Είναι πλέον σαφές ότι το πιο επικερδές έγκλημα που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να κερδοσκοπήσει στη Γουόλ Στριτ, αφήνοντας κατόπιν κυβέρνηση και επενδυτές να γλείφουν τις πληγές τους. Οι χρηματιστηριακές απάτες της Νέας Υόρκης μετρούν συνήθως αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια και δεν μοιάζουν με τα συνήθη οικονομικά εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς εδώ μιλάμε για χορούς αστρονομικών ποσών που εξασφαλίζουν ανείπωτη πολυτέλεια αλλά και ένα παράξενο καθεστώς ασυλίας. Στη μικρή ελίτ των αιμοβόρων λύκων της Γουόλ Στριτ τα ονόματα είναι τρανά και σπουδαία, καθώς μια τέτοιας έκτασης απάτη σε ενθρονίζει αναγκαστικά στην κορυφή του εγκληματικού κόσμου. Ονόματα βέβαια όπως του ιταλού εμιγκρέ Τσαρλς Πόνζι, που συνέλαβε την επιχειρηματική «πυραμίδα» και έκανε το όνομά του συνώνυμο της κομπίνας, αλλά και του Μπέρνι Μάντοφ, του επενδυτή που ενορχήστρωσε και εκτέλεσε ιδανικά τη μυθιστορηματικότερη κομπίνα στα χρηματιστηριακά χρονικά των ΗΠΑ, παραείναι γνωστά για να τα μνημονεύσουμε ξανά. Ας δούμε λοιπόν εξίσου ικανούς μεγαλοαπατεώνες που έφεραν τα πάνω κάτω τόσο στην αμερικανική οικονομία όσο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα…
Ο άρχων της στεγαστικής κρίσης Ρόλαντ Άρναλ
Η στεγαστική κρίση των ΗΠΑ του 2007-2008, η χειρότερη κατά πολλούς αναλυτές περιπέτεια της τοπικής οικονομίας μετά το Κραχ του 1929, έλαβε χώρα ως άλλη μια φούσκα που έσκασε στην αγορά ακινήτων λόγω των αθρόων στεγαστικών δανείων και των υποθηκών που έπαιρναν άνθρωποι χωρίς καμία πιστοληπτική ικανότητα. Παρά τον οφθαλμοφανή κίνδυνο, οι τράπεζες χορηγούσαν αβέρτα στεγαστικά δάνεια και ο δεύτερος μεγαλύτερος παίκτης των ενυπόθηκων δανείων ήταν πια η Ameriquest Mortgage Company, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Ρόλαντ Άρναλ το 1980. Η οποία είχε κατηγορηθεί βέβαια για αθέμιτες πρακτικές στην πολιτική δανεισμού ήδη από το 1996, αν και τίποτα το φοβερό δεν έγινε σε επίπεδο κυρώσεων. Κι έτσι το μοιραίο 2006, η χρονιά που οδήγησε στην κρίση της στεγαστικής πίστης του 2007, όχι λιγότεροι από 49 ορκωτές λογιστές ερευνούσαν τώρα εξονυχιστικά την Ameriquest φέρνοντας στο προσκήνιο αμέτρητες πρακτικά υποθέσεις κακών επιχειρηματικών τακτικών και δόλου, αφού ακόμα και παραχάραξη στοιχείων έκαναν οι υπάλληλοι για να εγκρίνονται τα δάνεια των πελατών τους. Για να σταματήσει μάλιστα το ξεσκόνισμα, η Ameriquest Mortgage συμφώνησε να πληρώσει αποζημιώσεις της τάξης των 325 εκατ. δολαρίων, αν και το πράγμα δεν θα τέλειωνε εδώ, καθώς η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων την επόμενη χρονιά θα έστελνε τη φίρμα στην πτώχευση, πουλώντας τα περιουσιακά της στοιχεία στη Citigroup. Οι έλεγχοι όμως δεν κόπασαν και το 2010 η παροπλισμένη Ameriquest συμφώνησε να πληρώσει άλλα 22 εκατ. δολάρια για την εμπλοκή της στη στεγαστική φούσκα. