Ο στρατός της Βραζιλίας διαβεβαίωσε χθες Παρασκευή ότι θα ενεργήσει σεβόμενος το Σύνταγμα για να εγγυηθεί τη σταθερότητα της χώρας όπου η πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ, αντιμέτωπη με μια μείζονα πολιτική κρίση, κατήγγειλε μια απόπειρα «θεσμικού πραξικοπήματος» από μέρους της αντιπολίτευσης.
«Θα ενεργήσουμε εντός του αυστηρού νομικού πλαισίου, από το Σύνταγμα ως τους νόμους, και πάντοτε κατόπιν της έκκλησης κάποιας από τις εξουσίες της Δημοκρατίας» της Βραζιλίας, υπογράμμισε ο στρατηγός Εντουάρντου Βίλας Μπόας, μιλώντας σε μια εκπομπή υπό τον τίτλο «Ο διοικητής απαντά» που παράγεται για λογαριασμό των ένοπλων δυνάμεων και μεταδίδεται μέσω YouTube.
Ο στρατηγός επικαλέστηκε το άρθρο 142 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι οι ένοπλες δυνάμεις δρουν υπό τις εντολές της προεδρίας.
«Θα συμβάλλουμε στη διατήρηση της σταθερότητας», καθώς οι θεσμοί αναζητούν έναν τρόπο εξόδου από την «οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση» με την οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα, πρόσθεσε ο ανώτατος αξιωματικός των ένοπλων δυνάμεων της Βραζιλίας.
Η πρόεδρος βρέθηκε μετά την επανεκλογή της ενώπιον μιας οξείας πολιτικής κρίσης, εν μέσω αλλεπάλληλων αποκαλύψεων για το σκάνδαλο διαφθοράς στην δημόσια επιχείρηση πετρελαίου Petrobras, που πλήττει πολλά στελέχη της συμπολίτευσης, κι ενώ η Βραζιλία συνεχίζει να πλήττεται για δεύτερη χρονιά από μια βαθιά ύφεση της οικονομίας.
Η Ρουσέφ κατήγγειλε την Τρίτη με έντονο τρόπο στη Μπραζίλια μια απόπειρα «πραξικοπήματος» της αντιπολίτευσης, καθώς μια επιτροπή της Βουλής εξετάζει το ενδεχόμενο να προτείνει στην ολομέλεια να ψηφίσει επί της πρότασης αποπομπής της από το αξίωμα.
Η δεξιά αντιπολίτευση κατηγορεί την πρόεδρο ότι παραποίησε τα στοιχεία σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, και ιδίως για το δημόσιο έλλειμμα, ώστε να διευκολυνθεί η επανεκλογή της στο αξίωμα το 2014.
«Δεν συγκρίνω αυτό εδώ το πραξικόπημα με τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του παρελθόντος, αλλά θα αποτελούσε μια ρήξη της συνταγματικής τάξης της Βραζιλίας», επέμεινε σε μια συνέντευξη που έδωσε την Πέμπτη σε πέντε διεθνείς εφημερίδες, ανάμεσά τους τη Guardian και τη New York Times, η Ρουσέφ, άλλοτε αντάρτισσα που είχε φυλακιστεί και βασανιστεί κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της στρατιωτικής δικτατορίας (1964-85).