Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία κλιμακώνουν την αιματηρή σύγκρουσή τους, που έχει πλέον ξεπεράσει τις 1.000 ημέρες, επιδιώκοντας το μέγιστο δυνατό όφελος πριν από τις 20 Ιανουαρίου, όταν ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει τα καθήκοντά του και πιθανότατα θα φέρει μια διαφορετική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στον πόλεμο.

Για τη Ρωσία, η κλιμάκωση αποσκοπεί στο να «σώσει τη φήμη της» – εκδιώκοντας τις ουκρανικές δυνάμεις από την περιοχή του Κουρσκ της Ρωσίας – και να αρπάξει όσο περισσότερο ουκρανικό έδαφος μπορεί. Για την Ουκρανία, είναι θέμα επιβίωσης και εθνικής κυριαρχίας, αναφέρει η washingtonpost σε ανάλυσή της.

Η κλιμάκωση μπορεί να είναι μια δύσκολη έννοια σε έναν άγριο πόλεμο που έχει οδηγήσει σε περίπου 1 εκατομμύριο θανάτους. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν άρχισε να ανεβάζει τους τόνους από το φθινόπωρο, όταν προσκάλεσε χιλιάδες βορειοκορεατικά στρατεύματα για να ενισχύσουν τον αποδεκατισμένο στρατό του.

Τώρα έχει σημάνει συναγερμό στη διεθνή κοινότητα, λέγοντας ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να δοκιμάζει το υπερηχητικό πύραυλο Oreshnik, τον οποίο ήδη εκτόξευσε εναντίον της Ουκρανίας, ενώ παράλληλα θα προχωρήσει και σε μαζική παραγωγή του.

«Δεν υπάρχει αντίμετρο σε έναν τέτοιο πύραυλο, δεν υπάρχει κανένα μέσο αναχαίτισής του, στον κόσμο σήμερα. Και θα τονίσουμε για άλλη μια φορά ότι θα συνεχίσουμε να το δοκιμάζουμε. Είναι απαραίτητο να αρχίσει μαζική παραγωγή» είπε ο Βλ. Πούτιν.

Η Ουκρανία, από την πλευρά της, απάντησε με πλήγματα εντός του ρωσικού εδάφους χρησιμοποιώντας βρετανικούς και αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν ήρε τελικά τον περιορισμό της στη χρήση τέτοιων όπλων. Οι Ρώσοι απάντησαν με την εκτόξευση ενός νέου βαλλιστικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς, υπερηχητικού – ευτυχώς όχι οπλισμένου με τις πυρηνικές κεφαλές που μπορούν να μεταφέρουν τέτοιοι πύραυλοι – σε ένα ουκρανικό εργοστάσιο όπλων στο Ντνίπρο.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συμφώνησε να προμηθεύσει την Ουκρανία με νάρκες κατά προσωπικού, όπλα με ιστορικό πρόκλησης απωλειών μεταξύ των αμάχων, αλλά ίσως και τα μόνα που μπορούν να βοηθήσουν την Ουκρανία να κρατήσει τις γραμμές της απέναντι στις επιθέσεις του ρωσικού και βορειοκορεατικού πεζικού, σημειώνεται στο δημοσίευμα της washingtonpost.

Ο λόγος είναι σαφής

Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται διατεθειμένος να συνάψει μια γρήγορη συμφωνία για τον τερματισμό της σύγκρουσης μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του. Ήταν ασαφής σχετικά με το πώς θα έμοιαζε μια ενδεχόμενη συμφωνία, υποσχόμενος μόνο ότι θα έλυνε γρήγορα τη σύγκρουση με την ανάληψη των καθηκόντων του – ή ίσως, με κάποιο τρόπο, ακόμη και πριν. Ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος JD Vance ήταν πιο συγκεκριμένος, λέγοντας ότι μια ενδεχόμενη διευθέτηση πιθανότατα θα συνεπαγόταν μια “αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη” που θα περιλάμβανε εδάφη που κατέχει σήμερα η Ρωσία. Εξ ου και η προσπάθεια του Κρεμλίνου να αρπάξει όσο το δυνατόν περισσότερα πρόσθετα εδάφη και η απελπισμένη προσπάθεια της Ουκρανίας να αντισταθεί σε αυτό.

