Η Κίνα εφαρμόζοντας τη στρατηγική του «Δούρειου Ίππου» παρακάμπτει επιτυχώς μέχρι στιγμής τα εμπόδια που θέτουν ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να παραμείνει στη δυτική αγορά για να συνεχίσει να αναπτύσσεται τεχνολογικά.
Μέσω τρίτων χωρών που διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση στην αμερικανική και ευρωπαϊκή αγορά, το Πεκίνο αποκτά τα προϊόντα που έχει ανάγκη και ταυτόχρονα διοχετεύει μεγάλα κεφάλαια που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί.
Οι Financial Times κατέγραψαν στην ηλεκτρονική τους έκδοση τις κινεζικές πρακτικές και μία από αυτές είναι οι εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός κινεζικής επικράτειας.
Παραδείγματος χάρη, Σιγκαπούρη και Βιετνάμ αποτελούν συχνές βάσεις στην Ασία, γιατί αμφότερες είναι μέλη της Περιφερειακής Συνολικής Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης (RCEP), μιας ομάδας 15 χωρών της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού που αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Επιπλέον, και οι δύο έχουν μακροχρόνιες διμερείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ.
«Η εγκατάσταση στη Σιγκαπούρη έχει μια σειρά από οφέλη για μια κινεζική εταιρεία. Αν δραστηριοποιούμαστε από την Κίνα, προσκρούουμε σε ένα τείχος δασμών και καχυποψίας σε ό,τι θέλουμε να κάνουμε στην αγορά των ΗΠΑ. Από τη Σιγκαπούρη, δεν υπάρχουν δασμοί και η καχυποψία είναι πολύ μικρότερη», είπε αντιπρόεδρος μιας κινεζικής εταιρείας τεχνολογίας με έδρα τη Σιγκαπούρη, ο οποίος αρνήθηκε να κατονομαστεί για λόγους ασφαλείας.
Παρομοίως, η Κίνα συμπεριφέρεται έτσι με την Ιρλανδία και την Ουγγαρία. Οι δύο χώρες είναι μέλη της ΕΕ, της οποίας η ενιαία αγορά παρέχει ρυθμιστική ενότητα και μηδενικούς δασμούς σε 27 κράτη μέλη και 450 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι δασμοί που επιβάλλει το μπλοκ σε προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα λοιπόν, δεν ισχύουν εάν κατασκευάζονται και πωλούνται εντός της ΕΕ.
Το παράδειγμα του Μεξικού – Ο κίνδυνος της «ωρολογιακής βόμβας»
Επίσης, μια άλλη κινεζική πρακτική είναι οι απευθείας επενδύσεις σε τρίτες χώρες, που αναγκάζουν τους μεγάλους παίκτες, όπως ΕΕ και ΗΠΑ, να δεχτούν το κινεζικό κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα ανάχωμα στη δυτική προέλαση.
Το Μεξικό αποτελεί μια ενδεικτική περίπτωση αυτής της στρατηγικής. Πριν λίγους μήνες η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε περιορισμούς στην κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία ηλεκτρικών αυτοκινήτων, καθώς το κόστος τους είναι αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με τους Αμερικανούς ανταγωνιστές.
Το Πεκίνο λοιπόν, ετοιμάζει εργοστάσιο στο Μεξικό με συμφωνία τα αμάξια να είναι πιο φθηνά για τους Μεξικανούς. Έτσι, ευελπιστεί να εμφανιστούν τρίτοι αγοραστές που θα πάρουν στο Μεξικό κινεζικά αμάξια και στη συνέχεια θα τα διοχετεύσουν στην αμερικανική αγορά, καθώς το συγκεκριμένο κράτος μπορεί να εμπορεύεται ελεύθερα με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι παραπάνω πρακτικές χαρακτηρίζονται «ωρολογιακή βόμβα» από μερικούς αναλυτές, καθώς θεωρούν ότι ετοιμάζεται να σκάσει «φούσκα», που θα συμπαρασύρει πολλές πλευρές. Ως παράδειγμα για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους, φέρνουν τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία που επιχειρούν όλο και περισσότερο οι ΗΠΑ με την ΕΕ.
«Όλοι ξέρουν ποιες χώρες ή εταιρείες έχουν πάρε δώσε με τους Κινέζους. Μέχρι στιγμής, κανένα κράτος δεν μπορεί να αντιδράσει αυστηρά, αλλά εργάζονται για να αλλάξει αυτό στο μέλλον. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, πρώτα θα πληγούν οι χώρες που υποδέχτηκαν το κινεζικό κεφάλαιο», είπε ανώνυμα ένας δυτικός επιχειρηματίας.