Ο μητρικός θηλασμός αναγνωρίζεται πλέον ως ένα σημαντικό μέτρο πρoληπτικής δημόσιας υγείας και ως όπλο για την καταπολέμηση της επιδημίας της παιδικής παχυσαρκίας. Πρόσφατη έρευνα στη χώρα μας, με αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών σχολικής ηλικίας δημοτικού από όλη την Ελλάδα συμπέρανε ότι περίπου 30% των παιδιών μας είναι υπέρβαρα, ενώ 10 με 15% των παιδιών είναι παχύσαρκα. Τα ποσοστά αυτά είναι τραγικά και φέρνουν τη χώρα μας στην πρώτη θέση σε συχνότητα παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη.
Η ορμόνη IGF-I είναι μια ουσία, υψηλές συγκεντρώσεις της οποίας στο αίμα ενός βρέφους έχουν συσχετιστεί με μελλοντική παχυσαρκία. Η ορμόνη αυτή ανήκει στον ορμονικό άξονα του οργανισμού που περιλαμβάνει την αυξητική ορμόνη και που, κατά την ενδομήτριο ζωή αλλά και κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της ζωής, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και «προγραμματίζει» κατά κάποιον τρόπο την μελλοντική ανάπτυξη του κάθε ατόμου.
Ερευνητές από τη Δανία θέλησαν να διερευνήσουν κατά πόσο τα επίπεδα αυτής της ορμόνης στον οργανισμό ενός βρέφους επηρεάζονται από το είδος της διατροφής του κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Εξέτασαν έναν πληθυσμό 252 παιδιών στην ηλικία των 9 μηνών. Συγκεκριμένα, ανέλυσαν την διατροφή τους, την ανάπτυξή τους σε βάρος, ύψος, περιφέρεια μέσης και πάχος δερματικής πτυχής, και έλαβαν δείγματα αίματος για να προσδιορίσουν τις συγκεντρώσεις της ορμόνης IGF-I στο αίμα τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, τα βρέφη που δεν θήλαζαν στην ηλικία των 9 μηνών (46% του συνόλου) είχαν σημαντικά υψηλότερη μέση συγκέντρωση IGF-I στο αίμα τους, σε σύγκριση με τα βρέφη που θήλαζαν σε ηλικία 9 μηνών (54% του συνόλου, καθώς στις Σκανδιναβικές χώρες, σε αντίθεση με τα τραγικά ποσοστά στη χώρα μας, τα ποσοστά θηλασμού μετά τους έξι μήνες της ζωής των βρεφών είναι πολύ υψηλά).
Μάλιστα οι ερευνητές βρήκαν κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό: όσο περισσότερους θηλασμούς έκαναν τα 9 μηνών μωρά στην ημέρα τους, τόσο λιγότερη ήταν αυτή η ορμόνη στο αίμα τους. Τα βρέφη που είχαν πολύ αυξημένη την IGF-I βρέθηκε να έχουν σημαντικά αυξημένο βάρος, ύψος και δείκτη μάζας σώματος (δηλαδή δείκτη παχυσαρκίας) στους 9 μήνες της ζωής τους.
Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι ο μητρικός θηλασμός έχει μια ισχυρή αρνητική επίδραση στις συγκεντρώσεις της ορμόνης IGF-I κατά τη βρεφική ηλικία. Δεδομένου ότι η ορμόνη αυτή, όταν είναι υψηλή, ενοχοποιείται για μελλοντική παχυσαρκία, τα μωρά που δεν θηλάζουν στους 9 μήνες είναι πιθανό να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας στο μέλλον.
Η έρευνα αυτή έρχεται να προστεθεί σε δεκάδες άλλες σύγχρονες έρευνες που αναδεικνύουν την σπουδαιότητα του μητρικού θηλασμού και μετά τους έξι μήνες της ζωής των βρεφών μας. Είναι ακόμα άλλη μια απάντηση σε αιτιάσεις επαγγελματιών υγείας και μη προς τις μητέρες να σταματούν τον θηλασμό μετά τους έξι μήνες, γιατί «το μητρικό γάλα δεν προσφέρει τίποτα πια».
Είναι επίσης μια απάντηση σε οδηγίες προς θηλάζουσες μητέρες να θηλάζουν μετά τους έξι μήνες «αυστηρά μόνο πρωί και βράδυ». Στην πραγματικότητα, αυτό που ο μητρικός θηλασμός συνεχίζει να προσφέρει κάθε επιπλέον μέρα που συνεχίζεται είναι ισχυρή προστασία ενάντια στις επιδημίες των ημερών μας και ενάντια σε χρόνια προβλήματα υγείας που θα εμφανιστούν πολλά χρόνια αργότερα.
Παρόμοιες έρευνες πρέπει τέλος να μας κάνουν να αναρωτηθούμε πως γίνεται ο μέσος γονιός – συχνά και ο μέσος παιδίατρος – να συνεχίζει να επιδιώκει βρεφικά πρότυπα ανάπτυξης που είναι παθολογικά για τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι βρέφη και παιδιά που πίνουν μπιμπερό, που βρίσκονται στο κόκκινο σε ανάπτυξη και έχουν σίγουρα εκτοξευμένα επίπεδα αυτής της ορμόνης στο αίμα τους, αντιμετωπίζονται ως «υγιή» και «εύρωστα», αντί να προβληματίζουν ειδικούς και γονείς με την πρώιμη παχυσαρκία τους. Για να καταπολεμηθεί ένα πρόβλημα πρέπει πρώτα να αναγνωρίζεται ως τέτοιο από τον ειδικό και από αυτούς που το έχουν.
Πηγή: childit