Την εκτίμησή του πως το Ισλαμικό Κράτος με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην καρδιά του Παρισιού θέλουν να προκαλέσουν εσωτερικές αναταραχές και εμφύλιο στη Γαλλία εκφράζει με άρθρο του στη γαλλική Le Monde ο καθηγητής στο Ινστιτούτο πολιτικών σπουδών του Παρισιού και ειδικός για το ισλάμ και τον σύγχρονο αραβικό κόσμο, Ζιλ Κεπέλ.
Διαβάστε την ανάλυση του Ζιλ Κεπέλ
Οι χθεσινές (Σάββατο 14/11) τρομοκρατικές επιθέσεις δεν με αιφνιδίασαν -δυστυχώς. Εδώ κι ένα χρόνο, το Ισλαμικό Κράτος ζητά να γίνει επίθεση στη Γαλλία. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, ο Αμπού Μοχάμεντ Ελ Αντνάνι, εκπρόσωπος της οργάνωσης, ζήτησε από τους οπαδούς της να επιτεθούν στους Δυτικούς παντού, και κυρίως να επιτεθούν στους «βρώμικους και κακούς Γάλλους». Η απειλή αυτή έχει επαναληφθεί πολλές φορές από Γάλλους που έφυγαν για τη Συρία. Μετά τις επιθέσεις στο Charlie Hebdo, ο Σαλίμ Μπεν Γκαλέμ, ο Γάλλος που βρίσκεται ιεραρχικά πιο ψηλά στο Ισλαμικό Κράτος, ζητούσε να δολοφονηθεί οποιοσδήποτε Γάλλος.
Οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου, όμως, σηματοδοτούν ένα νέο επίπεδο της τρομοκρατικής δράσης. Στην περίπτωση του Charlie Hebdo και του εβραϊκού παντοπωλείου, τα θύματα ήταν συγκεκριμένα και είχαν μπει στο στόχαστρο για συγκεκριμένους λόγους. Οι συνεργάτες του Charlie ήταν «ισλαμόφοβοι». Οι μουσουλμάνοι αστυνομικοί που φορούσαν γαλλική στολή ήταν «αποστάτες». Οι πελάτες του εβραϊκού παντοπωλείου ήταν εβραίοι. Σήμερα, όπως το διατύπωσε ο Αμεντί Κουλιμπαλί όταν συνέλαβε ομήρους στο παντοπωλείο, κάθε πολίτης που πληρώνει φόρους είναι κατά την άποψή του υπεύθυνος για τη δράση της κυβέρνησής του. Και άρα αποτελεί έναν θεμιτό στόχο.
Ο βασικός στόχος του Ισλαμικού Κράτους είναι να προκαλέσει έναν εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Η στρατηγική αυτή ακολουθείται από το 2005, και την περιέγραψε ο Αμπού Μουσάμπ Αλ Σούρι στην περίφημη «Έκκληση για την παγκόσμια ισλαμική αντίσταση»: Ο πολλαπλασιασμός των τυφλών επιθέσεων θα οδηγήσει σε λιντσαρίσματα μουσουλμάνων, σε επιθέσεις εναντίον τζαμιών, σε κακοποιήσεις μαντηλοφορεμένων γυναικών και γενικότερα, σε αιματηρές συγκρούσεις που θα προκαλέσουν αναστάτωση σε όλη την Ευρώπη, το μαλακό υπογάστριο της Δύσης. Σε αυτή την παγκόσμια στρατηγική εντάσσονται και οι χθεσινές επιθέσεις. Στο στόχαστρό τους όμως βρίσκονται αδιακρίτως οι νέοι, μεταξύ των οποίων μπορεί να βρίσκεται κι ένα κομμάτι των ομοθρήσκων των τζιχαντιστών, τους οποίους θέλουν να στρατολογήσουν. Ίσως εκεί να βρίσκεται το στρατηγικό λάθος. Γιατί όλο το πρόβλημα της τρομοκρατίας είναι να προσελκύσει τις μάζες με το μέρος της. Αν δεν το καταφέρουν, τότε αποτυγχάνουν πολιτικά, όπως έγινε στην Αλγερία το 1997, αλλά και μετά τις επιθέσεις της αλ Κάιντα. Αντίθετα λοιπόν με αυτό που υποστήριξε ο Εμανουέλ Τοντ και όλοι εκείνοι που επέκριναν τις διαδηλώσεις της 11ης Ιανουαρίου, η εθνική ενότητα είναι η μόνη αρμόζουσα πολιτική απάντηση, ακριβώς επειδή οι τρομοκράτες προσπαθούν να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία.
Η πραγματική δύναμη του τζιχάντ τρίτης γενιάς είναι η βάση του στο Ιράκ και τη Συρία. Ίσως αυτή τη φορά οι τρομοκράτες να υπερτίμησαν τις δυνάμεις τους. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι είχαν θεωρήσει την 11η Σεπτεμβρίου μια υπερβολική κίνηση του μπιν Λάντεν, αφού έδωσε τη δυνατότητα στον Τζορτζ Μπους να καταστρέψει στρατιωτικά την αλ Κάιντα. Αν σήμερα κινητοποιηθούν τα στρατιωτικά μέσα της Δύσης για να καταστρέψουν το Ισλαμικό Κράτος, το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς αυτό. Είναι δυνατόν μερικές χιλιάδες τζιχαντιστές να αντισταθούν σε μια συμμαχία που περιλαμβάνει τους ισχυρότερους στρατούς του κόσμου;