυπούσε η καρδιά της πόλης».
Σημαντικό ήταν το προσωπικό κόστος για τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειες τους. Η Άννα Κομινάκης, που μεγάλωσε σε ένα καφέ το ’40 και το ’50 θυμάται: «Το καφέ ήταν περισσότερο σπίτι απ’ ότι η οικία, η ζωή ήταν εκεί [μέσα στο καφέ]. Νομίζω το σπίτι ήταν για ύπνο. Η μαμά περνούσε περισσότερες ώρες στο καφέ [απ’ ότι στο σπίτι]… όσο μεγάλωνα το μισούσα το καφέ».
«Ποτέ δεν πήγαμε διακοπές ως οικογένεια… σπάνια γιορτάζαμε γεγονότα- όλοι έπρεπε να δουλέψουν», διηγείται η Ευαγγελία Δασκαρόλης, η οικογένεια της οποίας είχε το Καφέ Πόπιουλαρ, στην Κοοταμούντρα, στη Νέα Νότια Ουαλία. Η οικογένεια της Κατερίνας Παξινός κατείχε το Ρεντ Σποτ Καφέ, στο Πορτ Αντελαΐντ, στη Νότια Αυστραλία, το ’50 και το ’60. Και αυτή ένοιωθε να την περιορίζει η υποχρέωση που είχε να βοηθήσει στο καφέ. «Ήθελα να είμαι σαν τα άλλα νέα κορίτσια, αλλά ήταν καθήκον μου να βοηθήσω».
Με μεγάλη θλίψη, ανάμεικτη με πικρία, διηγείται τη ζωή του στο Γκόλντεν Γκέιτ Καφέ, στην Κόουρα, στην Κεντροδυτική Νέα Νότια Ουαλία, ο Σέσιλ Πάρρις (Σοφοκλής Περήφανος). «Καμιά φορά νομίζω ότι συνελήφθην μόνο και μόνο για να μπορέσω να δουλέψω πίσω από τον πάγκο στο καφέ, είτε μου άρεσε, είτε όχι… Μόλις μπορούσε να κοιτάξω πάνω από τον πάγκο και να πω “ναι, παρακαλώ”, σε ηλικία 12 ετών, ξεκίνησα να δουλεύω στο μαγαζί. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να είμαι έφηβος… Με έσπρωξαν σε μια πρόωρη ενηλικίωση».
Η Μαρία Σουρής είχε μαζί με τον σύζυγο της καφέ από τις αρχές του ’40 μέχρι τις αρχές του ’80, στην βορειοανατολική Κουίνσλαντ. Συνοψίζει λακωνικά δεκαετίες ακατάπαυστης εξυπηρέτησης πελατών «δεν είχα τίποτα… δούλεψα σκληρά».
Πολλοί Έλληνες θεωρούσαν ότι ήταν στην Αυστραλία, αλλά δεν αποτελούσαν μέρος της. Παρόλο που παρείχαν στις πόλεις και στις αγροτικές περιοχές μια αίσθηση «κοινότητας», κατά κύριο λόγοι οι ελληνικές οικογένειες που είχαν τα καφέ ήταν κοινωνικά και φυλετικά στο περιθώριο. Επεισόδια με ρατσιστικά κοροϊδευτικά σχόλια και χρήση βίας σημειώθηκαν κατά διαστήματα, κυρίως κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Η Κυριακή Ορφανός περιγράφει εύγλωττα την κοινωνική και πολιτισμική σχέση της οικογένειας της με την ευρύτερη τοπική κοινότητα. «Το καφέ μας σίγουρα ήταν κεντρικό. Ήταν στην καρδιά της πόλης- ένα σημείο συνάντησης. Αλλά εμείς [η οικογένεια μου] δεν ήμασταν ποτέ μέρος αυτής [της ζωής της πόλης]…ήμασταν στην περιφέρεια… Το καφέ μας ήταν ορατό, αλλά εμείς ως οικογένεια, δεν ήμασταν».
Ωστόσο, κάποιοι Έλληνες όπως ο Τζιμ Γαβρίλης, ιδιοκτήτης του Ελίτ Καφέ, στο Δυτικό Κέμπσι, από το 1948 έως το 1983, ένιωσαν ευπρόσδεκτοι στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινότητα.
Παρόλο που τα ελληνικά καφέ εξαφανίζονται από το γαστρονομικό τοπίο της χώρας, η κοινωνικο-πολιτιστική κληρονομιά και επιρροή τους παραμένει μέρος της καθημερινότητας των Αυστραλών- όταν πίνουν μια Κόλα, πηγαίνουν σε φαστ φουντ, μασουλάνε μια σοκολάτα, απολαμβάνουν το παγωτό τους στο κινηματογράφο ή τραγουδάνε και χορεύουν το τελευταίο χιτ.
Η φωτογράφος Έφη Αλεξάκη και ο ιστορικός Λέοναρντ Ζανιζέφσκι βρίσκονται πίσω από το ερευνητικό πρόγραμμα «Με τη δική τους εικόνα: Ελληνο-Αυστραλοί». Ερευνούν το θέμα ων ελληνικών καφέ εδώ και περίπου 30 χρόνια και έχουν πάρει 2.000 συνεντεύξεις σε πέντε χώρες, έχουν βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες και έχουν συλλέξει αμέτρητες ιστορικές εικόνες. Η έκθεση τους «Πουλώντας το αμερικάνικο όνειρο: Τα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας» άνοιξε τις πύλες της το 2008 και περιοδεύει από τότε σε όλη την Αυστραλία.