Ένα μικροσκοπικό σκουλήκι που δεν πιάνει το μάτι, καθώς είναι μόλις ένα χιλιοστό, μέσα σε διάστημα 22 ετών κατάφερε να χαρίσει τέσσερα βραβεία Νόμπελ σε 10 διαφορετικούς επιστήμονες.
Οι New York Times έγραψαν ότι πρόκειται για το σκουλήκι C. elegans (πλήρες όνομα Caenorhabditis elegans) που έχει διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην κατανόηση του RNA και mRNA.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η συνεισφορά του οργανισμού στην επιστήμη ξεκίνησε το 2002, όταν το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής απονεμήθηκε σε τρεις επιστήμονες για την έρευνά τους γύρω από τους γενετικούς μηχανισμούς της δημιουργίας των οργάνων και του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου. Ο ένας επιστήμονας από τους τρεις, ο Σίντνεϋ Μπρένερ πιστοποίησε ότι το C. elegans μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκεκριμένη έρευνα και ανέπτυξε μεθόδους πραγματοποίησής της.
Το 2006 το Νόμπελ Φυσιολογίας απονεμήθηκε σε δυο επιστήμονες για την ανακάλυψη του γενετικού διακόπτη του RNA – ενός μηχανισμού που ελέγχει τη λειτουργία αρκετών γονιδίων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε επαναστατικές γενετικές θεραπείες.
Δύο χρόνια αργότερα, το Νόμπελ Χημείας απονεμήθηκε σε τρεις επιστήμονες για το έργο τους στην αξιοποίηση της GFP – της πράσινης φθορίζουσας πρωτεΐνης – που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παρατηρηθούν και να μελετηθούν καλύτερα ορισμένα κύτταρα. Όλοι οι επιστήμονες που έλαβαν τα παραπάνω Νόμπελ ευχαρίστησαν το C. elegans για τη συνεισφορά του, αν και το πιο αστείο σχόλιο το έκανε ο Σίδνεϊ Μπρένερ.
«Αναμφίβολα, ο τέταρτος νικητής του βραβείου Νόμπελ φέτος είναι το Caenorhabditis elegans. Του αξίζει όλη η δόξα, αλλά φυσικά δεν θα μπορέσει να λάβει το χρηματικό βραβείο», είχε πει το 2008 όταν έλαβε το Νόμπελ.
Φέτος, ο Δρ. Γκάρι Ρούβκουν, καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και ο Βίκτορ Άμπρος, καθηγητής Φυσικών Επιστημών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασσαχουσέτης, μοιράστηκαν το Νομπέλ Ιατρικής για την ανακάλυψη του microRNA και του ρόλου του στην μετα-μεταγραφική ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αρχικά, η ανακάλυψη του microRNA αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα, εν μέρει επειδή θεωρήθηκε ότι τα ευρήματα ήταν απλώς μια ιδιορρυθμία των σκουληκιών. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Δρ. Ρούβκουν απέδειξε ότι το microRNA ήταν παρόν σε διάφορα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, η επιστημονική κοινότητα τελικά συμφώνησε.
«Παρόλο που τα σκουλήκια είναι πιο απλοί οργανισμοί σε σχέση με τους ανθρώπους, στην πραγματικότητα έχουμε περισσότερα κοινά από ό,τι πιστεύουμε», σημείωσε ο Ρόμπερτ Γουάτερστον, γενετιστής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.