Ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας (2003-2010) Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα δήλωσε χθες Παρασκευή ότι είναι έτοιμος να «μπει στη μάχη» των προεδρικών εκλογών για να αποτρέψει την ήττα του Κόμματος Εργατών (PT, κεντροαριστερά).
«Δεν μπορώ να πω εάν θα είμαι ή δεν θα είμαι υποψήφιος, ειλικρινά ελπίζω να είναι άλλοι», δήλωσε ο Λούλα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης που παραχώρησε σε ένα ραδιοσταθμό στη Μίνας Ζεράις (νοτιοανατολική Βραζιλία). Αλλά «εάν η αντιπολίτευση πιστεύει ότι θα κερδίσει, ότι δεν θα χρειαστεί καν να δώσει αγώνα και ότι το PT είναι τελειωμένο, μπορεί να είναι σίγουρη ότι αν είναι ανάγκη, θα μπω στη μάχη και θα εργαστώ ώστε η αντιπολίτευση να μην κερδίσει», πρόσθεσε.
Ο 69χρονος χαρισματικός πρώην πρόεδρος, πρώην εργάτης και συνδικαλιστής, εγκατέλειψε την εξουσία το 2010, με τη δημοτικότητά του στο 80%, χάρη στα κοινωνικά προγράμματα που επέτρεψαν σε 40 εκατομμύρια Βραζιλιάνους να βγουν από την ανέχεια. Εκείνη τη χρονιά, η βραζιλιάνικη οικονομία κατέγραφε ταχεία ανάπτυξη, με ρυθμό 7,5%.
Αλλά εν έτει 2015, το PT διανύει τη 13η χρονιά στην εξουσία μέσα σε μια πολύ δυσμενή πολιτική και οικονομική συγκυρία.
Ο συνασπισμός της κεντροαριστεράς υπό την 67χρονη πρόεδρο Ντίλμα Ρουσέφ, την πολιτική κληρονόμο του Λούλα, πρώην αντάρτισσα που είχε βασανιστεί επί δικτατορίας (1964-85), έχει βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς στην δημόσια επιχείρηση πετρελαίου Petrobras, ενώ η οικονομία της Βραζιλίας εισήλθε σε ύφεση.
Η δημοτικότητα της Ρουσέφ έχει κατακρημνιστεί στο 8%, γεγονός που σημαίνει ότι η πρόεδρος είναι η λιγότερο δημοφιλής της τελευταίας 30ετίας, πριν καν συμπληρωθούν οκτώ μήνες από την επανεκλογή της για δεύτερη τετραετή θητεία.
Αν και ο Λούλα και η Ρουσέφ δεν έχουν εμπλακεί προσωπικά στο σκάνδαλο διαφθοράς στην Πετρομπράς, ορισμένοι στην αντιπολίτευση καλούν να αποπεμφθεί η πρόεδρος, ενώ υπάρχουν και άλλες, ιδιαίτερα μειοψηφικές φωνές, που έχουν καλέσει να επιβληθεί εκ νέου δικτατορία, εξαιτίας του σκανδάλου.
Βραζιλιάνοι εισαγγελείς ερευνούν την τρέχουσα περίοδο εάν ο Λούλα χρησιμοποίησε τη διεθνή του επιρροή προς όφελος της Odebrecht —της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρείας της Λατινικής Αμερικής, η οποία έχει εμπλακεί στο σκάνδαλο Πετρομπράς— προκειμένου να αποσπάσει συμβάσεις στην Αφρική από το 2011 ως το 2014.