Μέσα στο γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία τα καλά νέα για τη χώρα ήρθαν από το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών INSEE και το Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών INED.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του INSEE για το 2010, την 1η Ιανουαρίου 2011, η Γαλλία μαζί με τα υπερπόντια διαμερίσματα (Μαρτινίκη, Γουαδελούπη, Γκουϊγιάν και Ρεϊνιόν) καταμετρούσε 65.027.000 κατοίκους, προσθέτοντας δε, τα υπόλοιπα εδάφη που έχουν ειδικά καθεστώτα με τη Μητρόπολη, ο συνολικός πληθυσμός φθάνει τα 65,8 εκατομμύρια.
Βάσει των στοιχείων αυτών, ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 10 εκατ. μέσα σε 30 χρόνια και κατά 20 εκατ. από το 1958.
Χάρη σε ένα διαρκώς ανερχόμενο ποσοστό γεννητικότητας, η Γαλλία κατάφερε να ξεπεράσει την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες με τις οποίες ισοβαθμούσε το 1985.
Βάσει των δημογραφικών στοιχείων του INED η γονιμότητα των Γαλλίδων έφθασε σε επίπεδο ρεκόρ κατά το 2010, με 828.000 μωρά. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό γεννητικότητας είναι 2,01 για κάθε γαλλίδα, ενώ κέρδισαν και τέσσερις επιπλέον μήνες μακροζωίας με 78,1 έτη για τους άνδρες και 84,8 έτη για τις γυναίκες.
Ποτέ άλλοτε οι γαλλίδες, εδώ και 35 χρόνια, δεν είχαν φθάσει σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό.
Το γαλλικό «δημογραφικό φαινόμενο» εκτιμάται ότι κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στην πλατιά κοινωνικοποίηση των εξόδων για την ανατροφή ενός παιδιού.
Τα οικογενειακά επιδόματα καθώς και η οργάνωση μέχρι αργά το απόγευμα των δωρεάν παιδικών σταθμών από την ηλικία των 3 ετών, συμβάλλουν αποτελεσματικά στην απόφαση των Γαλλίδων να συνδυάζουν μητρότητα και οικογενειακή ζωή.
Στα δεδομένα αυτά προστίθεται και η υψηλή γεννητικότητα των γυναικών από πρώην αποικίες και ιδιαίτερα την Αφρική, που όμως συμβάλλουν μόνον κατά το 0,02% σύμφωνα με το ΙNSEE.
Το επιπλέον στοιχείο που επιβεβαιώνεται μέσα από τα στοιχεία των Ινστιτούτων είναι ο μέσος όρος ηλικίας των μητέρων που έφθασε το 2010 την ηλικία των 30 ετών.
Κοιτώντας πιο αναλυτικά τα νούμερα, το 17% των νεογνών το 2010 έχουν μητέρα ηλικίας 35 – 39 ετών. Η δε συμβολή των μητέρων άνω των 42 ετών έφθασε το 5%.
Το 1990 η αναλογία των μητέρων ηλικίας κάτω των 30 ετών που τεκνοποίησαν ήταν 46%, ενώ το 2010 το ποσοστό αυτό έφθασε στο 62%.