Οι δολοφονίες υπερδιπλασιάστηκαν από το 2006 στο Μεξικό, με το σύνολό τους το 2010 να ανέρχεται σε 24.374, αριθμό που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ, σύμφωνα με το μεξικανικό εθνικό γεωγραφικό και στατιστικό ινστιτούτο (Inegi).
Ο αριθμός αντιστοιχεί σε έναν δείκτη 22 ανθρωποκτονιών ανά 100.000 κατοίκους από τις 10/100.000 που καταγράφονταν το 2006, προτού ο συντηρητικός πρόεδρος Φελίπε Καλδερόν κηρύξει το λεγόμενο «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με την εμπλοκή δεκάδων χιλιάδων ανδρών του στρατού, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στις αρχές της χρονιάς, ο αριθμός των θανάτων που συνδέονται άμεσα με την δράση των συμμοριών που διακινούν ναρκωτικά ή με επιχειρήσεις των υπηρεσιών ασφαλείας εναντίον των καρτέλ ξεπέρασε τους 15.000 το 2010.
Οι πολιτείες που υφίστανται το πιο σφοδρό κύμα ανθρωποκτονιών βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χώρας: 139 δολοφονίες ανά 100.000 κατοίκους καταγράφονται στην Τσιουάουα, πολιτεία όπου υπάγεται διοικητικά η Σιουδάδ Χουάρες, η πόλη που δοκιμάζεται περισσότερο από το κύμα εγκληματικότητας, και 91/100.000 στη Σιναλόα, προπύργιο ενός ισχυρού καρτέλ των ναρκωτικών.
Αντίθετα, η μεξικανική πολιτεία με το χαμηλότερο δείκτη είναι το Γιουκατάν, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, με 2/100.000.
Στην πρωτεύουσα, το λεγόμενο Ομοσπονδιακό Διαμέρισμα, ο αριθμός των ανθρωποκτονιών παραμένει σταθερός, με 2.096 να καταγράφονται το 2010 έναντι 2.016 το 2005.
Στο σύνολο του Μεξικού, ο αριθμός των δολοφονιών από τις 8.867 το 2007 έφθασε τις 14.006 το 2008 και τις 19.803 το 2009.
Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, πάντως, το Μεξικό εξακολουθεί να βρίσκεται περί το μέσον της κατάταξης σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ανθρωποκτονιών: είναι χαμηλότερος από ό,τι στην Ονδούρα (58 ανά 100.000 κατοίκους), στο Σαλβαδόρ (52) και στη Βενεζουέλα (47), σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS).