«Οι άνθρωποι ζούνε έναν τέτοιο μεγάλο πόνο μόνο μια φορά. Ο πόνος έρχεται ξανά, αλλά βρίσκει πιο σκληρή επιφάνεια». Η αμερικανίδα συγγραφέας Γουίλα Κάθερ είχε γράψει τα παραπάνω λόγια θέλοντας να περιγράψει το θάνατο και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτόν.
Ίσως, πάλι, υπάρχουν περιπτώσεις που ακόμα και αυτά τα σπουδαία λόγια φαίνονται φτωχά. Αν κάναμε μια λίστα από αυτές τις περιπτώσεις σίγουρα θα περιλαμβάναμε και την τραγωδία της Θύρας 7.
Είναι η μεγαλύτερη τραγωδία που έχει συμβεί ποτέ στα ελληνικά γήπεδα. Από τη μια στιγμή στην άλλη 21 νέοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, φωνάζοντας το όνομα της αγαπημένης τους ομάδας. Από την απόλυτη χαρά, στον απόλυτο πόνο μέσα σε ελάχιστες στιγμές.
Τα σκαλοπάτια της Θύρας 7 βάφτηκαν με αίμα και από εκείνη την αποφράδα ημέρα του Φλεβάρη του 1981 κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει.
Μια τραγωδία για την οποία ουδέποτε τιμωρήθηκε κανείς. Σα να μην έφταιγε κάποιος. Σα να ήταν όλα καλώς καμωμένα και απλά ήταν η «κακιά» στιγμή. Το αίτημα για δικαιοσύνη στην αρχή ήταν καθολικό. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, έμειναν μόνο λίγοι από τους συγγενείς των αδικοχαμένων παιδιών να απαιτούν να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Μέχρι που σιγά- σιγά και αυτοί σιώπησαν.
Πιθανότατα απογοητεύτηκαν με το πόσο γρήγορα φτάσαμε από το γνωστό «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο» στην λήθη και τελικά στην ατιμωρησία.
Μια θύρα που ήταν παγίδα θανάτου
Στο κείμενο αυτό δε θ’ αναλωθούμε στο χρονικό της τραγωδίας που προφανώς είναι γνωστό στους πάντες. Θα επιχειρήσουμε, αρχικά, να βρούμε τις αιτίες της τραγωδίας που σημάδεψε μια για πάντα την οικογένεια του Ολυμπιακού.
Το βασικό αίτιο της πολύνεκρης αυτής τραγωδίας είναι η ίδια η θύρα. Ή για να είμαστε περισσότερο ακριβείς η κατασκευή της.
Η Θύρα 7 στο παλαιό Καραϊσκάκη ήταν από μόνη της μια παγίδα θανάτου, μόνο που κανείς δεν έδωσε ποτέ τη σημασία που έπρεπε.
Οι οπαδοί που βρίσκονταν στις κερκίδες, όταν τελείωνε ο αγώνας για να φτάσουν στην έξοδο έπρεπε να κατέβουν λίγα σκαλοπάτια τα οποία τους οδηγούσαν σε έναν διάδρομο στο τέλος του οποίου έπρεπε να κάνουν δεξιά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν καμία οπτική επαφή με την έξοδο. Στη συνέχεια (και αφού έκαναν δεξιά) συναντούσαν τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα τουρνικέ της εξόδου.
Η μη οπτική επαφή με την έξοδο μέχρι και τη στιγμή που κάποιος έφτανε στη μεγάλη σκάλα είναι για πολλούς το σημείο κλειδί. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι πως μέχρι και τον Φλεβάρη του 1981 και εκείνη τη μαύρη ημέρα στη μέση της σκάλας δεν υπήρχε κάποιο κάγκελο για να κρατιούνται όσοι κατέβαιναν αλλά ούτε και φώτα!
Αυτά τα δυο στοιχεία σε συνδυασμό πως αποδεδειγμένα εκείνη την Κυριακή, μετά το τέλος του αγώνα με την ΑΕΚ, δεν είχαν αφαιρεθεί από τις θέσεις τους τα τουρνικέ, όπως προέβλεπαν οι κανονισμοί ασφαλείας, οδήγησαν στον εφιάλτη των 21 νεκρών.
Τα δυο άγνωστα ατυχήματα στη Θύρα 7
Οι υπεύθυνοι του σταδίου είχαν προειδοποιηθεί για το κακό που ερχόταν. Ήταν τέτοιο το κατασκευαστικό λάθος της συγκεκριμένης θύρας που το δυστύχημα στις 8-2-1981 δεν ήταν το πρώτο. Είχαν προηγηθεί δυο ακόμα τα οποία, όμως, επειδή δεν είχαν νεκρούς δεν κινητοποίησαν όσους θα έπρεπε και κάπως έτσι οι φανατικοί του Ολυμπιακού χωρίς να το ξέρουν, κάθε Κυριακή έπαιζαν τη ζωής τους κορώνα-γράμματα.
Από μια διαβολική σύμπτωση, μάλιστα, και τα δυο προγενέστερα ατυχήματα είχαν γίνει και αυτά Φεβρουάριο!
Στις 14 Φεβρουαρίου 1973 ο Ολυμπιακός υποδέχεται τον Άγιαξ. Το Καραϊσκάκη είναι ασφυκτικά γεμάτο. Ακόμα περισσότερο η «7» που από τότε συγκέντρωνε τους πιο… θερμόαιμους οπαδούς των ερυθρολεύκων. Το παιχνίδι τελειώνει 1-2 υπέρ των Ολλανδών. Κατά την έξοδο των οπαδών από το γήπεδο δημιουργείται συνωστισμός με αποτέλεσμα 34 από αυτούς να μεταφερθούν τραυματισμένοι στο νοσοκομείο.