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Άρναλ δεν παραδέχτηκε ποτέ τις απατεωνιές του, αν και συμφώνησε να πληρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια για εγκλήματα που δεν είχε κάνει, κάτι που είναι κομματάκι περίεργο για αθώο άνθρωπο! Ό,τι κι αν λέει βέβαια, οι οίκοι αξιολόγησης και οι εισαγγελικές αρχές των ΗΠΑ τον κατηγόρησαν ότι στοίχισε αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια στους φορολογουμένους. Ο ίδιος απόλαυσε τη ζωή του χωρίς να μη συνέβαινε τίποτα και το 2004 ήταν μάλιστα ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του προέδρου Τζορτζ Μπους, ο οποίος τον αντάμειψε τον Αύγουστο του 2005 κάνοντάς τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ολλανδία! Ολοκληρώνοντας τη θητεία του το 2008, επέστρεψε στην Αμερική, όπου άφησε λίγο αργότερα την τελευταία του πνοή ως ελεύθερος, ωραίος και ζάμπλουτος…
Ο «λύκος της Γουόλ Στριτ» Τζόρνταν Μπέλφορτ
Ήταν το 1989 όταν ο 27χρονος Μπέλφορτ και ο συνεργάτης του Ντάνι Πόρους ξεκίνησαν τη χρηματιστηριακή Stratton Oakmont με την απατεωνιά στο μυαλό τους. Οι χρηματιστές δημιουργούσαν πλαστό ενδιαφέρον για μετοχές που ήδη κατείχαν, συμβούλευαν τους πελάτες τους να επενδύσουν και μόλις η τιμή της μετοχής άγγιζε ταβάνι, τα πουλούσαν όλα και έπαιρναν φυσικά και την προμήθειά τους ως μεσάζοντες! Μέχρι το 1992 η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τους είχε πάρει χαμπάρι και προσπάθησε να τους κλείσει, αν και οι αργόσυρτες διαδικασίες θα κρατούσαν δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι να απαγορευτεί ισοβίως στον Μπέλφορντ οποιαδήποτε χρηματιστηριακή πράξη. Η Stratton Oakmont υποχρεώθηκε να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά της στοιχεία το 1996 και οι δυο ιδρυτές υποχρεώθηκαν σε αποζημιώσεις δεκάδων εκατομμυρίων. Όταν το 1998 συνελήφθη ο οικονομικός απατεώνας, έκανε το αδιανόητο: καλωδιώθηκε για χάρη των ομοσπονδιακών Αρχών και κατέδωσε όλους τους αποκάτω του. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως σε σπείρες του οργανωμένου εγκλήματος! Η ανίερη συμφωνία του έπιασε όμως τόπο και ο Μπέλφορτ πέρασε μόλις 22 μήνες σε φυλακή-παράδεισο για υπεξαίρεση μεγαλύτερη από 200 εκατ. δολάρια (μπήκε στη φυλακή το 2003)! Παρά το γεγονός ότι καταδικάστηκε σε καταβολή αποζημιώσεων της τάξης των 110 εκατ. δολαρίων, μέχρι στιγμής έχει αποπληρώσει μόλις το 10% του ποσού, καθώς είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνο το 50% του τρέχοντος μισθού του, κι αυτό είναι όλο. Πλέον ζει στην Αυστραλία, για να μην πληρώνει ούτε τα ψίχουλα που του ζήτησαν, ζώντας μέσα στη χλιδή καθώς τα εκατομμύρια που τσέπωσε δεν τα επέστρεψε ποτέ. Αν θέλετε να δείτε την έξαλλη ζωή του την ώρα που ξαλάφρωνε τους επενδυτές του, ο Μάρτιν Σκορσέζε έχει μια καλή εικόνα, αφού πέρασε καιρό μελετώντας το πόνημα του Μπέλφορντ για να φτιάξει την ταινία του «Ο λύκος της Γουόλ Στριτ»…
Ο χαμένος τα παίρνει όλα Ιβάν Μπόσκι
Η εικόνα του αδίστακτου και άπληστου χρηματιστή σφυρηλατήθηκε λίγο πολύ από τον χαρακτήρα του Γκόρντον Γκέκο στο γνωστό φιλμ του Όλιβερ Στόουν «Wall Street» (1987), καθώς ο αντιήρωας βασίζεται στον πραγματικότατο και πραγματικά διαβόητο μεγαλοαπατεώνα Ιβάν Μπόσκι. Παιδί ρώσων εμιγκρέδων, ο Μπόσκι γεννήθηκε το 1937 στο Ντιτρόιτ και το μεγαλύτερό του κατόρθωμα ήρθε το 1962, όταν παντρεύτηκε την κόρη κροίσου της κτηματομεσιτικής και αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, άνοιξε τη δική του επενδυτική φίρμα το 1975 με κεφάλαιο 700.000 δολαρίων από τον πεθερό του, ο οποίος τον απεχθανόταν καθώς είχε διακρίνει ότι επρόκειτο για μεγάλο προικοθήρα. Ο Μπόσκι αποδείχτηκε όμως ανεπανάληπτος χρηματιστής και μέσα σε μια δεκαετία ήταν στην κορυφή του χρηματιστηριακού κόσμου. Αυτό που δεν λεγόταν βέβαια είναι ότι ο Μπόσκι είχε εσωτερική πληροφόρηση για τις φίρμες που ενδιαφερόταν, ξέροντας εκ των προτέρων όλες τις χρηματιστηριακές κινήσεις τους. Κι έτσι από δύο μόνο εξαγορές το 1984 έβγαλε 65 πανεύκολα εκατομμύρια (όταν η Chevron απέκτησε την Gulf και η Texaco την Getty), καθώς γνώριζε εκ των προτέρων τις κινήσεις που εκτόξευσαν τις μετοχές τους. Την επόμενη χρονιά καθάρισε άλλα 50 εκατομμυριάκια όταν η Philip Morris εξαγόρασε την General Foods και συνέχιζε ακάθεκτος τη σπουδαία χρηματιστηριακή του καριέρα, που τον είχε μετατρέψει σε γκουρού του επενδυτικού κόσμου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Μπόσκι ήταν ένας από τους πλουσιότερους Αμερικανούς, λέγοντας μάλιστα στον χαιρετισμό του κατά την έναρξη του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ στους νεαρούς φοιτητές: «Η απληστία είναι μια χαρά, παρεμπιπτόντως. Θέλω να το ξέρετε αυτό. Η απληστία είναι υγιής. Μπορείς να είσαι άπληστος και να συνεχίσεις να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου». Τον ίδιο μήνα βέβαια, ένας τύπος που πουλούσε στον Μπόσκι εσωτερική πληροφόρηση συνελήφθη και έδωσε αμέσως τον συνεταίρο του στο έγκλημα. Τον Σεπτέμβριο του 1986 ο πολύ σκληρός για πεθάνει απατεώνας έκανε συμφωνία με τις ομοσπονδιακές Αρχές και «έδωσε» 14 ανθρώπους σε τουλάχιστον πέντε χρηματιστηριακές. Κι έτσι έπεσε στα μαλακά, αφού καταδικάστηκε σε αποζημιώσεις της τάξης των 100 εκατ. δολαρίων, τριετή ποινή φυλάκισης και ισόβιο αποκλεισμό από την άσκηση του επαγγέλματός του. Αφού πέρασε 22 μήνες πίσω από τα κάγκελα και αποφυλακίστηκε πρόωρα λόγω καλής διαγωγής, είπε το 1991 να χωρίσει τη ζάμπλουτη σύζυγό του, η οποία συμφώνησε να του πληρώνει επίδομα διατροφής 180.000 δολαρίων τον χρόνο συν άλλα 23 εκατομμύρια εφάπαξ! Πλέον ζει στην έπαυλή του στο Σαν Ντιέγκο με τη νέα του σύζυγο…
Οι «βαρόνοι της χρεοκοπίας» Τζεφ Σκίλινγκ και Κένεθ Λέι
Η Enron άνοιξε τις πύλες της ως ένας μεγαλοπάροχος ενέργειας και διαπολιτειακών αγωγών το 1985 και είχε στο τιμόνι της τον Κένεθ Λέι. Ο πρόεδρος της φίρμας προσέλαβε το 1990 έναν νέο γενικό διευθυντή, τον Τζεφ Σκίλινγκ, για να επικεντρωθεί η εταιρία στη διάθεση προϊόντων σε απορρυθμισμένες αγορές. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της Enron υπήρξε αλματώδης και το ίδιο το περιοδικό «Forbes» την αντάμειψε με τον τίτλο της πιο καινοτόμας εταιρίας για τέσσερα συναπτά έτη (1996-2000). Η Enron έφτασε να γίνει η έβδομη μεγαλύτερη επιχείρηση των ΗΠΑ και ο έκτος μεγαλύτερος ενεργειακός πάροχος του κόσμου, σημειώνοντας το 2000 έσοδα της τάξης των 111 δισ. δολαρίων. Και τότε άρχισε η πτώση της! Το σημείο καμπής ήρθε το 2001, όταν η μετοχή της άρχισε να κατακρημνίζεται και τα δυο μεγαλοαφεντικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περισώσουν τη φήμη της. Ο Σκίλινγκ παραιτήθηκε αναπάντεχα από γενικός διευθυντής στις 14 Αυγούστου 2001 δίνοντας τη θέση του ξανά στον Λέι, ο οποίος οδήγησε τη φίρμα στη χρεοκοπία τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, προσελκύοντας όπως ήταν φυσικό