Έπαιξε κορώνα-γράμματα τη ζωή του για να ξεφύγει από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Κιμ Γιονγκ-ουν.
Απαρνήθηκε τον τρόπο που μεγάλωσε και έζησε για ένα καλύτερο παρόν κι ένα ακόμα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.
Άφησε πίσω του γυναίκα και παιδί για να κυνηγήσει το όνειρο της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ίσων ευκαιριών.
Και τώρα το έχει μετανιώσει οικτρά, προσπαθώντας εδώ και χρόνια να επιστρέψει στον αυταρχισμό και την καταπίεση της Βόρειας Κορέας, όπως πιστεύει τουλάχιστον η Δύση ό,τι συμβαίνει σε μια γη που εκείνος αποκαλεί πατρίδα.
Αυτή είναι η ιδιαίτερη περιπέτεια και κατάθεση ζωής του Kwon Chol-nam, του άντρα που κατοικεί παρά τη θέλησή του στη Σεούλ και παραμένει ξένος μέσα σε αγνώστους, εχθρός ακόμα και για τους φίλους…
Χωρισμένος και χωρίς μία στην τσέπη, ο Kwon Chol-nam πέρασε από τη Βόρεια Κορέα στην Κίνα το 2014 κολυμπώντας τον μεθοριακό ποταμό που χωρίζει τις δυο χώρες μέσα στο κατασκόταδο. Μετά πέρασε κάτω από τον φράχτη με το συρματόπλεγμα και ανοίχτηκε στην περιπέτεια της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής.
Δεν ήξερε βέβαια πως η μεταναστευτική του οδύσσεια είχε μόλις ξεκινήσει. Αφού έκανε ένα καταραμένο οδοιπορικό μέσα στις ερημιές της Κίνας, διέσχισε ακόμα και τις ζούγκλες του Λάος πριν καταλήξει στην Ταϊλάνδη, όπου και του επιτράπηκε τελικά να πετάξει με το αεροπλάνο στη Νότια Κορέα και να ξεκινήσει την πολυπόθητη νέα του ζωή.
Όλα ξεκίνησαν μια μέρα του 2014 σαν όλες τις άλλες, όταν ο 44χρονος πωλητής βοτάνων βρέθηκε να πουλά τα μαντζούνια του σε μια περιοχή πολύ κοντά στα σύνορα με την Κίνα. Εκεί, σε μια λαϊκή αγορά, γνώρισε μια γυναίκα που του είπε πως είχε περάσει πολλές φορές τα σύνορα, δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο, και πως στην άλλη πλευρά του φράχτη τον περίμεναν λεφτά. Πολλά λεφτά.
Όταν έφτασε εκεί που του είπε με κίνδυνο ζωής και μια ανατριχιαστική ιστορία να διηγείται στους νεότερους, είδε πως τίποτα και κανείς δεν τον περίμενε. Η γυναίκα εξαφανίστηκε εξάλλου από το πλευρό του και εκείνος κατέληξε στα πλοκάμια των δικτύων που διακινούν ανθρώπους σαν εμπορεύματα.
Για 2.500 δολάρια θα τον πήγαιναν στη Νότια Κορέα, του είπαν. Έπειτα από έναν μήνα και μια περιπέτεια που δεν πίστευε ποτέ πως θα ζούσε, εγκαταστάθηκε τον Νοέμβριο σε μια βιομηχανική πόλη στα νοτιοανατολικά της νέας του πατρίδας. Ούλσαν την έλεγαν, 1 εκατ. άνθρωποι ζούσαν εκεί και πίστευε πως θα ενταχθεί γρήγορα στον νέο τρόπο ζωής.
Μόνο που ο νέος τρόπος ζωής διέφερε τόσο από ό,τι είχε συνηθίσει. Στον ακραία ανταγωνιστικό και λυσσαλέα καπιταλιστικό Νότο δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτόν. Το 63% των μεταναστών από τη Βόρεια Κορέα δεν μπορούν να ενταχθούν στη ζωή της Νότιας Κορέας και βιώνουν ρατσισμό και ανισότητες, αυτό μας είπε πρόσφατα το κρατικό Ινστιτούτο Εθνικής Ενοποίησης της Νότιας Κορέας.
