Πάρτι κάνουν οι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ μετά τη νίκη στις αμερικανικές εκλογές και όχι άδικα, αφού κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κατατρόπωσε την Κάμαλα Χάρις από την πρώτη βραδιά.

Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί αναρωτιούνται πώς έχασε η υποψήφιά τους μετά το «επιτυχημένο» ντιμπέιτ κόντρα στον επιχειρηματία και το αβαντάζ που έλαβε από δημοσκοπήσεις, ΜΜΕ, celebrities κι επιχειρηματίες.

Η απάντηση, αν και πολυπαραγοντική, είναι απλή κι εντοπίζεται στην εκλογή του Τζο Μπάιντεν το 2020, όταν πράγματι έδωσε μάχη για να καταλάβει τον Λευκό Οίκο. Τότε, όλοι γνώριζαν ότι η Αφροαμερικανή αντιπρόεδρος θα διαδεχόταν τον ηλικιωμένο βετεράνο πολιτικό. Έτσι, η παράδοση του χρίσματος στη Χάρις κόντρα στις εσωκομματικές διαδικασίες, δεν εξέπληξε κανέναν. Αλλά ούτε και εντυπωσίασε.

Απογοητευμένοι ψηφοφόροι των Δημοκρατιών

Το Δημοκρατικό Κόμμα μετά τη σημαντική νίκη κόντρα στον Τραμπ, υποτίμησε τον αντίπαλό του, πιστεύοντας ότι τελείωσε μαζί του. Παράλληλα, ο ιστορικός του φόβος να μη βρίσκεται στην εξουσία, σε συνδυασμό με την κοινωνική ανάγκη για σταθερότητα, δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως όλα είναι υπό έλεγχο.

Αυτό το ψέμα που καλλιεργήθηκε για το κοινό,κυριάρχησε στους κόλπους του κόμματος και εκφράστηκε με το ντιμπέιτ κόντρα στον Τραμπ, που χαρακτηρίστηκε επιτυχημένο και ήταν, αλλά για τη Χάρις. Ταυτόχρονα, οι δημοσκοπήσεις που εμφάνιζαν την Κάμαλα με ποσοστά άνω του 50% δυναμίτισαν το κλίμα.

Αποκορύφωμα αποτέλεσε το άρθρο στους «New York Times» του Tζέιμς Κάρβιλ, αρχιτέκτονα της επιτυχημένης εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον, που είπε και το περίφημο «είναι η οικονομία, ηλίθιε». Ο Κάρβιλ προεξόφλησε τη νίκη της Χάρις, πιστεύοντας ότι ο μέχρι πρότινος πρώην ένοικος του Λευκού Οίκου θα γινόταν τέως.

«Τι έγινε, ρε παιδιά;»

Η αίσθηση ανωτερότητας και ο «αέρας» του νικητή που καλλιεργήθηκε για ψηφοθηρικούς λόγους, πλάνεψαν τελικά τους εμπνευστές τους, οι οποίοι δεν δίστασαν να πυροβολήσουν τα πόδια τους τρομακτικά πολλές φορές.

Υιοθετώντας τα λάθη της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι Δημοκρατικοί δεν έδωσαν εναλλακτική στον αμερικανικό λαό, αντιμετωπίζοντας με καχυποψία τους διαφωνούντες εντός κόμματος. Κάτι που έκανε και ο Τραμπ το 2020, με αποτέλεσμα να χάσει.

Το Politico σχολιάζοντας την προεκλογική εκστρατεία της Χάρις τόνισε ότι «ποτέ δεν απέβαλε το φάντασμα του Μπάιντεν», αντιθέτως το έκανε κτήμα της. «Ηγήθηκε με μια προσέγγιση “οι αρχές μου δεν έχουν αλλάξει”» έγραψε το δημοσίευμα για να περιγράψει την άρνηση της Κάμαλα να χαράξει τη δική της ξεχωριστή πολιτική.

Ωστόσο, σε αυτό δεν φέρει μόνο εκείνη την ευθύνη, αφού το ίδιο το κόμμα της είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι δεν πρέπει να χαλάσει το αφήγημα πως έχουν τα πάντα υπό έλεγχο. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι επιπλήξεις έπειτα από ομιλίες της Κάμαλα, επειδή άσκησε πολιτική και δεν περιέγραψε «το όνειρο των Δημοκρατικών».

Επίσης, ξεχωρίζει η περίπτωση του Τιμ Γουόλς, τον οποίο επέλεξε για αντιπρόεδρο. Ο μέχρι τότε «άσημος» πολιτικός, στις πρώτες δηλώσεις του στρίμωξε τον Τραμπ, αλλά με λεξιλόγιο που δεν άρεσε στο κόμμα του. «Είναι χωριάτης, βλάχος» κ.ά. είναι μερικές εκφράσεις που φέρεται να ειπώθηκαν για το πρόσωπό του, όχι από κάποιον αντίπαλο, αλλά από άτομα της παράταξής του.

Εν ολίγοις, τόσο η Κάμαλα, όσο και ο Μπάιντεν υπήρξαν -ηθελημένα ή όχι- πιόνια στο κόμμα που υπηρέτησαν πιστά, το οποίο φορώντας παρωπίδες, δεν έπραξε με βάση την πραγματικότητα, αλλά με το φαντασιακό του. Αντίστοιχα ενήργησαν και οι Ρεπουμπλικανοί κόντρα στον Μπαράκ Ομπάμα, κάτι που τους οδήγησε σε συντριπτικές ήττες.

Η χιουμοριστική ατάκα «τι έγινε, ρε παιδιά;» θα μπορούσε λοιπόν να περιγράψει τις σκέψεις των Δημοκρατικών, αφού δεν έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους τον Νοέμβριο του 2024, αλλά τη στιγμή που αποφάσισαν με το έτσι θέλω ότι δεν κινδυνεύουν από κάτι.