τη μήνη αλλά και την έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το τι συνέβη στην Enron ήταν ένα σωστό σεμινάριο απάτης και σοφιστικέ οικονομικών εγκλημάτων, πάντα με σκοπό την εξαπάτηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Το περίτεχνο δίκτυο κομπίνας που είχε στήσει ο Σκίλινγκ ήδη από το 1992 διέφευγε της προσοχής των ομοσπονδιακών Αρχών και ήταν οι λογιστικές διευκολύνσεις που της παραχώρησε το κράτος αυτές που θα την έστειλαν στην επιχειρηματική κορυφή. Η Enron μπορούσε να διαπραγματεύεται χρήματα που δεν είχε, στη βάση εκτιμήσεων για τη μελλοντική της πορεία, κι έτσι δήλωνε έσοδα δισεκατομμυρίων και θριάμβευε συνεχώς στο χρηματιστήριο παρά το γεγονός ότι δεν είχε κέρδη. Η έβδομη μεγαλύτερη εταιρία των ΗΠΑ ήταν φούσκα! Όχι μόνο έχανε χοντρό παραδάκι, αλλά το έκρυβε κιόλας μέσα στο ευρύτατο δίκτυο των θυγατρικών της. Οι επενδυτές της Enron έχασαν περισσότερα από 63 δισ. δολάρια και οι Λέι και Σκίλινγκ κρίθηκαν ένοχοι τον Μάιο του 2006. Ο Λέι πέθανε βέβαια τον Ιούλιο, κι έτσι η καταδικαστική ετυμηγορία αποσύρθηκε (καθώς δεν θα μπορούσε να εφεσιβάλει την απόφαση). Ο Σκίλινγκ έφαγε 24 χρόνια, αν και το 2013 η ποινή του μειώθηκε στα 10 έτη, οπότε το 2017 θα είναι ελεύθερος και ωραίος. Ο Κένεθ Λέι καταχράστηκε 247 εκατ. δολάρια και άλλα 89 εκατ. ο Τζεφ Σκίλινγκ. Η Υπόθεση Enron χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο ότι «συμβολίζει περισσότερο από κάθε άλλη την ντροπή της επιχειρηματικής Αμερικής»…
Ο αήθης τραπεζίτης Άλεν Στάνφορντ
Ο τεξανός τραπεζίτης ίδρυσε τη Stanford International Bank το 1991 με έδρα το νησάκι της Καραϊβικής, Αντίγκουα. Μέχρι το 2008, όταν το success story του άγγιξε τον κολοφώνα του, ο Στάνφορντ είχε προσωπική περιουσία 2,2 δις. δολαρίων και φιγούραρε πια στις λίστες με τους πλουσιότερους Αμερικανούς. Τώρα είχε ιδιωτικό νησί και ζούσε μέσα σε απίστευτη χλιδή και εκζήτηση, πληρώνοντας ακόμα και 12 εκατ. δολάρια για να επιμηκύνει το σκάφος του κατά δύο ολόκληρα μέτρα! Ακόμα και κάστρο έχτισε στη Φλόριντα με 57 δωμάτια, το οποίο έπειτα από έναν χρόνο που το βαρέθηκε, το γκρέμισε. Έτσι ζούσε τη ζωή του ο κροίσος μέχρι τη στεγαστική κρίση του 2007, όταν οι ομοσπονδιακές Αρχές άρχισαν να ερευνούν τις επιχειρήσεις του. Αποδείχτηκε λοιπόν ότι ο μεγαλοτραπεζίτης είχε στήσει μια απάτη-«πυραμίδα» και τον Ιούνιο του 2009 συνελήφθη, καθώς φαινόταν ότι είχε υπεξαιρέσει κάπου 7,2 δισ. δολάρια από περισσότερους από 20.000 επενδυτές στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Ακόμα χειρότερο ήταν το σκάνδαλο ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φαινόταν να γνωρίζει τις παράνομες επιχειρηματικές κινήσεις του ήδη από το 1997, αν και οι διασυνδέσεις του με την πολιτικο-οικονομική ελίτ των ΗΠΑ κρατούσε τα ελεγκτικά στόματα κλειστά. Ο Στάνφορντ καταδικάστηκε στις 13 από τις 14 υποθέσεις που κατηγορήθηκε και η ποινή του περιλάμβανε κάθειρξη 110 ετών και καταβολή αποζημιώσεων της τάξης των 5,9 δισ. δολαρίων! Ο πρώην τραπεζίτης συνεχίζει να υποστηρίζει την αθωότητά του και αρνείται να επιστρέψει τη λεία του. Η μαζική επενδυτική απάτη του που περιλάμβανε εξαπάτηση χιλιάδων επενδυτών σε περισσότερες από 100 χώρες θα του έφερνε τον τίτλο του «μικρού Μάντοφ»…