Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εκφράζουν την «εύλογη βεβαιότητα» πως μια επίθεση ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους (drone) της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ σκότωσε τον «Τζιχάντι Τζον», βρετανό υπήκοο και μέλος του Ισλαμικού Κράτους που εμφανίζεται στα βίντεο με τις εκτελέσεις των ομήρων της οργάνωσης, ανέφερε ο συνταγματάρχης Στίβεν Γουόρεν, εκπρόσωπος του Πενταγώνου και της δυτικής συμμαχίας (υπό την ηγεσία των ΗΠΑ) που μάχεται το Ισλαμικό Κράτος.
Σε συνέντευξη Τύπου ο Γουόρεν δήλωσε πως ο Μοχάμεντ Εμουάζι –πραγματικό όνομα του «Τζιχάντι Τζον»– πιστεύεται ότι σκοτώθηκε κατά την επιδρομή στην πόλη Ράκα, ντε φάκτο πρωτεύουσα της οργάνωσης στη βόρεια Συρία, αλλά επισήμανε ότι ο στρατός αναμένει την οριστική επιβεβαίωση.
Όπως τόνισε ο «Τζιχάντι Τζον» ήταν το «μόνο πρόσωπο υψηλού ενδιαφέροντος» που στοχοθετήθηκε στην αεροπορική επίθεση στην Ράκα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Πενταγώνου που δόθηκε νωρίτερα στη δημοσιότητα, «ο Εμουάζι, βρετανός πολίτης, εμφανίσθηκε στα βίντεο που δείχνουν τις δολοφονίες των αμερικανών δημοσιογράφων Στίβεν Σότλοφ και Τζέιμς Φόλεϊ, του εργαζόμενου σε ανθρωπιστική οργάνωση Αμπντούλ-Ραχμάν Κάσιγκ, των βρετανών μελών ανθρωπιστικών οργανώσεων Ντέιβιντ Χέινς και Αλαν Χένινγκ, του ιάπωνα δημοσιογράφου Κένζι Γκότο και ορισμένων άλλων ομήρων»
Ο Μοχάμεντ Εμουάζι, προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών από το Λονδίνο, γεννήθηκε στο Κουβέιτ, σε απάτριδα οικογένεια με καταγωγή από το Ιράκ. Οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στη Βρετανία το 1993, αφού έχασαν κάθε ελπίδα να λάβουν υπηκοότητα στο Κουβέιτ.
Την ίδια στιγμή, ο θάνατος του Βρετανού δήμιου του Ισλαμικού Κράτους, θα ήταν μια «μικρή παρηγοριά» για τους γονείς του δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ όμως «δεν πρόκειται να φέρει πίσω» τον γιο τους, τον οποίο αποκεφάλισε ο τζιχαντιστής.
«Είναι μια μικρή παρηγοριά η πληροφορία ότι ο Τζιχάντι Τζον σκοτώθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση» ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους οι γονείς του Φόλεϊ, οι οποίοι είχαν αμφισβητήσει την τακτική που ακολουθεί η Ουάσινγκτον να μην διαπραγματεύεται με τους απαγωγείς για τη διάσωση των ομήρων.
«Ο θάνατός του δεν θα αναστήσει τον Τζιμ. Αν είχαν γίνει εξίσου πολλές προσπάθειες για να βρουν και να σώσουν τον Τζιμ και τους άλλους ομήρους, οι οποίοι εκτελέστηκαν στη συνέχεια από την οργάνωση ΙΚ, ασφαλώς σήμερα θα ήταν ζωντανοί», προσθέτουν η Νταϊάν και ο Τζον Φόλεϊ.
Από την πλευρά της, η χήρα ενός άλλου θύματος του κατά κόσμον Μοχάμεντ Εμουάζι, δήλωσε ότι «θα προτιμούσε να συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη».
«Πληροφορήθηκα την είδηση αλλά δεν αισθάνθηκα καμία ανακούφιση γιατί ο άνδρας μου, ο Ντέιβιντ, δεν θα γυρίσει πίσω», είπε η Ντραγκάνα Προβάνοβιτς Χέινς, ο Βρετανός σύζυγός της οποίας απήχθη και εκτελέστηκε πέρσι από το Ισλαμικό Κράτος.
Ο Τζιχάντι Τζον είχε εμφανιστεί σε πάρα πολλά βίντεο της τζιχαντιστικής οργάνωσης να εκτελεί τους ομήρους, μεταξύ των οποίων τους Αμερικανούς δημοσιογράφους Τζέιμς Φόλεϊ και Στίβεν Σότλοφ και τους Βρετανούς εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις Ντέιβιντ Χέινς και Άλαν Χένινγκ.
Μιλώντας από το Σίσακ της Κροατίας, όπου ζει η Ντραγκάνα με την 5χρονη κόρη της, είπε πάντως ότι αισθάνεται «ξαλαφρωμένη» γιατί αν ο Εμουάζι είναι νεκρός «δεν θα βασανίσει και δεν θα σκοτώσει κανέναν άλλον». Σημείωσε όμως ότι προς το παρόν η Σκότλαντ Γιαρντ δεν της έχει επιβεβαιώσει ότι έχει πεθάνει.
«Θα προτιμούσα να τον έχουν συλλάβει ζωντανό και να τον οδηγήσουν ενώπιον της δικαιοσύνης και μπροστά στις οικογένειες των θυμάτων του. Ήταν ένα τέρας, όμως δεν ήταν παρά μόνο η κορυφή του παγόβουνου αφού υπάρχουν πολλοί άλλοι σαν αυτόν και θα πρέπει να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες για να εξαλειφθεί ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός», πρόσθεσε.
Ο Μοχάμεντ Εμουάζι γεννήθηκε στο Κουβέιτ από ιρακινούς γονείς. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Βρετανία το 1993, αφού δεν υπήρχε ελπίδα να πάρει την κουβεϊτιανή υπηκοότητα.
Απευθυνόμενη στην οικογένεια του Εμουάζι, η Ντραγκάνα είπε ότι «θα ήθελε να μπορούσε να τους πει ότι λυπάται για τον θάνατό του».
«Όμως δεν λυπάμαι. Θλίβομαι μόνο που χάσατε τον γιο σας όταν μεταμορφώθηκε σε ένα τέρας που προκάλεσε τόσο πόνο σε πολλές οικογένειες σε όλον τον κόσμο», κατέληξε.