Οι Ευρωπαίοι υποστηρικτές της Ουκρανίας έχουν δείξει σημάδια πολεμικής κόπωσης και θα μπορούσαν να είναι πιο δεκτικοί σε έναν διακανονισμό. Αλλά ο κίνδυνος για την Ουκρανία είναι ότι ο κ. Τραμπ, επειδή επιθυμεί να πετύχει μια γρήγορη συμφωνία, μπορεί να συμβιβαστεί με μια κακή συμφωνία.

Μια εκεχειρία που επικυρώνει τον de facto διαμελισμό της Ουκρανίας και αφήνει τους Ουκρανούς να αισθάνονται απογοητευμένοι και προδομένοι από τους δυτικούς υποστηρικτές τους θα επιβραβεύσει την επιθετικότητα του κΠούτιν και θα τον ενθαρρύνει να διαπράξει κι άλλες, επίσημαίνεται.

Την ίδια στιγμή, μια εγκατάλειψη της Ουκρανίας – ή μια συμφωνία που αφήνει την Ουκρανία εδαφικά μειωμένη – θα σηματοδοτούσε στους δικτάτορες σε όλο τον κόσμο ότι η δυτική αποφασιστικότητα έχει ημερομηνία λήξης.

«Φανταστείτε πώς θα έπαιρνε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ μια υποχώρηση της Δύσης από την Ουκρανία, καθώς σκέφτεται να καταλάβει την Ταϊβάν και τα αβαθή στην πλούσια σε πετρέλαιο Θάλασσα της Νότιας Κίνας» σημειώνει η washigntonpost και συνεχίζει «δεν είναι πολύ νωρίς για να αναρωτηθούμε -και να ανησυχήσουμε- αν ο Κιμ Γιονγκ Ουν θεωρεί την αποστολή του στρατού του εναντίον της Ουκρανίας ως προετοιμασία για μια δική του στρατιωτική κίνηση στην κορεατική χερσόνησο».

Οι Ουκρανοί πολέμησαν γενναία, αλλά με το ένα χέρι δεμένο

Η αμερικανική και η ευρωπαϊκή βοήθεια ήταν γενναιόδωρη από την αρχή, αλλά συχνά ερχόταν αργά και με πολλές δεσμεύσεις. Πρώτα υπήρξε απροθυμία για την αποστολή αρμάτων μάχης M1 Abrams, στη συνέχεια για την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-16 και έπειτα για τη χορήγηση άδειας χρήσης πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς για πλήγματα βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος. Ο Μπάιντεν τελικά συναίνεσε, αλλά πολύ καιρό αφότου τα όπλα θα μπορούσαν να έχουν κάνει αποφασιστική διαφορά στο πεδίο της μάχης. Ο φόβος κάθε φορά ήταν η πρόκληση κλιμάκωσης με τη Ρωσία.

Μια Ουκρανία που θα μείνει με ένα κομμάτι του ανατολικού της εδάφους υπό ρωσική κατοχή ισοδυναμεί με ήττα – τόσο για την Ουκρανία όσο και για τη Δύση. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ αναφέρθηκε πολύ στην εσπευσμένη και κακοσχεδιασμένη αποχώρηση της κυβέρνησης Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, η οποία, σύμφωνα με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, προκάλεσε στον κόσμο μία αίσθηση αμερικανικής αδυναμίας.

Εγκατάλειψη της Ουκρανίας, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια ενιαίου αμερικανικού και ευρωπαϊκού μετώπου, θα έστελνε το ίδιο μήνυμα. «Και αν αυτό ερχόταν ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του Τραμπ, η ευθύνη θα βαραίνει τον ίδιο. Δεν θα έχει πλέον τον Μπάιντεν να κατηγορήσει» καταλήγει το δημοσίευμα.