Mary Anne MacLeod Trump τη λένε και έχει μια ιδιαίτερη ιστορία να μοιραστεί, έστω κι αν κάποιοι δεν θα ήθελαν να ακουστεί.
Πώς κατάφερε δηλαδή να μεταμορφωθεί από Σκοτσέζα της εργατικής τάξης σε κοσμική κυρία της Νέας Υόρκης. Και να φέρει στον κόσμο τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Μια ζωή που δεν θα μπορούσε στα σίγουρα να φανταστεί όταν ζούσε στις φτωχογειτονιές της Σκοτίας, πριν αρπάξει το αμερικανικό όνειρο από τα μαλλιά και δώσει στον γιο της εκείνες τις ευκαιρίες που η ίδια τόσο στερήθηκε στη δική της ζωή.
Τη ζωή του μετανάστη δηλαδή, που ξεριζώνεται για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό το αύριο που ο Ντόναλντ Τραμπ αρνείται πεισματικά να επιτρέψει σε όσους ψάχνουν μια δεύτερη ευκαιρία για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Γεγονός που γνώριζε καλά η μητέρα του, που μεγάλωσε μέσα σε τεράστιες οικονομικές δυσκολίες σε ένα απομονωμένο νησάκι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το οποίο δεν ξέχασε ποτέ, παρά το γεγονός ότι έζησε τελικά μέσα στα πλούτη…
Πριν καταφτάσει στον Νέο Κόσμο το 1930, σε ηλικία 18 ετών, χωρίς κανένα σημαντικό εφόδιο για επαγγελματική αποκατάσταση, η Mary Anne MacLeod είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη στερήσεις.
Γι’ αυτό ίσως, και παρά το status της ως κοσμική κυρία του Μανχάταν, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μεγαλεία και προσωπική προβολή.
Ήταν πάντα μια γυναίκα που αγαπούσε τον συνάνθρωπο και έκανε πολλές φιλανθρωπίες, χαρίζοντας ακόμα και τον προσωπικό της χρόνο ως εθελόντρια σε νοσοκομεία. Ακόμα και όταν δεν χρειαζόταν πια.
Η Mary Anne γεννήθηκε τον Μάιο του 1912, λίγες μόλις βδομάδες μετά την τραγωδία του «Τιτανικού». Ο πατέρας της ήταν ψαράς και η μητέρα της νοικοκυρά στο νησάκι Isle of Lewis στις Εξωτερικές Εβρίδες, μια συστάδα νησιών έξω από τις δυτικές ακτές της Σκοτίας.
Δεν θα μπορούσε εξάλλου να κάνει και τίποτα άλλο, καθώς μεγάλωνε 10 παιδιά. Η Mary Anne ήταν το στερνό της παιδί. Για «απερίγραπτη εξαθλίωση» της μικρής κοινότητας των ψαράδων κάνουν λόγο οι ιστορικοί της εποχής.
Μέσα στο ταπεινό αυτό σπιτάκι μεγάλωνε η Mary Anne, βλέποντας τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να πλήττει περαιτέρω οικονομικά την ήδη φτωχή κοινωνία της εργατικής τάξης. Κι έτσι άρχισε από μικρή να κάνει όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Το 1930 λοιπόν, όταν έκλεισε τα 18 της, αποφάσισε να μεταναστεύσει στον Νέο Κόσμο, κυνηγώντας κι αυτή το αμερικανικό όνειρο. Στα χαρτιά του πλοίου την έχουν γράψει ως «καθαρίστρια ή οικιακά».
Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ζούσαν το χρηματιστηριακό κραχ και η αγορά τους ήταν σε κακό χάλι, η ίδια ήταν αποφασισμένη να φύγει πάση θυσία από τη Σκοτία, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον στη χώρα των ευκαιριών.
Είχε εξάλλου μια αδερφή που ζούσε στην Αστόρια, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, όπως δήλωσε στην υπηρεσία μετανάστευσης με τον ερχομό της, και θα εργαζόταν σκληρά ως «οικιακή βοηθός», όπως την εμφανίζουν τα σχετικά έγγραφα της εποχής.
Στην τσέπη της είχε 50 δολάρια, είχε όμως αποκούμπι τη μεγαλύτερη αδερφή της, η οποία ζούσε μια σχετικά αξιοπρεπή ζωή στη νέα της πατρίδα…
Πολύ πριν φέρει στον κόσμο τον άνθρωπο που θα γινόταν πρόεδρος της χώρας που είδε η ίδια ως διέξοδο για το δράμα της φτώχειας της, η Mary Anne βρήκε σύντομα δουλειά ως νταντά σε μια πλούσια οικογένεια του Μανχάταν.
Εκεί που πίστεψε όμως πως όλα θα άλλαζαν, έχασε τη δουλειά της, όπως και αμέτρητοι άλλοι, σε αυτό που θα ήταν ο κολοφώνας της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Αναγκάστηκε το 1934 να επιστρέψει για ένα διάστημα στη Σκοτία, ήταν αποφασισμένη όμως να μη μείνει στη γενέτειρά της.
Κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του 1930 γνώρισε σε ένα πάρτι κάποιον Frederick Trump, που όλοι φώναζαν «Fred». Ήταν ένας νεαρός και φέρελπις επιχειρηματίας, ο άνθρωπος που θα την έβγαζε από τη μιζέρια.
Ο Trump ήταν κοφτερό μυαλό, είχε φτιάξει μια εταιρία κατασκευών με τη μαμά του πριν καν τελειώσει το σχολείο, και τώρα έχτιζε και πουλούσε μικρά σπιτάκια στο Κουίνς έναντι ιδιαιτέρως χαμηλού τιμήματος.
Οι δυο τους ένιωσαν αμέσως την έλξη ο ένας για τον άλλο. Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως στο επόμενο ταξίδι της στη Σκοτία, η Mary Anne εξομολογήθηκε στους γονείς της ότι γνώρισε τον μελλοντικό σύζυγό της.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Ιανουάριο του 1936 σε πρεσβυτεριανή εκκλησία του Μανχάταν, παραθέτοντας δεξίωση για 25 ανθρώπους στο διπλανό ξενοδοχείο. Ήταν πράγματα που η Mary Anne δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί λίγα χρόνια πρωτύτερα.
Οι νεόνυμφοι πέρασαν τον μήνα του μέλιτος στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν σε προάστιο του Κουίνς, για να ξεκινήσουν την οικογένειά τους. Η Maryanne Trump γεννήθηκε το 1937 και ο Fred Jr. την επόμενη χρονιά.
Μέχρι το 1940, η φτωχή Σκοτσέζα ήταν πια μια ευκατάστατη νοικοκυρά της αστικής τάξης, έχοντας ακόμα και δική της υπηρέτρια. Μια κοπέλα από τη Σκοτία, φυσικά. Ο σύζυγος έβγαζε τώρα 5.000 δολάρια τον χρόνο, πάνω από 70.000 ευρώ σε σημερινές τιμές.
Το 1942 ήρθε στη ζωή το τρίτο παιδί των Trump, η Elizabeth, και ο Ντόναλντ γεννήθηκε 4 χρόνια αργότερα. Η γέννηση του πέμπτου της παιδιού, του Robert το 1948, λίγο έλειψε να της στερήσει τη ζωή.
Παρά τη δύσκολη γέννα, τις επιπλοκές και τις απανωτές εγχειρίσεις, η Mary Anne επιβίωσε και είδε τη ζωή και την οικογένειά της να ανθούν όπως ποτέ άλλοτε. Ο σύζυγός της έγινε βαθύπλουτος με την κτηματομεσιτική-κατασκευαστική του μετά τον Β’ Παγκόσμιο, χτίζοντας στη Νέα Υόρκη πάνω από 27.000 διαμερίσματα.
Η μετανάστρια που έμπαινε κάποτε στα υπερωκεάνια χωρίς να έχει στον ήλιο μοίρα επιβιβαζόταν τώρα οικογενειακώς σε υπερπολυτελή κρουαζιερόπλοια και αεροπλάνα με προορισμό τις Μπαχάμες, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο.
Ως σύζυγος ενός αυτοδημιούργητου κροίσου των ΗΠΑ, ήταν αυτομάτως πια μέλος της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, αποδεικνύοντας πως το αμερικανικό όνειρο ήταν αληθινό. Για κάποιους τυχερούς, τουλάχιστον.
Εκείνη δεν περνούσε ωστόσο την ώρα της μόνο σε δεξιώσεις και πριβέ λέσχες. Αφιερώθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή που έγινε βαθύπλουτη σε φιλανθρωπικές δράσεις, χαρίζοντας όχι μόνο τον οβολό της, αλλά και τον προσωπικό της χρόνο.
Όσο η Mary Anne υποστήριζε οικονομικά αλλά και με εθελοντική εργασία ανθρώπους που είχαν υποστεί εγκεφαλική παράλυση ή μαστίζονταν από ψυχικές νόσους, ο γιος της είχε άλλους στόχους να κυνηγήσει στη ζωή…
«Κοιτάζοντας πίσω, συνειδητοποιώ τώρα πως ένα μέρος της ικανότητάς μου να επιδεικνύομαι τη χρωστάω στη μητέρα μου», έγραψε ο Τραμπ στο βιβλίο του «The Art of the Deal» (1987), «είχε πάντα έφεση στο δραματικό και το μεγάλο. Ήταν πάντα μια παραδοσιακή νοικοκυρά, είχε ωστόσο μια αίσθηση του κόσμου έξω από αυτή».
Ο Sandy McIntosh, που φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Νέας Υόρκης με τον νεαρό Ντόναλντ, θυμάται ότι μιλούσε μόνο για τον πατέρα του: «Μιλούσε πολύ για τον πατέρα του, πώς του έλεγε να γίνει ‘‘βασιλιάς’’, να γίνει ‘‘δολοφόνος’’. Δεν μου είπε ποτέ ποια ήταν η συμβουλή της μητέρας του. Δεν είπε ποτέ τίποτα για κείνη. Ούτε μια λέξη».
