Με το ξέσπασμα της νέας πολεμικής σύρραξης Ισραήλ – Χαμάς στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος της Τουρκίας επιχείρησε να βρεθεί στο προσκήνιο ως «μεσολαβητής» για μια ανακωχή. Το ίδιο είχε πράξει και στον πόλεμο της Ουκρανίας με αναλυτές, αλλά και ανώνυμους αξιωματούχους, να κάνουν λόγο για τη νέα «αδύνατη αποστολή» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως αποδείχθηκε ήταν ένα ακόμη επεισόδιο στην ταραχώδη διπλωματία του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εγκατέλειψε το ρόλο του «ειρηνοποιού» και έσπευσε να αναλάβει το ρόλο του προστάτη των Παλαιστινίων και του υποστηρικτή Χαμάς. Ο πρόεδρος της Τουρκίας, αλλά και οι πολιτικοί σύμμαχοί του και ο πολυεπίπεδος μηχανισμός του, εξαπέλυσαν επίθεση στο Ισραήλ για το σφυροκόπημα της Λωρίδας της Γάζας με απειλές για στρατιωτική παρέμβαση και κατηγορίες για γενοκτονία.
«Κανείς δεν μπορεί να απλώσει χέρι στη Γάζα. Η Τουρκία θα βοηθήσει τους Παλαιστινίους», τόνισε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βάζοντας οριστικό τέλος στην επανασύνδεση που είχε επιχειρήσει το προηγούμενο διάστημα με το Ισραήλ και τραβώντας μια ακόμη σαφή διαχωριστική γραμμή με τη Δύση, την οποία εξάλλου κατηγόρησε για αδιαφορία έναντι των ισραηλινών φρικαλεοτήτων. «Έχω ξαναπεί, η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, Ο Νετανιάχου είναι τρομοκράτης», τόνισε, μιλώντας σε μια τεράστια διαδήλωση υπέρ των Παλαιστινίων στη Κωνσταντινούπολη. Σημειώνεται πως η Άγκυρα επιτρέπει στους ηγέτες της Χαμάς να διαμένουν στην Τουρκία
Από την πλευρά της η ισραηλινή κυβέρνηση, απαντώντας στη στάση του Τούρκου Προέδρου, απέσυρε τους διπλωμάτες της από την Άγκυρα και έκανε λόγο για επανεκτίμηση των σχέσεων των δύο χώρων. «Ο πρόεδρος της Τουρκίας είναι και παραμένει φίδι», το οποίο δεν χάνει ευκαιρία να εκφράζει το αντισημιτικό του μένος, δήλωσε ο πρέσβης του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη, ενώ αξιωματούχοι της ισραηλινής κυβέρνησης τον κατηγόρησαν ως «άνθρωπο της μουσουλμανικής αδελφότητας, της Χαμάς και του Ισλαμικού Κράτους».
Ένας «δυστυχισμένος γάμος»
Η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία Τουρκία και ΗΠΑ έχουν αρκετά ανοιχτά «καυτά» ζητήματα. Μετά την ιστορική νίκη του Ερντογάν στις τουρκικές εκλογές και την εδραίωση της κυριαρχίας του, οι δύο πλευρές επιχειρούσαν βήματα επαναπροσέγγισης ενώ η Άγκυρα επιδίδεται στο «αγαπημένο» της διπλωματικό «παζάρι». Για παράδειγμα: επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ως αντάλλαγμά για την παράδοση των F16 στην Τουρκία.
Ο Τζο Μπάιντεν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επισήμως, έχουν υποστηρίξει ο ένας το αίτημα του άλλου, όμως και οι δύο έχουν παραπέμψει τα ζητήματα στα νομοθετικά σώματα, το αμερικανικό κογκρέσο και την τουρκική βουλή. Και ο ένας φαίνεται να περιμένει τον άλλον σε ένα παιχνίδι υπομονής και τακτικισμού. Παρά τις επαφές «σύσφιξης», οι σχέσεις τους παρέμεναν εξαιρετικά ταραχώδεις. Πρόσφατα μάλιστα υπήρξε ακόμη και συμπλοκή μεταξύ των δύο χωρών. Αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος κατέρριψε τουρκικό drone που έφτασε σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τις αμερικανικές δυνάμεις στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις πραγματοποιούν επιχειρήσεις κατά των Κούρδων.
Όπως σχολιάζεται σε ανάλυση του Middle East Institute, «εδώ και περίπου μια δεκαετία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ έχουν εγκλωβιστεί σε μια σχέση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “δυστυχισμένος γάμος” με πικρές παρεξηγήσεις και αυξανόμενη δυσπιστία». Και το χάσμα με την ανάφλεξη στην πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής βαθαίνει. Ο «δυστυχισμένος γάμος» ενδεχομένως να μην οδηγηθεί σε διαζύγιο καθώς τα συμφέροντα των δύο χωρών είναι αλληλένδετα και εξαιρετικά κρίσιμα, όμως η βελτίωση των σχέσεων τους δεν αποτελεί ένα πιθανό σενάριο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Οι επιδιώξεις και η μακιαβελική λογική του Ερντογάν
Ο Τούρκος πρόεδρος διανύει την τρίτη προεδρική του θητεία και βρίσκεται ήδη στην εξουσία της Τουρκίας εδώ και μια 20ετία, διοικώντας περισσότερα χρόνια ακόμη και από τον Κεμάλ. Ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας σημάδεψε τον προηγούμενο αιώνα, ο Ερντογάν φιλοδοξεί, για την υστεροφημία του, να σφραγίσει το νέο τουρκικό αιώνα. Επιδιώκει να οδηγήσει την Τουρκία από τη G20 στη G7, αναβαθμίζοντάς την από μια περιφερειακή δύναμη σε μια κεντρική παγκόσμια δύναμη.
Όπως υπογραμμίζει στο Newsbeast ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, νομικός – οθωμανολόγος/τουρκολόγος, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διανύει τη θητεία της «αποθέωσης». «Θέλει να ηγηθεί της Ούμα, της παγκόσμιας μουσουλμανικής σουνίτικης κοινότητας, αλλά και να γίνει ο ηγέτης όλων των τουρκόφωνων στον κόσμο, από τους Ουιγούρους της Κίνας μέχρι τους Βόσνιους της βαλκανικής, που ταυτίζονται με την Τουρκία επειδή είναι μουσουλμάνοι».
Η ρητορική του – και στην περίπτωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή – είναι ακραία, όμως ο κ. Σταθακόπουλος εκτιμά πως «επί του πεδίου δεν προβλέπεται να προχωρήσει σε κινήσεις που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν περαιτέρω την πυριτιδαποθήκη. Η Τουρκία παρά τα λεγόμενά της δεν φαίνεται πραγματικά διατεθειμένη να στείλει στρατεύματα για να πολεμήσει το Ισραήλ παρότι οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν σε αυτή τη φάση διαλυθεί πλήρως». «Κατά τη λογική του Ερντογάν που ακολουθεί τη λογική του Μακιαβέλι: Η υπόσχεση που δόθηκε ήταν μια αναγκαιότητα του παρελθόντος. Ο λόγος που δεν κρατήθηκε είναι μια αναγκαιότητα του παρόντος. Το αλισβερίσι και η κωλοτούμπα είναι συνηθισμένα».
Και παρότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να ακολουθήσει μια πιο ισορροπημένη στάση στη τρέχουσα σύγκρουση, επιλέγει τη ρήξη γιατί έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό: Στο εξωτερικό επιδιώκει να τον αντιμετωπίζουν ως ρυθμιστικό παράγοντα και στο εσωτερικό επιδιώκει να ικανοποιεί το ακροατήριό του, το οποίο είναι κατά βάση αντιδυτικό. «Ο Ερντογάν τους λέει αυτά που θέλουν να ακούσουν. Είναι μαέστρος σε αυτό», σημειώνει ο κ. Σταθακόπουλος και συμπληρώνει:
«Θέλει να δείξει πως είναι οι κλειδοκράτορας στην Ανατολική Μεσόγειο. Να δείξει στη Δύση και κυρίως στις ΗΠΑ πως θα πρέπει να τον υπολογίζουν σε κάθε κίνησή τους. Για αυτό έγινε και το τηλεφώνημα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, που του ζήτησε να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά και να συμβάλει στις προσπάθειες για απελευθέρωση των ομήρων από τη Χαμάς. Σηκώνει τους τόνους για να τον παρακαλούν να τους ρίξει ώστε να δείχνει πως είναι θεσμικός, όχι μόνο στην περιοχή αλλά και παγκόσμια».