Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε σήμερα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επιτρέπεται να διωχθεί ποινικά για τις επίσημες ενέργειες στις οποίες προέβη ως πρόεδρος, αλλά μπορεί να διωχθεί για τις ιδιωτικές πράξεις του, σε μια απόφαση-σταθμό με την οποία αναγνωρίστηκε, για πρώτη φορά, μια μορφή προεδρικής ασυλίας.
Το Δικαστήριο, όπου πλειοψηφούν οι συντηρητικοί δικαστές, παρέπεμψε έτσι πίσω στα κατώτερα δικαστήρια το ζήτημα της ασυλίας του Ντόναλντ Τραμπ κατά την άσκηση των προεδρικών καθηκόντων του, καθυστερώντας ακόμη περισσότερο τη δίκη του στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον.
Με έξι ψήφους υπέρ έναντι τριών κατά (οι έξι συντηρητικοί έναντι των τριών προοδευτικών), το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο πρόεδρος δεν χαίρει καμίας ασυλίας για τις μη επίσημες ενέργειές του», αλλά «έχει δικαίωμα, τουλάχιστον, στο τεκμήριο της ασυλίας όσον αφορά τις επίσημες πράξεις του».
Το δικαστήριο έκρινε κατά συνέπεια ότι οι πρώην πρόεδροι προστατεύονται από διώξεις για ενέργειες στις οποίες προέβησαν στο πλαίσιο άσκησης της συνταγματικής εξουσίας τους, όχι όμως και για πράξεις που έκαναν ως ιδιώτες. Είναι η πρώτη φορά από την ίδρυση των ΗΠΑ, τον 18ο αιώνα, που το Ανώτατο Δικαστήριο δηλώνει ότι οι πρώην πρόεδροι μπορεί να προστατευθούν από ποινικές κατηγορίες σε κάθε περίπτωση.
Το Δικαστήριο ανέλυσε τέσσερις περιπτώσεις που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα σε βάρος του Τραμπ: τις συζητήσεις του με αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης μετά τις εκλογές του 2020, τις υποτιθέμενες πιέσεις που άσκησε στον τότε αντιπρόεδρο, Μάικ Πενς, για να μην επικυρωθεί η νίκη του Τζο Μπάιντεν, τον φερόμενο ρόλο που έπαιξε στη συγκέντρωση ψεύτικων εκλεκτόρων που θα ψήφιζαν υπέρ του και τη διαγωγή του κατά την επίθεση υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Έκρινε ότι ο Τραμπ έχει απόλυτη ασυλία για τις συζητήσεις με τους αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης, αλλά παρέπεμψε στα κατώτερα δικαστήρια, ώστε να αποφανθούν εκείνα για την ασυλία του πρώην προέδρου στις άλλες τρεις περιπτώσεις.
Ο Τραμπ, που βρίσκεται εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας του, για να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, χαιρέτισε αμέσως μια «μεγάλη νίκη» για τη δημοκρατία.
Με τη σημερινή κρίση του, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έτσι τη δικαστική απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η προσπάθεια του Τραμπ να προστατευθεί από την ποινική δίωξη, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, για την απόπειρα ανατροπής της εκλογικής ήττας του στις προεδρικές εκλογές του 2020. Αποφασίζοντας να εξετάσουν το θέμα, στις 28 Φεβρουαρίου, και στη συνέχεια ορίζοντας τη δικάσιμο τρεις μήνες αργότερα, οι εννέα δικαστές είχαν ήδη μεταθέσει χρονικά για το μέλλον την ομοσπονδιακή δίκη του πρώην προέδρου. Η διαδικασία, που αρχικά ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει στις 4 Μαρτίου, έχει ήδη αναβληθεί επ’ αόριστον.