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μιλήσει δημοσίως για τη μητέρα του σε σπάνιες περιπτώσεις. Όταν το κάνει πάντως, μιλά με τα καλύτερα λόγια.
Και δεν είναι μόνο ότι έχει ονομάσει ένα δωμάτιο του πανάκριβου resort του στο Mar-a-Lago της Φλόριντα προς τιμήν της, είναι κυρίως ότι έχει αποκαλύψει ότι τα θέματα που έχει με τις γυναίκες εκπορεύονται κυρίως από το γεγονός ότι «τις συγκρίνω πάντα» με εκείνη.
«Ένα μέρος του προβλήματος που έχω με τις γυναίκες είναι ότι πρέπει να τις συγκρίνω πάντα με την υπέροχη μητέρα μου», έγραψε στο βιβλίο του «The Art of the Comeback» (1997), «η μητέρα μου είναι σατανικά έξυπνη».
Η Mary Anne ήταν πράγματι μια γυναίκα που γνώρισε η Αμερική ως πάμπλουτη κοσμική, με περίτεχνα χτενίσματα, πανάκριβα χρυσαφικά και γούνες. Μόνο που κάτω από αυτό παρέμενε μια απλή γυναίκα που ήθελε να κάνει καλό γύρω της. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησε ποτέ τη φιλανθρωπική της δράση.
Και παρά το γεγονός ότι έφυγε από τον κόσμο το 2000, πριν καμαρώσει τον γιο της πρόεδρο της χώρας που της έδωσε μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή, πρόλαβε να τον δει να μεγαλουργεί. Ο Ντόναλντ ήταν πραγματικός αστέρας του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ στα 90s.
Ξέρουμε επίσης ότι στο ξεκίνημα της δεκαετίας, όταν χώρισε την πρώτη του σύζυγο Ivana και δημοσιοποίησε τη σχέση του με το μοντέλο Marla Maples, που θα γινόταν τελικά η δεύτερη γυναίκα του, η Mary Anne ρώτησε κάποια στιγμή τη σύντομα πρώην νύφη της την εξής ερώτηση: «Τι σόι γιο έχω δημιουργήσει;».
Η Mary Anne πέρασε τα τελευταία της χρόνια χτυπημένη από βαριάς μορφής οστεοπόρωση και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, έναν χρόνο μετά τον σύζυγό της.
Την ενταφίασαν στον οικογενειακό τάφο των Τραμπ στη Νέα Υόρκη, δίπλα στον άντρα, τα πεθερικά της, αλλά και τον γιο της Fred Jr., που πέθανε το 1981 από επιπλοκές που συνδέονταν με τον αλκοολισμό του.
Όπως παρατηρούσε το περιοδικό «Politico» σε σχετικό δημοσίευμά του το 2017, πάνω από το 1/3 των ανθρώπων που ζούνε στη γειτονιά του κοιμητηρίου έχουν γεννηθεί σε χώρες εκτός Αμερικής. Και παρά το γεγονός ότι έγινε πλούσια και γνωστή στους κοσμικούς κύκλους, η μητέρα του Ντόναλντ φαίνεται να μην ξέχασε ποτέ από πού προήλθε.
Επισκεπτόταν συχνά τη Σκοτία και μιλούσε μάλιστα και τη μητρική της γλώσσα, καθώς τα αγγλικά ήταν σε κείνη τη νησιωτική γωνιά η δεύτερη γλώσσα των κατοίκων.
Η σχέση του Τραμπ με τη Σκοτία ήταν το γήπεδο του γκολφ που έφτιαξε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 2000, αλλά και η σύγκρουσή του με το πολιτικό κατεστημένο των ντόπιων που αντιτάχθηκαν στα αναπτυξιακά του σχέδια.
Και βέβαια από το 2016 και μετά, ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία, ο ρατσιστικός, διχαστικός και αντιμεταναστευτικός του λόγος όξυνε ακόμα περισσότερο τα πνεύματα.
Όταν πρότεινε μάλιστα την απαγόρευση εισόδου στην Αμερική σε κατοίκους από την πλειονότητα των μουσουλμανικών κρατών, η κυβέρνηση της Σκοτίας έμεινε εμβρόντητη.
Ως απάντηση, η πρωθυπουργός της Σκοτίας, Νίκολα Στέρτζον, αναίρεσε το καθεστώς του Τραμπ ως «Παγκόσμιος Σκοτσέζος», ένας τιμητικός τίτλος που λειτουργεί ως επιχειρηματικός πρέσβης της χώρας στη διεθνή οικονομική σκηνή.
Αλλά και το Robert Gordon University του Αμπερντίν πήρε πίσω τον τιμητικό τίτλο που του είχε απονείμει, καθώς οι δηλώσεις του Τραμπ ήταν «εντελώς ασυμβίβαστες με το ήθος και τις αξίες του πανεπιστημίου».
Είναι σίγουρο ότι ο Τραμπ μεγάλωσε με τις ιστορίες της μαμάς του, ιστορίες φτώχειας, ξεριζωμού και αγώνα για επιβίωση. Πώς υιοθέτησε τέτοια αντιμεταναστευτική ρητορεία, αυτό προφανώς μόνο ο ίδιος το γνωρίζει…