«”Πώς ήταν;” Πολλοί άνθρωποι μου έκαναν αυτή την ερώτηση όταν επέστρεψα στο Τόκιο έπειτα από ρεπορτάζ μιας εβδομάδας στις ιαπωνικές ακτές που χτυπήθηκαν από το τσουνάμι. Προσπάθησα να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να εξηγήσω “πώς ήταν”, αλλά δεν μπορούσα. Στο μυαλό μου έρχονταν τα πρόσωπα των ανθρώπων που συνάντησα στους δρόμους και στους καταυλισμούς στον ισοπεδωμένο βορρά», γράφει η ανταποκρίτρια του πρακτορείου Reuters Yoko Nishikawa κάνοντας έναν απολογισμό της επίσκεψής της στις περιοχές που καταστράφηκαν από το τσουνάμι της 11ης Μαρτίου.

«Άνθρωποι ξεσπούσαν σε λυγμούς όταν σκέφτονταν τους αγαπημένους τους που χάθηκαν, άλλοι ήταν ευγνώμονες που είχαν φαγητό και κάποιες προμήθειες παρότι ακόμα δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα για να προστατευθούν από την παγωνιά. Μερικοί μου ζητούσαν να πω στον κόσμο αυτό που πραγματικά συνέβαινε.

Επισκέφθηκα τις πόλεις Otsuchi, Rikuzentakata και Kesennuma περίπου 10 ημέρες μετά το σεισμό των 9 Ρίχτερ και το τσουνάμι που άφησε 28.000 νεκρούς και αγνοούμενους.

Είχα δει την τηλεοπτική κάλυψη της καταστροφής στις 11 Μαρτίου και η ολοκληρωτική καταστροφή με είχε αφήσει άφωνη. Έδειχνε υπερφυσική, σαν το σκηνικό μιας Χολιγουντιανής ταινίας ή μια εικόνα φτιαγμένη στον υπολογιστή.

Δύο εβδομάδες μετά, οι επιζώντες ταλαντεύονταν ανάμεσα στο σοκ και την απορία για το μέλλον τους. Δεν είχαν πουθενά να μείνουν, δεν είχαν δουλειά και πολλοί έψαχναν ακόμα για αγνοούμενους συγγενείς τους- πλέον κυρίως στα νεκροτομεία.

«Μέχρι σήμερα φοβόμουν. Τώρα όμως δεν μπορώ πια να κοιμηθώ όταν σκέφτομαι τι θα γίνει στο μέλλον», μου είπε η 62χρονη Matsuko Nakamura που ζει σε καταυλισμό στην πόλη Rikuzentakata. Το σπίτι της, που είχε χτιστεί μόλις πριν ένα χρόνο, χάθηκε μέσα στο τσουνάμι μέσα σε μια στιγμή παρότι βρισκόταν σε απόσταση από τον ωκεανό. »Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν έχω λεφτά και δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξω», λέει. Τα μάτια της δακρύζουν κι ένιωσα άχρηστη και ένοχη που είχα ένα μέρος για να μείνω έξω από την κατεστραμμένη ζώνη κι ένα πιάτο ζεστό φαγητό να με περιμένει. Ένιωσα ντροπή που φορούσα ένα μπουφάν του σκι που έφερα από το Τόκιο όταν πολλοί από τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους προσπαθούν να ζεσταθούν με κουβέρτες, μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά.

Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περάσω λίγο χρόνο με τους ανθρώπους που συναντούσα. «Ευχαριστώ που με άκουσες», μου είπε η Nakamura, εξηγώντας πως η συζήτηση τη βοήθησε. Ένιωσα πως εγώ είχα επωφεληθεί περισσότερο από τη γενναιοδωρία της. 

Ο 65χρονος Hisashi Fujiwara ανήκει στους ανθρώπους αυτούς που προσπαθούν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους βοηθώντας τους άλλους. Κρατά το μυαλό του απασχολημένο βοηθώντας σε έναν καταυλισμό στην πόλη Otsuchi, ανακοινώνοντας χρήσιμες πληροφορίες από ένα μεγάφωνο. Μου εκμυστηρεύτηκε όμως πως του πήρε αρκετές ημέρες να συνέλθει καθώς είχε αναγκαστεί να αποτεφρώσει τον πατέρα του. «Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ για τη δική μου ζωή», λέει, προσθέτοντας πως όλοι αλληλοβοηθούνται στο καταφύγιο. «Δεν υπάρχει μέλλον μπροστά μας», λέει.

Καθώς έφευγα ο Fujiwara με χαιρέτησε με χειραψία και είπε πως εύχεται να μπορούσαμε να ξαναμιλήσουμε υπό διαφορετικές συνθήκες. «Ελπίζω να μπορέσω να σε ξανασυναντήσω κάπου», μου είπε.

Με τους συναδέλφους μου μπήκαμε στην ουρά για να επισκεφθούμε ένα μικρό νησί που επίσης χτυπήθηκε από το τσουνάμι. Ο μόνος σύνδεσμος με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν για τους νησιώτες ένα βαρκάκι. Κανείς δεν παραπονέθηκε που καταλάβαμε πολύτιμες θέσεις στο σκάφος. Αντίθετα μας ξενάγησαν στο νησί. «Δεν έχεις φάει μεσημεριανό; Ορίστε», μου είπε ο Hideaki Onodera που επισκεπτόταν την ηλικιωμένη μητέρα του σε ένα καταφύγιο στο νησί και μου έδωσε ένα κομμάτι ψωμί.  Είχε όμως κι ένα παράπονο να κάνει για τον πανικό που κατέλαβε τους καταναλωτές στο Τόκιο και άλλες πόλεις έξω από την κατεστραμμένη ζώνη.

«Πολλοί άνθρωποι στο Τόκιο αγοράζουν τόσες προμήθειες που αρκετά πράγματα δεν φτάνουν σε μας», μου είπε. Θυμήθηκα τα άδεια ράφια που είδα στα καταστήματα της πρωτεύουσας.

Λίγες μέρες αργότερα επέστρεψα στο Τόκιο. Τα καταστήματα και οι σταθμοί του τρένου εξοικονομούσαν ενέργεια χαμηλώνοντας τα φώτα και βγάζοντας εκτός λειτουργίας τις κυλιόμενες σκάλες αλλά δεν υπήρχαν πια ελλείψεις σε καύσιμα ή τρόφιμα. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό πλανήτη. 
 
Το βράδυ έκανα μπάνιο για ώρα και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως πολλοί άνθρωποι που συνάντησα στην κατεστραμμένη ζώνη δεν είχαν εδώ και τόσες μέρες την ευκαιρία να πλυθούν με ζεστό νερό. Πρέπει να ξεπαγιάζουν τη νύχτα, σκέφτηκα κι αναρωτήθηκα αν μπορούν ακόμα και να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή.

Ένιωσα ένοχη που τους άφησα και για πρώτη φορά μετά την καταστροφή ξέσπασα σε κλάματα».