Ο αγρότης Kwon έγινε εργάτης φάμπρικας. Και γελούσαν μαζί του που δεν καταλάβαινε όλους αυτούς τους αγγλικούς όρους που μεταχειρίζονταν με άνεση οι συνάδελφοί του. Εκείνος πεισμωμένος έλεγε πως θα τα καταφέρει, δεν μπορεί. Ό,τι μάζευε, τα έστελνε στον γιο του και την πρώην του. Ή έτσι θέλει να πιστεύει τουλάχιστον, καθώς οι τραπεζικές συναλλαγές απαγορεύονται μεταξύ των δύο χωρών και ό,τι γίνεται, γίνεται με μεσάζοντες και καλοθελητές χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα.
Η πρώην γυναίκα του του έστελνε μέσω του ίδιου δικτύου προφορικά ραβασάκια πως θέλει να τα ξαναβρούν. Ο γιος του μεγάλωνε και τον έχανε κάθε μέρα και πιο πολύ. Ο πατέρας του πέθανε κάποια στιγμή και ούτε στην κηδεία του δεν μπορούσε να παραβρεθεί. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι λαθροδιακινητές τον κυνηγούσαν κιόλας, ζητώντας κι άλλα λεφτά.
Η ταλαιπωρία και η εξουθένωση που βίωσε για να φτάσει στη Σεούλ απέκτησαν τώρα άλλο νόημα. Ούτε ευημερία ούτε ευτυχία βρήκε, παρά μόνο ρατσισμό, ρατσισμό απέναντι στον «άλλο», τον ξένο, τον εχθρό εν προκειμένω. Αλλά και το κούφιο όνειρο που είναι ο καπιταλισμός για όσους δεν τον ξέρουν και τον ονειρεύονται ως πανάκεια για τα πάντα.
«Με βρίζουν, μου συμπεριφέρονται σαν ανόητο, δεν με πληρώνουν σαν τους άλλους που κάνουμε την ίδια δουλειά, απλώς και μόνο γιατί είμαι από τον Βορρά», είπε τον Αύγουστο του 2017 στους «New York Times».
Ο μετανάστης, ο αποστάτης, ο «προδότης» για το καθεστώς του Κιμ, δεν γνώριζε πως για τη Νότια Κορέα οι ξένοι από τα βόρεια της χερσονήσου είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αυτός δεν το έβαζε όμως κάτω, τώρα ήθελε να δείξει στη νέα του πατρίδα πως δεν είναι δα και τόσο διαφορετικοί.
Μάζεψε κι άλλους μετανάστες από τη Βόρεια Κορέα και έκαναν όλοι μαζί ομιλίες, έδιναν συνεντεύξεις Τύπου για τα Μέσα, ακόμα και εκκλήσεις στα Ηνωμένα Έθνη έστελναν.
Και βρήκε πολλούς όμοιούς του στη Σεούλ, καθώς από τη δεκαετία του 1990 και τον μεγάλο λιμό που χτύπησε τη Βόρεια Κορέα, πάνω από 30.000 Βορειοκορεάτες βρήκαν τον τρόπο να περάσουν στα νότια της χερσονήσου. Από όλους αυτούς, κάπου 25 άνθρωποι επέστρεψαν μυστηριωδώς στη χώρα του Κιμ, αρχής γενομένης από το 2010.
Ο Kwon, όπως και οι άλλοι, πήρε αμέσως την υπηκοότητα του Νοτιοκορεάτη με το που πάτησε στη χώρα και τώρα είναι παράνομο ακόμα και να επισκεφτεί τον βόρειο γείτονα χωρίς επίσημη κρατική άδεια. Άδεια που δεν δίνεται ποτέ φυσικά και ο Kwon το ξέρει καλά αυτό, καθώς ακόμα και φυλακή μπήκε γιατί μεθόδευε την επιστροφή του στην πατρίδα.
