Η Αίγυπτος έχει τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων δημοσιογράφων από τότε που ξεκίνησαν να κρατούνται αρχεία, τους οποίους στέλνει στη φυλακή χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας με στόχο την καταστολή των ελευθεριών του Τύπου, ανακοίνωσε σήμερα η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ).
Απογραφή που διενήργησε η CPJ στις φυλακές την 1η Ιουνίου κάνει λόγο για 18 αιγύπτιους δημοσιογράφους οι οποίοι κρατούνται για λόγους που συνδέονται με ρεπορτάζ τους – ο μεγαλύτερος αριθμός φυλακισμένων δημοσιογράφων στην Αίγυπτο από το 1990 που η CPJ ξεκίνησε να κρατάει σχετικά αρχεία.
«Η απειλή φυλάκισης στην Αίγυπτο εντάσσεται σε ένα κλίμα άσκησης πίεσης από την πλευρά των αρχών προς μέσα ενημέρωσης για λογοκρισία των επικριτικών φωνών και για έκδοση διαταγής για την φίμωσή τους όταν πρόκειται για ευαίσθητα θέματα», αναφέρει η Επιτροπή σε έκθεσή της που δημοσιεύεται σήμερα.
Ο Χαλίντ αλ-Μπάλσι, επικεφαλής της επιτροπής ελευθεριών του αιγυπτιακού συνδικάτου Τύπου, δήλωσε ότι ο αριθμός των φυλακισμένων δημοσιογράφων είναι μεγαλύτερος, ανεβάζοντάς τον σε 30.
«Πρόκειται για το χειρότερο κλίμα για τη δημοσιογραφία στην ιστορία της Αιγύπτου», είπε ο ίδιος στο Reuters.
Το Reuters δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τον αριθμό των φυλακισμένων δημοσιογράφων στη χώρα.
Οι περισσότεροι από τους φυλακισμένους δημοσιογράφους κατηγορούνται από την κυβέρνηση ότι ανήκουν ή ότι συνδέονται με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, τους οποίους το Κάιρο χαρακτηρίζει τρομοκρατική οργάνωση, σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ).
Οι αρχές υποστηρίζουν ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια και αρνούνται τις κατηγορίες για κακοποιήσεις. Κάποιοι από τους δημοσιογράφους αρνούνται τις κατηγορίες για σχέσεις τους με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
«Αυτοί οι αριθμοί δεν είναι ακριβείς και αυτή η έκθεση δεν είναι αντικειμενική», δήλωσε στο Reuters κυβερνητική πηγή και πρόσθεσε ότι όλοι οι φυλακισμένοι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για ποινικά αδικήματα και δεν βρίσκονται στη φυλακή για πολιτικούς λόγους ή για λόγους που συνδέονται με την ελευθερία του Τύπου.
Έξι δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν σε ισόβια ποινή κάθειρξης και αρκετοί άλλοι τελούν υπό προσωρινή κράτηση χωρίς να έχει οριστεί ημερομηνία για την εμφάνισή τους στο δικαστήριο, αναφέρει η έκθεση της CPJ.
«Οι συλλήψεις δημοσιογράφων στην Αίγυπτο είναι συχνά βίαιες και περιλαμβάνουν ξυλοδαρμούς, κακοποίηση και επιδρομές στα σπίτια τους με κατάσχεση της περιουσίας τους. Τα κελιά τους στη φυλακή είναι συχνά βρώμικα και υπερπληθή. Σε επιστολές τους από τη φυλακή, κάποιοι δημοσιογράφοι γράφουν ότι συχνά δεν βλέπουν το φως της ημέρας επί εβδομάδες, άλλοι περιγράφουν βασανιστήρια κρατουμένων, περιλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτροσόκ».
Η κυβερνητική πηγή διέψευσε τις καταγγελίες περί βασανιστηρίων.
«Όποιος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται αφού προηγουμένως εκδώσει ένταλμα ο εισαγγελέας, ο οποίος μαζί με τα δικαστήρια, επιβλέπει όλα τα ιδρύματα κράτησης. Όποιος ισχυρίζεται ότι έχει πέσει θύμα κακοποίησης μπορεί να καταθέσει στον εισαγγελέα ή στο δικαστήριο ένσταση και τιμωρούνται όσοι κρίνονται ένοχοι για βασανιστήρια».
Πολλοί Αιγύπτιοι υποστηρίζουν τον πρόεδρο Σίσι επειδή, σύμφωνα με το Reuters, επέφερε ένα επίπεδο σταθερότητας στη χώρα έπειτα από χρόνια αναταραχών μετά την εξέγερση του 2011 με την οποία απομακρύνθηκε ο πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ.
Η καταστολή της ελευθερίας του Τύπου, η οποία εκτός από φυλακίσεις περιλαμβάνει περιορισμούς εις βάρος των δημοσιογράφων, έχει αφήσει ολόκληρες περιοχές «σχεδόν χωρίς να μην αναφέρονται καθόλου», σύμφωνα με την Επιτροπή.
Αυτό παρατηρείται κυρίως στην περίπτωση της Χερσονήσου του Σινά, λέει η CPJ, όπου ο στρατός μάχεται κατά των ανταρτών, ο οποίος έχει σκοτώσει εκατοντάδες αστυνομικούς και στρατιώτες από τότε που απομακρύνθηκε από την εξουσία ο ισλαμιστής πρόεδρος Μοχάμεντ Μόρσι έπειτα από μαζικές διαδηλώσεις εναντίον του το 2013.
Ο Μπάλσι επισήμανε ακόμη ότι «τρομοκρατικές οργανώσεις» απειλούν τις ζωές όποιου καταφέρεται εναντίον τους.
Σε σημεία ελέγχου του στρατού στο Σινά, συχνά απαγορεύεται η είσοδος σε δημοσιογράφους, λέει η CPJ, ενώ οι τοπικοί ρεπόρτερς δέχονται απειλές τόσο από την κυβέρνηση όσο και από ένοπλες οργανώσεις.
Η κυβερνητική πηγή πρόσθεσε ότι στους δημοσιογράφους απαγορεύεται να εισέλθουν στο Σινά για λόγους ασφαλείας και από τον φόβο για την ασφάλεια των ιδίων.
«Η δημοσιογραφία πέθανε στο Σινά. Το μοναδικό ρεπορτάζ που μπορούμε να κάνουμε είναι να πούμε την ιστορία από την πλευρά του στρατού. Οτιδήποτε άλλο είναι εισιτήριο για τη φυλακή», λέει ένας δημοσιογράφος στο Βόρειο Σινά τον οποίο επικαλείται η CPJ.