Επιφυλακτικοί οι δικαστές στην απόλυτη ασυλία
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι δικαστές εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί απέναντι στην απόλυτη ασυλία που απαιτούσε ο Ρεπουμπλικάνος μεγιστάνας και πολλοί, ιδίως μεταξύ των συντηρητικών, εξέφρασαν ανησυχίες για τις συνέπειες που θα έχει μακροπρόθεσμα η απόφασή τους. «Συντάσσουμε έναν κανόνα για τις επόμενες γενιές», σχολίασε ο Νιλ Γκόρσατς. «Αυτή η υπόθεση έχει τεράστιες επιπτώσεις για το μέλλον της προεδρίας και της χώρας», τόνισε ο συνάδελφός του, Μπρετ Κάβανο.
Ο Τραμπ, σε βάρος του οποίου εκκρεμούν τέσσερις διαφορετικές ποινικές υποθέσεις, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να καθυστερήσει την εκδίκασή τους, κατά προτίμηση για μετά τις προεδρικές εκλογές. Κρίθηκε ένοχος στις 30 Μαΐου από δικαστήριο της Νέας Υόρκης για παραχάραξη λογιστικών εγγράφων και η ποινή του θα ανακοινωθεί στις 11 Ιουλίου. Ωστόσο, αυτή ενδέχεται να είναι η μοναδική δίκη του πριν από τις εκλογές, αφού οι δικηγόροι του κατάφεραν να αναβάλουν την εκδίκαση των άλλων υποθέσεων (σε ομοσπονδιακό επίπεδο για παρακράτηση απόρρητων εγγράφων μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο και στην Πολιτεία της Τζόρτζια για παρέμβαση στις εκλογές του 2020). Εάν εκλεγεί πρόεδρος τον Νοέμβριο, ο Τραμπ θα μπορούσε, μετά την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο του 2025, να διατάξει να πάψουν οι ομοσπονδιακές διώξεις σε βάρος του ή να δώσει χάρη στον εαυτό του.
Ο Τραμπ, στην έφεση που υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστήριζε ότι είχε ασυλία, επειδή ενεργούσε ως πρόεδρος όταν έκανε τις πράξεις για τις οποίες του ασκήθηκε αργότερα δίωξη από τον ειδικό εισαγγελέα, Τζακ Σμιθ. Ο τελευταίος αντέκρουσε με βάση την αρχή ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 25ης Απριλίου, οι νομικοί σύμβουλοι του Τραμπ προέτρεψαν τους δικαστές να χορηγήσουν «απόλυτη ασυλία» στους πρώην προέδρους, γιατί χωρίς αυτήν οι πολιτικοί αντίπαλοί τους θα μπορούσαν να τους εκβιάζουν, απειλώντας τους με μελλοντικές διώξεις. Ένας δικηγόρος από το γραφείο του ειδικού εισαγγελέα τόνισε, ωστόσο, ότι η «απόλυτη ασυλία» που επιδίωκε ο Τραμπ σημαίνει ότι οι πρόεδροι δεν θα έχουν καμία ποινική ευθύνη για περιπτώσεις δωροληψίας, εσχάτης προδοσίας, φόνου και, όπως στην περίπτωση αυτή, απόπειρας ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος, για να παραμείνουν στην εξουσία.
Οι δικαστές έθεσαν υποθετικές ερωτήσεις, όπως, για παράδειγμα, τι θα συνέβαινε αν ένας πρόεδρος πουλούσε πυρηνικά μυστικά ή διέταζε πραξικόπημα ή μια πολιτική δολοφονία; Οι δικηγόροι του Τραμπ υποστήριζαν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ένας πρώην πρόεδρος θα μπορούσε να διωχθεί ποινικά μόνο εάν παραπεμπόταν πρώτα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και καταδικαζόταν από τη Γερουσία, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ο 78χρονος Τραμπ είναι ο πρώτος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που διώχθηκε για ποινικό αδίκημα και ο πρώτος πρώην πρόεδρος που καταδικάστηκε για εγκληματική ενέργεια. Τον Αύγουστο του 2023 ο Σμιθ τον κατηγόρησε για συνωμοσία με στόχο την εξαπάτηση των ΗΠΑ, παρεμπόδιση επίσημης διαδικασίας και συνωμοσία κατά του δικαιώματος ψήφου των Αμερικάνων. Ο ίδιος δηλώνει αθώος.
Πηγή: ΑΠΕ