Παρά τις προσπάθειες γειτνίασης των δύο χωρών, ούτε γράμματα δεν μπορεί να ανταλλάξει με τον γιο και την πρώην σύζυγό του, κάνοντας το ενδεχόμενο να διαβεί νόμιμα τα σύνορα μεταξύ Νότιας και Βόρειας Κορέας πρακτικά αδύνατο…
Ο Kwon παλεύει τα τελευταία χρόνια για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Προσπαθεί να πείσει δηλαδή την κυβέρνηση της Νότιας Κορέας να του επιτρέψει να γυρίσει σπίτι. Πλέον κάνει ομιλίες, δίνει συνεντεύξεις Τύπου και στέλνει εκκλήσεις στα Ηνωμένα Έθνη για έναν νέο σκοπό: τον μεγάλο γυρισμό του. Ακόμα και ανθρώπινη πινακίδα έχει γίνει έξω από τα κυβερνητικά κτίρια της Σεούλ, διαμαρτυρόμενος για την άδικη, όπως πιστεύει, απαγόρευση.
«Πρέπει να δοκιμάσεις ένα άλογο για να ξέρεις αν είναι το κατάλληλο για σένα», είπε στους «Times» στην ίδια συνέντευξη στη Σεούλ, «προσπάθησα, αλλά η Νότια Κορέα δεν είναι για μένα. Θέλω να πάω σπίτι μου στη Βόρεια και να δω ξανά την πρώην γυναίκα μου και τον 16χρονο γιο μου».
Η πραγματικότητα είναι πως οι αξιωματούχοι της Νότιας Κορέας υποπτεύονται πως οι «διπλοί αποστάτες», όπως τους αποκαλούν χαρακτηριστικά, έχουν παραπλανηθεί από κινεζικές πηγές για να επιστρέψουν στη Βόρεια Κορέα, ώστε να τους αρπάξουν και να τους στείλουν πακέτο στον Κιμ. Κι αυτό για να λειτουργήσουν ως φερέφωνα προπαγάνδας για τον κακό καπιταλισμό που περιμένει τους Βορειοκορεάτες αν τύχει και βγουν έξω από τα περίκλειστα τείχη του καθεστώτος.
Και κάποιοι από τους 25 που επέστρεψαν στη Βόρεια Κορέα αυτό έκαναν πράγματι, δεν είναι πάντως σαφές αν γύρισαν αυτοβούλως ή «πακέτο», καθώς επανεμφανίστηκαν μαγικά στα βόρεια της χερσονήσου και οι αρχές της Νότιας Κορέας έχασαν εξίσου μαγικά τα ίχνη τους.
Ο Kwon ζητά ρητά να επαναπατριστεί στη χώρα του, όντας μόλις ο δεύτερος μετανάστης που προβαίνει επισήμως σε ένα τέτοιο αίτημα. Ο πρώτος ήταν ο κομμωτής Kim Ryen-hi, που ζήτησε κάτι αντίστοιχο το 2015. Μόνο που για κανέναν τους δεν υπάρχει προοπτική επιστροφής, καθώς οι δύο χώρες δεν έχουν τέτοιες συμφωνίες.
Τον Ιούλιο του 2017 η υπόθεσή του συζητήθηκε πράγματι στον ΟΗΕ και ο ειδικός παρατηρητής ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη Βόρεια Κορέα, Tomás Ojea Quintana, συναντήθηκε μαζί του στη Σεούλ: «Αυτές οι υποθέσεις υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα των οικογενειακών χωρισμών που ξεκίνησαν πριν από 70 χρόνια, αλλά και το γεγονός ότι συνεχίζει να παίρνει νέες μορφές και να επηρεάζει τους ανθρώπους της κορεατικής χερσονήσου με καινοφανείς τρόπους», περιορίστηκε να δηλώσει ο αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών.
Τον προηγούμενο μήνα (Ιούνιος του 2017), η υπόθεσή του έγινε πράγματι αντικείμενο προπαγάνδας στη χώρα που τόσο διακαώς θέλει να γυρίσει: «Όπως μπορούμε να διδαχθούμε από το δακρύβρεχτο αποτέλεσμα του Kwon Chol-nam, ο οποίος είπε πως δεν μπορεί να ζει άλλο στην κόλαση που αποκαλείται Νότια Κορέα, υπάρχουν πολλοί πολίτες μας που κρατούνται διά της βίας στον Νότο και λαχταρούν να επιστρέψουν σπίτι, στα πάτρια εδάφη», δήλωσε η Βόρεια Κορέα σε επίσημο ανακοινωθέν της. Καταλήγοντας πως ο υποτιθέμενος ανθρωπισμός των νότιων γειτόνων δεν είναι «παρά υποκρισία».
Ο Kwon λύγισε, «έσπασα» όπως είπε χαρακτηριστικά, μια μέρα που δεν τον πλήρωσαν για εκείνη τη δουλειά μεταφοράς τούβλων και κάλεσε την αστυνομία, πιστεύοντας πως θα έβρισκε το δίκιο του. Μόνο που οι αστυνομικοί πήραν το μέρος του «δικού» τους, του εργολάβου, και δεν άκουσαν καν τι είχε να τους πει.
«Θα γυρίσω στη Βόρεια Κορέα και θα δώσω μια συνέντευξη Τύπου για να τους πω πώς είναι αλήθεια η ζωή στα Νότια», απείλησε ακόμα και τον δικαστή, καθώς ο εργοδότης τον έσυρε στα δικαστήρια γιατί απαίτησε το μεροκάματό του. Η φυγή του τον έκανε εχθρό για την Πιονγιάνγκ, η διεκδίκηση του δίκιου του τον έκανε τώρα εχθρό και για τη Σεούλ.
Ταυτοχρόνως, έβλεπε στο ίντερνετ την ιστορία του να προπαγανδίζεται από τη Βόρεια Κορέα και πονούσε η ψυχή του. Με το διαβατήριο της Νότιας Κορέας στο χέρι, έκανε αίτηση για τουριστική βίζα στην Κίνα, ώστε να μπει στη Βόρεια Κορέα περνώντας αντίστροφα τα σύνορα. Ακόμα και τις οικονομίες του είχε σπεύσει να μετατρέψει σε δολάρια και όλα ήταν έτοιμα.
Πριν ξεκινήσει, δεν παρέλειψε να στείλει μήνυμα σε έναν αστυνομικό με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι: «Δεν θέλω να ζω άλλο εδώ με την καρδιά ραγισμένη», του έγραψε στο γραπτό μήνυμα, λέγοντας πως θα μετακόμιζε «κάπου στο εξωτερικό». Στις 22 Ιουλίου 2016 καμιά δεκαριά αστυνομικοί έκαναν έφοδο στο σπίτι του και τον συνέλαβαν, κατηγορώντας τον ότι συνωμοτούσε για να καταφύγει στη Βόρεια Κορέα, ένα αδίκημα που επισύρει ακόμα και 7 χρόνια «μέσα». Έφαγε τελικά έναν χρόνο και έπειτα από μερικούς μήνες ήταν ελεύθερος με αναστολή.
Χωρίς δουλειά και προοπτική, οι Νοτιοκορεάτες τον μισούσαν και οι δικοί του τον απέφευγαν. Κατέληξε να καπνίζει τις γόπες που έβρισκε πεταμένες στο πεζοδρόμιο: «Συνάντησα δυσκολίες στη Νότια Κορέα που δεν ήξερα στη Βόρεια. Φοβάμαι να ζήσω εδώ».
Τον Μάρτιο του 2017 μετακόμισε οριστικά στη Σεούλ, πέρασε καιρό σε προνοιακές δομές και καταφύγια αστέγων, πριν εγκατασταθεί σε ένα διαμερισματάκι. Ακόμα και σήμερα βγαίνει μια στο τόσο μπροστά από το Κοινοβούλιο και άλλα σημαντικά κρατικά κτίρια με εκείνες τις μεγάλες πινακίδες του: «Είμαι πολίτης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας. Θέλω να πάω σπίτι».
Τι θα του συμβεί αν επιστρέψει; Θα περάσει από ανάκριση και θα σταλεί σε κάποιο στρατόπεδο-κέντρο εκπαίδευσης για «αναμόρφωση», όπως την αποκαλούν χαρακτηριστικά. Ο Kwon δεν έχει πρόβλημα με αυτό, είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει λέει για να γυρίσει. Ακόμα και την όποια τιμωρία από το καθεστώς δεν τη φοβάται, φτάνει να επιστρέψει.
«Στον Βορρά μπορεί να μην είμαι πλούσιος, αλλά καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο γύρω μου και δεν μου φέρονται σαν σκουπίδι, όπως κάνουν στη Νότια Κορέα». Ο κύριος Kwon συνεχίζει να μάχεται για τον γυρισμό του στην πατρίδα…