Νοτιοσουδανοί στρατιώτες συνέθλιψαν με άρματα μάχης αμάχους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν επιστρέφοντας για να ελέγξουν ότι όντως ήταν νεκροί, διέπραξαν ομαδικούς βιασμούς σε δημόσιους χώρους και έκαψαν ανθρώπους ζωντανούς, όπως καταγγέλλει σήμερα η ανθρωπιστική οργάνωση Human Rights Watch (HRW).
Η οργάνωση έχει στην κατοχή της φρικτές καταγγελίες για ωμότητες που έχουν διαπράξει οι κυβερνητικές δυνάμεις στη διάρκεια του συνεχιζόμενου πολέμου, που μετρά 19 μήνες και οι οποίες συνιστούν εγκλήματα πολέμου.
«Καταδίωκαν με τα άρματα μάχης τους πολίτες και στη στη συνέχεια, αφού τους παρέσυραν, περνούσαν ξανά από πάνω τους για να βεβαιωθούν ότι είναι νεκροί», κατήγγειλε στην οργάνωση μία αυτόπτης μάρτυρας. Οι επιθέσεις, όπως καταγγέλλεται, πραγματοποιήθηκαν από τους κυβερνητικούς στρατιώτες και από μία συμμαχική τους πολιτοφυλακή από την φυλή Μπουλ Νούερ.
Μία άλλη αυτόπτης μάρτυρας, μία 30χρονη γυναίκα, κατήγγειλε ότι στρατιώτες που επέβαιναν σε άρμα μάχης καταδίωξαν τον ανιψιό της.
«Τον είδα… τον συνέθλιψε προτού φθάσει στο ποτάμι… μαζί τρέχαμε, έτρεχε για να κρυφτεί», είπε η ίδια στην HRW.
Μία άλλη γυναίκα περιέγραψε πώς βρήκε τα πολτοποιημένα πτώματα δύο ανδρών συγγενών της.
«Τα πτώματά τους ήταν πολτοποιημένα», όπως περιγράφει στη μαρτυρία της, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση της HRW με τίτλο «They Burned it All» («Έκαψαν τα Πάντα»).
Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με 174 θύματα και αυτόπτες μάρτυρες από το πεδίο της μάχης στη βόρεια πολιτεία Γιούνιτι.
Άμαχοι έτρεχαν να κρυφτούν στους βάλτους, αλλά οι στρατιώτες τους κυνηγούσαν χρησιμοποιώντας αμφίβια τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβολώντας με αυτόματα όπλα τις κρυψώνες τους.
Κάποια θύματα περιγράφουν σκηνές με κυβερνητικούς στρατιώτες να ευνουχίζουν έναν άνδρα και ένα 15χρονο αγόρι, στο πλαίσιο της επιχείρησης εκδίωξης των κατοίκων από τα χωριά τους, αναφέρει η έκθεση.
Σε αυτήν καταγγέλλονται δολοφονίες «αμάχων γυναικών και ανδρών, περιλαμβανομένων παιδιών και ηλικιωμένων: κάποιους τους απαγχόνιζαν, άλλους τους πυροβολούσαν και άλλους τους έκαιγαν ζωντανούς».
Στην έκθεσή της, η οργάνωση καταγράφει 63 περιπτώσεις βιασμών επισημαίνοντας ότι πρόκειται μόνο για ένα «τμήμα» του συνολικού αριθμού. «Περιλαμβάνουν φρικτούς ομαδικούς βιασμούς, που σημειώθηκαν δημοσίως, ενώπιον άλλων ανθρώπων, και βιασμούς κατά τους οποίους τα θύματα απειλούνταν με θάνατο προτού βιαστούν».
«Ένας άνδρας μού έβαλε ένα όπλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και είπε “Δες πώς θα βιάσουμε την κόρη σου”. Με υποχρέωσαν να καθίσω στο πάτωμα, σε κοντινή απόσταση από το σημείο όπου βίαζαν την κόρη μου και με χτυπούσαν με ένα ραβδί. Όταν τελείωσαν βίασαν και την μεγαλύτερη κόρη μου», καταγγέλλει μία γυναίκα. Μία άλλη περιγράφει ότι οι στρατιώτες «με βίασαν μόνο μία φορά επειδή είδαν ότι είχα πρόσφατα γεννήσει».
Η κυβέρνηση του Νοτίου Σουδάν δεν έχει ακόμη απαντήσει, αλλά έχει δηλώσει ότι ερευνά επίσης μία πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ για ωμότητες που φέρεται ότι διέπραξαν στρατιώτες της, περιλαμβανομένων καταγγελιών για βιασμό κοριτσιών τα οποία στη συνέχεια έκαιγαν ζωντανά.
Ο εμφύλιος στο Νότιο Σουδάν ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2013, όταν ο πρόεδρος Σάλβα Κιλ κατηγόρησε τον πρώην αναπληρωτή πρόεδρό του, τον Ρικ Μασάρ, ότι σχεδίαζε πραξικόπημα, ανοίγοντας έτσι έναν κύκλο δολοφονιών αντιποίνων.
Η κυβερνητική πλευρά, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν (SPLA), ξεκίνησε ευρεία επιχείρηση εναντίον των δυνάμεων των ανταρτών τον Απρίλιο, με σφοδρές συγκρούσεις να σημειώνονται στη Γιούνιτι, κάποτε σημαντική πετρελαιοπαραγωγό περιοχή.
Οι δυνάμεις των ανταρτών έχουν κατηγορηθεί επίσης για ωμότητες, περιλαμβανομένων βιασμών και ανθρωποκτονιών και -όπως ισχύει και για τις κυβερνητικές δυνάμεις- την στρατολόγηση παιδιών στρατιωτών.