Η μυστηριώδης τοποθεσία μιας γιγάντιας ηφαιστειακής έκρηξης που απασχολούσε τους επιστήμονες για σχεδόν 200 χρόνια λύθηκε, χάρη σε ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του St Andrews.
Το 1831, ένα τεράστιο ηφαίστειο εξερράγη τόσο σφοδρά, που έψυξε το κλίμα της Γης, όμως, παρά την τεράστια καταστροφή που προκάλεσε, η τοποθεσία του ηφαιστείου παρέμενε μυστήριο.
Τώρα, μέσω της ανάλυσης της τέφρας από την έκρηξη που είχε παγιδευτεί και διατηρηθεί στο στρώμα πάγου της Γροιλανδίας, μια ομάδα, με επικεφαλής τον ηφαιστειολόγο Γουίλιαμ Χάτσισον του Πανεπιστημίου St Andrews στο Ηνωμένο Βασίλειο, εντόπισε το ηφαίστειο.
Πρόκειται για το ηφαίστειο Zavaritskii στο νησί Simushir, μέρος του αρχιπελάγους των Κουρίλων νήσων, μια περιοχή μήκους μόλις 59 χιλιομέτρων που βρίσκεται μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας.
«Η εύρεση του ηφαιστείου πήρε πολύ χρόνο και απαιτούσε εκτεταμένη συνεργασία με συναδέλφους από την Ιαπωνία και τη Ρωσία, οι οποίοι μας έστειλαν δείγματα που συλλέχθηκαν από αυτά τα απομακρυσμένα ηφαίστεια πριν από δεκαετίες», είπε ο ερευνητής.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν στοιχεία για αυτό που είναι γνωστό ως έκρηξη του Πλίνιου, η οποία έμοιαζε με την έκρηξη του Βεζούβιου. Μια πιο προσεκτική εξέταση των μικροσκοπικών ηφαιστειακών θραυσμάτων γυαλιού που ανακτήθηκαν από τον πάγο της Γροιλανδίας έδειξε μια ακριβή αντιστοίχιση με δείγματα από το Simushir.
Η ομάδα εκτιμά ότι το ηφαίστειο εκτόξευσε τόσο πολύ διοξείδιο του θείου στη στρατόσφαιρα που οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες στο βόρειο ημισφαίριο έπεσαν κατά περίπου 1 βαθμό Κελσίου. Τα ηφαίστεια συχνά συνεχίζουν να παραμένουν ενεργά για αιώνες. Τα ευρήματα της ομάδας δείχνουν ότι τα απομακρυσμένα ηφαίστεια πρέπει να μελετηθούν και να παρακολουθούνται πιο προσεκτικά.
«Υπάρχουν τόσα πολλά ηφαίστεια όπως αυτό, γεγονός που υπογραμμίζει πόσο δύσκολο θα είναι να προβλεφθεί πότε ή πού μπορεί να συμβεί η επόμενη μεγάλης έκτασης έκρηξη», είπε ο ερευνητής.
«Ως επιστήμονες και ως κοινωνία, πρέπει να σκεφτούμε πώς να συντονίσουμε μια διεθνή αντίδραση όταν συμβεί η επόμενη μεγάλη έκρηξη, όπως αυτή του 1831» κατέληξε.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences».