Τα 16 χρόνια που πέρασε ως επικεφαλής της πρώτης οικονομίας της Ευρώπης υπερασπίζεται με ιδιαίτερη θέρμη στα απομνημονεύματά της που κυκλοφόρησαν σήμερα, Τρίτη 26/11, με τίτλο «Ελευθερία», η Άνγκελα Μέρκελ.

Απούσα από την πολιτική συζήτηση από το τέλος του 2021, την εποχή, δηλαδή, που άφησε και την εξουσία, η Άνγκελα Μέρκελ παίρνει εκ νέου τον λόγο σε μια περίοδο που η επικαιρότητα σηματοδοτείται από τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, την προσεχή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία ενόψει των πρόωρων εκλογών του Φεβρουαρίου.

Η ελληνική κρίση, ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς, ο Τσίπρας και ο Μίκης Θεοδωράκης

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στο βιβλίο της Μέρκελ και η αναφορά στη χώρα μας, καθώς εστιάζει στους πρώην πρωθυπουργούς. Ειδικά για τον Αντώνη Σαμαρά αναφέρεται μόνο με δύο προτάσεις, λέγοντας ότι «κέρδισε τις εκλογές μετά τον Γιώργο Παπανδρέου και ότι δεν εφάρμοσε τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί». Η Μέρκελ σημειώνει πως με τον Γιώργο Παπανδρέου δεν είχαν κοινό σημείο συνεννόησης, σε βαθμό… εκνευρισμού. 

Εστιάζοντας στην πρώτη συνάντησή τους, όπου έγινε αντιληπτό ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε εξαιρετικά τραγική οικονομική κατάσταση, αναφέρει: «Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμη τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: “Εσύ, τελικά, τι θέλεις;”. Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση».

Παράλληλα, εστιάζει στον Αλέξη Τσίπρα για τον οποίο τονίζει πως «ήταν σαν σταρ». Κλείνει, μάλιστα, το κεφάλαιο, το οποίο το περιγράφει ως «Ο δρόμος για την Ιθάκη», περιγράφοντας τη σκηνή από την ψαροταβέρνα στον Πειραιά, την τελευταία συνάντηση που είχε μαζί του, όπου συζητούσαν ξανά το τι είχε γίνει το 2015 και ο Αλέξης Τσίπρας της είχε πει ότι έπρεπε να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να πάρει μαζί του τον κόσμο στην απόφαση να μη βγει η Ελλάδα από το ευρώ.

Ειδικότερα, η Άνγκελα Μέρκελ κάνει εκτενή αναφορά στην Ελλάδα, κυρίως στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η πρώην καγκελάριος αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις για τη διάσωση της Ελλάδας, στον ρόλο της χώρας στη μεταναστευτική κρίση και στη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ ανασύρει και περιστατικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ένωνε τη φωνή της με τον κόσμο που ζητούσε την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη από τη χούντα.

«Καθώς η μητέρα μου γνώριζε ελληνικά, με βοήθησε να ζητήσω με επιστολή στα ελληνικά την απελευθέρωσή του. Ένα πρωί μού είπε μια φίλη: “Ο Μίκης μας πρόδωσε”. “Τι συνέβη;” ρώτησα. Απάντησε: “Είναι ελεύθερος, αυτό θέλαμε, αλλά… δεν ήρθε σε εμάς, πήγε στη Δύση”» γράφει η κ. Μέρκελ.

Στην ευρωκρίση η Άνγκελα Μέρκελ αφιερώνει 35 από τις 736 σελίδες του βιβλίου της, ξεκινώντας από την πρώτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μετά την αποκάλυψη ότι το ελληνικό έλλειμμα ανερχόταν στο 12,7% του ΑΕΠ και όχι στο 3,7%. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτούσε από την Ελλάδα να μειώσει το έλλειμμά της κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες το 2010. Ο (Γιώργος) Παπανδρέου συμφώνησε καταρχήν σε αυτό, αλλά δεν παρουσίασε σχέδιο για το πώς ήθελε να πετύχει αυτόν τον στόχο. Στο τηλεφώνημά μας είπα στον (Νικολά) Σαρκοζί ότι δεν έβλεπα τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα την επόμενη μέρα. Θεωρούσα αντιπαραγωγική μια συνάντηση χωρίς ξεκάθαρο στόχο, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετη αβεβαιότητα» γράφει η πρώην καγκελάριος. «Ο (Ζαν-Κλοντ) Τρισέ (σ.σ.: τότε επικεφαλής της ΕΚΤ) κατέληξε με τα λόγια: “Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί τώρα, γιατί διαφορετικά δεν είναι εγγυημένο ότι η χώρα θα μπορεί ακόμη να πάρει χρήματα από την κεφαλαιαγορά την άνοιξη”. Όπως και την προηγούμενη μέρα, δεν μου ήταν ξεκάθαρο σε τι υποτίθεται ότι θα συνίστατο η βοήθεια. Ο (Ζοζέ Μανουέλ) Μπαρόζο είπε ότι συμμερίζεται την άποψη του Τρισέ, όπως και ο Σαρκοζί. Ο γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε και στις απαιτήσεις λιτότητας της Κομισιόν για την Ελλάδα και φώναξε θυμωμένος: “Η εξοικονόμηση τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ο ασφαλής δρόμος για εξέγερση στους δρόμους. Χρειαζόμαστε περισσότερες και όχι λιγότερες δημόσιες δαπάνες. Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!”» θυμάται η τότε καγκελάριος, η οποία είχε μόλις ξεκινήσει τη δεύτερη θητεία της.

«Όλοι, εκτός από εμένα και τον Παπανδρέου, έγνεψαν καταφατικά. Ωστόσο, μία από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Γερμανία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν η ρήτρα μη διάσωσης (No-Bail-Out), δηλαδή, η υποχρέωση κάθε κράτος να είναι υπεύθυνο για την αποπληρωμή των δικών του χρεών. Αυτό εδραιώθηκε στις συνθήκες της Ε.Ε. Όλοι στην αίθουσα γνώριζαν τη νομική κατάσταση, αλλά κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται. Στην αρχή είπα κάτι συμφιλιωτικό: “Φυσικά και θέλω να βοηθήσω, είμαστε μια κοινή ευρωζώνη”, αλλά αμέσως πρόσθεσα “δεν μπορώ να δώσω χρήματα σε καμία περίπτωση”. Αφού παρατήρησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει τίποτα ακόμη, του μίλησα ευθέως: “Τι θέλεις πραγματικά;”. Μου απάντησε ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά ότι η Ελλάδα τα πάει πολύ άσχημα».

Στη συνέχεια, η Μέρκελ περιγράφει ότι ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ επέμενε ότι η Ελλάδα έπρεπε να βοηθηθεί, διαφορετικά θα κινδύνευαν και άλλες χώρες στην ευρωζώνη και παραδέχεται ότι η ίδια επέμενε να μη δώσει χρήματα, «διότι δεν ανέχομαι να παραβιάσω τις συνθήκες». «Το Συνταγματικό μας Δικαστήριο έχει αποφασίσει εδώ ξεκάθαρα: Ισχύει η ρήτρα μη διάσωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Δεν θα παραβιάσω τους νόμους εν γνώσει μου» γράφει σχετικά. «Την ίδια στιγμή σκέφτηκα: Όλοι εδώ θέλουν κάτι από σένα. Γιατί κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να εξοικονομήσει χρήματα;».

Σύμφωνα με την αφήγηση της κ. Μέρκελ, ο κ. Παπανδρέου ζήτησε πίστωση χρόνου προκειμένου να καταθέσει προτάσεις περιορισμού του ελλείμματος. «Βρήκα την αντίδρασή του αδιανόητη. Από τη μία πλευρά υπήρχε μεγάλη πίεση να γίνει κάτι και από την άλλη φαινόταν σαν να είχε όλο τον χρόνο του κόσμου» γράφει χαρακτηριστικά και αναγνωρίζει τον σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο του τότε προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Φαν Ρομπάι. Η ίδια, συνεχίζει, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, ανησυχούσε για το γεγονός ότι η νεοσύστατη κυβέρνησή της θα έπρεπε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, το οποίο όμως δεν είχε τεθεί στην προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων. Επιπλέον, «είχαν ξυπνήσει και πάλι οι παλιοί φόβοι από την εποχή που ο Χέλμουτ Κολ εισήγαγε το ευρώ», καθώς υπήρχαν ακόμη κάποιοι που δεν πίστευαν ότι το κοινό νόμισμα θα γινόταν τόσο σταθερό όσο το γερμανικό μάρκο. «Η προθυμία να βοηθήσουμε την Ελλάδα ήταν περιορισμένη. Για εμένα και τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αλλά και για ολόκληρο τον κυβερνητικό συνασπισμό, η μόνη επιλογή ήταν τα διμερή δάνεια για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με δάνεια από το ΔΝΤ, τα οποία κάποια μέρα θα έπρεπε να αποπληρωθούν με τόκους. Έπρεπε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπορούσαν να δοθούν ξανά εσφαλμένες πληροφορίες για το έλλειμμα μιας χώρας στην Ε.Ε. Η ανταγωνιστικότητα ορισμένων μελών της ευρωζώνης έπρεπε επίσης να βελτιωθεί. Η φιλοσοφία μας ήταν: Βοήθεια, ναι, αλλά μόνο σε συνδυασμό με μέτρα» τονίζει στο βιβλίο της η πρώην καγκελάριος.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην 23 Απριλίου 2010, όταν ανακοινώθηκε ότι το ελληνικό έλλειμμα θα ξεπερνούσε το 15%. «Τότε, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν βρισκόταν στην πρωτεύουσα Αθήνα, αλλά στο μικρό νησί Καστελόριζο κοντά στις τουρκικές ακτές. Επρόκειτο να κάνει δημόσια δήλωση για την κατάσταση στη χώρα του. Με λαμπερή λιακάδα, με φόντο το γραφικό λιμανάκι, ανακοίνωσε ότι πλέον θα υποβάλει αίτημα για βοήθεια στο Eurogroup και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προετοίμασε τους πολίτες του για μια δύσκολη στιγμή, μίλησε για μια νέα Οδύσσεια» αναφέρει. Η ίδια, λίγες ημέρες αργότερα μιλούσε στην Bundestag για «μοναδική επιλογή, χωρίς εναλλακτική» και για «έσχατη λύση», προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του νομίσματος.

«Αλλά είχα όντως δίκιο; Δεν υπήρχαν εναλλακτικές τις οποίες απλώς δεν είχαμε αποφασίσει; Φυσικά, υπάρχουν πάντα εναλλακτικές στη ζωή. Ακραία μιλώντας, ακόμη και το να πηδήξεις από την οροφή είναι μια εναλλακτική – μια εναλλακτική έναντι της ζωής. Ακραία μιλώντας, η κατάρρευση της IKB και της HRE Bank και το τέλος του ευρώ θα ήταν επίσης μια εναλλακτική λύση στις αποφάσεις μου, αλλά όχι σοβαρή για μια χώρα όπως η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, στην καρδιά αυτής της ηπείρου, με πάνω από ογδόντα εκατομμύρια ανθρώπους. Ήμουν πεπεισμένη γι’ αυτό. Το 2009 και το 2010 επικρίθηκα σκληρά για την επιλογή της φράσης “χωρίς εναλλακτική”. Οι σχολιαστές με κατηγόρησαν για αυταρχική συμπεριφορά, για το ότι αντί να εξηγήσω το θέμα λεπτομερώς, απέρριψα όλα τα αντεπιχειρήματα και ανακοίνωσα οδηγίες με το ύφος “πάρε το ή άφησέ το”. Σκοπός μου όμως ήταν το αντίθετο» εξηγεί.

Η Μέρκελ χαρακτηρίζει επίσης «ανοησία» τον ισχυρισμό της τότε γερμανικής αντιπολίτευσης ότι προσπαθούσε να κλείσει το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης πριν από τις κρατιδιακές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. «Η κατάσταση στην Ευρώπη παραήταν σοβαρή για να επιτρέψω στον εαυτό μου να το σκεφτεί. Αντίθετα, δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα προτού η χώρα παρουσιάσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» υποστηρίζει.

Στο «φως» τα απομνημονεύματα της Μέρκελ – Ποιον έλληνα πολιτικό αποκαλεί σταρ και τι λέει για Παπανδρέου, Σαμαρά και Τσίπρα

Αναφερόμενη στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, η κ. Μέρκελ γράφει ότι ο Γιώργος Παπανδρέου «είχε μεγάλη δυσκολία να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί και μέσα στην απελπισία του, είχε αποφασίσει τον Οκτώβριο του 2011 να αφήσει τον λαό να αποφασίσει σε δημοψήφισμα για το πακέτο μέτρων λιτότητας, αλλά εγκατέλειψε γρήγορα το σχέδιό του, όταν ο Μπαρόζο, ο Φαν Ρομπάι, ο Σαρκοζί και εγώ του καταστήσαμε σαφές -στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στις Κάννες, στις 3 και 4 Νοεμβρίου 2011- ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν αναπόφευκτες». Λίγο αργότερα, παραιτήθηκε, ανέλαβε μια μεταβατική κυβέρνηση και ο Αντώνης Σαμαράς εξελέγη πρωθυπουργός στις εκλογές του Ιουνίου 2012, προσθέτει η Άνγκελα Μέρκελ. Για τον πρώην πρωθυπουργό αναφέρει ότι «δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονταν με το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» και ακολούθησε η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα.

Αναφερόμενη στην πρώτη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην καγκελαρία, στις 23 Μαρτίου 2015, η Άνγκελα Μέρκελ ομολογεί ότι την περίμενε με περιέργεια και μεγάλο ενδιαφέρον, για να γνωρίσει καλύτερα την προσωπικότητα του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού, που ήταν κατά 20 χρόνια νεότερός της. «Μου είχε κάνει συμπαθητική εντύπωση, δεν μπορούσα να πω περισσότερα ακόμη. Από τις πρώτες συναντήσεις ήξερα ότι μιλούσε καλά αγγλικά» γράφει η πρώην καγκελάριος και υπενθυμίζει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε καθυστερήσει να φτάσει στην καγκελαρία, διότι σταμάτησε για να μιλήσει με τους διαδηλωτές της Αριστεράς, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, η κ. Μέρκελ φαίνεται να έχει θετική διάθεση απέναντι στον έλληνα πρωθυπουργό, αντιλαμβάνεται, ωστόσο, ότι το να βρεθεί ένας τρόπος η ελληνική κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της τρόικας, χωρίς να αθετήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της, ισοδυναμούσε, όπως λέει χαρακτηριστικά, με τετραγωνισμό του κύκλου.

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Μέρκελ, οι ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρούσαν ότι είχαν συμφωνήσει στο νέο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε ότι θα διαβουλευθεί με το υπουργικό του συμβούλιο. Σε τηλεφώνημά του αργότερα τη νύχτα, ανακοίνωσε την απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στο οποίο η εισήγηση της κυβέρνησης θα ήταν υπέρ του «όχι». «Αυτή ήταν ίσως η στιγμή της μεγαλύτερης έκπληξης απ’ όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει στην πολιτική μου ζωή» γράφει η κ. Μέρκελ σχετικά.

Σε διαφορετικό τόνο, η Μέρκελ περιγράφει ως θαρραλέα και αποφασιστική τη δράση του Αλέξη Τσίπρα και του πρώην πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ, για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Η μεταναστευτική κρίση και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Τις μεγαλύτερες επιθέσεις η Άνγκελα Μέρκελ τις δέχτηκε για τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας διέταξε, τον Σεπτέμβριο 2015, να μην επαναπροωθούνται οι πρόσφυγες που φτάνουν στα σύνορα της χώρας. Στη συγγραφή αυτών των απομνημονευμάτων την ώθησε η βούλησή της να εξηγήσει τα τότε κίνητρά της, το «όραμά (της) για την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση» αναφέρει στο βιβλίο αυτό.

«Η Ευρώπη οφείλει πάντα να προστατεύει τα εξωτερικά σύνορά της» τονίζει και υπογραμμίζει πως «η ευημερία και το κράτος δικαίου θα κάνουν πάντα τη Γερμανία και την Ευρώπη (…) τόπους στους οποίους οι άνθρωποι επιθυμούν να πάνε» επισήμανε.

Σχετικά με την άνοδο του γερμανικού ακροδεξιού σχηματισμού Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), προειδοποιεί τα δημοκρατικά κόμματα: «Αν πιστεύουν πως θα καταφέρουν να συγκρατήσουν την άνοδο της AfD συνεχίζοντας αδιάκοπα να υιοθετούν τα θέματά της, ακόμη και να προχωρούν σε ρητορική πλειοδοσία, χωρίς να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις στα υφιστάμενα προβλήματα, θα αποτύχουν».

Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο 2022, κατηγορήθηκε ότι κατέστησε τη Γερμανία εξαρτημένη από τις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου. Εντούτοις, υπογραμμίζει, η δημιουργία του αγωγού αερίου Nord Stream 1 είχε υπογραφεί από τον προκάτοχό της, τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος έγινε στη συνέχεια πρόεδρος της επιτροπής μετόχων και του εποπτικού συμβουλίου της εταιρείας αυτής.

Συνάντηση Μέρκελ Μητσοτάκη

Για τον Nord Stream 2, τον δεύτερο αγωγό αερίου, που ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία και για τον οποίο είχε δώσει το πράσινο φως μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, εξηγεί πως θα ήταν τότε «δύσκολο να δεχτούν οι άνθρωποι τόσο στη Γερμανία (…), όσο και σε αριθμό κρατών-μελών της Ε.Ε. την εισαγωγή άλλων, πιο ακριβών καυσίμων».

Δικαιολογεί, επίσης, την επιλογή αυτή επικαλούμενη τη σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, την οποία είχε αποφασίσει το 2011 μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα: «Το φυσικό αέριο κάλυπτε περισσότερο παρά ποτέ τον ρόλο μιας μεταβατικής ορυκτής τεχνολογίας» περιμένοντας να πάρουν τη σκυτάλη οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Η πρώην καγκελάριος συνιστά, εξάλλου, να μην υπάρξει επιστροφή προς τα πίσω στη Γερμανία σε ό,τι αφορά στην ατομική ενέργεια, όπως προτείνουν μερικοί: «Δεν την έχουμε ανάγκη για να ικανοποιήσουμε τους κλιματικούς στόχους μας, για να είμαστε τεχνολογικά αποδοτικοί».

Περιγράφει τον Πούτιν ως έναν άνθρωπο που βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή

Κανένας άλλος ηγέτης δεν επικρίνεται τόσο στα απομνημονεύματα αυτά όσο ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο περιγράφει ως «έναν άνθρωπο που βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή, φοβούμενος μήπως τον κακομεταχειριστούν και πάντα έτοιμος να καταφέρει πλήγματα, μεταξύ άλλων και να ασκήσει την εξουσία του παίζοντας με έναν σκύλο και κάνοντας τους άλλους να περιμένουν».

Εντούτοις «συνεχίζει να πιστεύει» πως «παρ’ όλες τις δυσκολίες (…) έκανε καλά που επέμεινε (…) να μην αφήσει να κοπούν οι επαφές με τη Ρωσία (…) και να διατηρήσει επίσης δεσμούς μέσω των εμπορικών σχέσεων – πέραν των αμοιβαίων οικονομικών ωφελειών». Διότι, υπογραμμίζει, «η Ρωσία είναι, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μία από τις δύο κύριες παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις» και είναι γείτονας της Ευρώπης.

Εξακολουθεί, επίσης, να υπερασπίζεται την αντίθεσή της σε μια ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, υποστηρίζοντας πως είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι το καθεστώς της υποψήφιας για ένταξη στο ΝΑΤΟ χώρας θα την είχε προστατεύσει από την επίθεση του Πούτιν.