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1980 (ένα χρόνο και δυο ημέρες πριν την μεγάλη τραγωδία) ο Ολυμπιακός υποδέχεται στο φαληρικό στάδιο τον ΠΑΟΚ και χάνει με 1-2. Πάλι κατά την έξοδο των οπαδών από τη συγκεκριμένη θύρα, 10 άνθρωποι τραυματίζονται σοβαρά από τον συνωστισμό.
Και αυτά είναι δυο μόνο περιστατικά. Υπάρχουν άνθρωποι που πήγαιναν στην «7» από παλιά και έλεγαν πως συχνά- πυκνά υπήρχαν τραυματισμοί οπαδών στη συγκεκριμένη θύρα και απλά δεν γινόταν η σχετική καταγραφή διότι δεν ήταν μαζικοί.
Η δήλωση του Γ. Ράλλη που προκάλεσε αίσθηση
Από την πρώτη στιγμή της τραγωδίας οι συγγενείς των θυμάτων αλλά και οι απλοί οπαδοί του Ολυμπιακού ζητούσαν να χυθεί άπλετο φως στα αίτια που οδήγησαν στην τραγωδία. Το πρώτο σοκ, ωστόσο, το υπέστησαν το ίδιο βράδυ όταν έφτασε έξω από το Τζάνειο νοσοκομείο ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης και δήλωσε πως «ήταν ένα ατύχημα. Δεν φταίει κανείς»!
Τις επόμενες ημέρες οι αρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης προσπάθησαν να «μαζέψουν» αυτή την άστοχη δήλωση τονίζοντας πως αν προκύψουν ευθύνες οι ένοχοι θα τιμωρηθούν, ωστόσο, κανείς πλέον δεν πίστευε πως θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Οι συγγενείς των θυμάτων έβλεπαν πως περνάνε οι μέρες και κάνεις δεν προσπαθούσε να βρει τις πραγματικές αιτίες πίσω από την τραγωδία.
Όταν μάλιστα στις 24 Φεβρουαρίου έγινε και ο μεγάλος σεισμός (6,7 ρίχτερ) στις Αλκυονίδες που ταρακούνησε ολόκληρη την Αττική, οι συγγενείς των θυμάτων της «7» φώναζαν πως η τραγωδία είχε περάσει πλέον σε δεύτερη μοίρα.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1983, μάλιστα, δυο χρόνια μετά την τραγωδία δηλαδή και ενώ ακόμα δεν έχει ξεκινήσει η δίκη, οι συγγενείς πραγματοποίησαν γενική συνέλευση προκειμένου να οργανώσουν την αντίδρασή τους.
«Έβαλαν 11.000 θεατές, σε εξέδρα έξι χιλιάδων και οι πόρτες ήταν μισόκλειστες»
Τελικά, και έπειτα από αναβολές, η τραγωδία φτάνει στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας Πειραιά Ναπολέων Παντιώρας με την πρότασή του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά ζητά την παραπομπή συνολικά 11 ατόμων.
Πρόκειται για έξι αστυνομικούς και πέντε θυρωρούς που είχαν υπηρεσία στη «Θύρα 7» την μαύρη Κυριακή. Οι κατηγορίες που τους αποδίδονται είναι ανθρωποκτονία εξ αμελείας και πρόκληση σωματικών βλαβών.
Η δίκη ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1984 και μέσα στη δικαστική αίθουσα εκτυλίσσονταν καθημερινά σκηνές αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Από τη μια οι μαυροφορεμένες μανάδες να ζητούν δικαίωση για τα νεκρά παιδιά τους και οι τραυματίες που κατάφεραν σαν από θαύμα να σωθούν που κατέθεταν πως τα τουρνικέ ήταν στη θέση τους και οι πόρτες μισόκλειστες και από την άλλη, οι αστυνομικοί και οι υπεύθυνοι του γηπέδου που έλεγαν πως οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και τα τουρνικέ είχαν βγει 20 λεπτά νωρίτερα όπως προέβλεπαν οι κανόνες ασφαλείας.
Την Τρίτη 6 Μαρτίου του 1984 οι δικαστές αποφάσισαν να κάνουν αυτοψία στη Θύρα 7. Επικεφαλής ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ιωάννης Πρίαμος, η όλη διαδικασία κράτησε περίπου 40 λεπτά και σημαδεύτηκε από ένταση ανάμεσα στους αστυνομικούς και τους θυρωρούς που πλέον άρχισαν να λένε διαφορετικά πράγματα. Αυτό που έκανε, ωστόσο, εντύπωση είναι πως ο πρόεδρος του δικαστηρίου κοιτάζοντας από ψηλά τις σκάλες της «7» μονολόγησε πως «πράγματι, αυτές οι σκάλες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες»!
Μέσα σε 28 ημέρες, την εξέταση 100 μαρτύρων και την αγόρευση συνολικά 16 συνηγόρων η δίκη ολοκληρώθηκε. Η πρωτόδικη απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε το απόγευμα της 15ης Μαρτίου του 1984. Σύμφωνα με αυτή καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια φυλάκιση ο καθένας, οι πέντε φύλακες της «7» ενώ παράλληλα, αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών όλοι οι αστυνομικοί! Μετά την καταδίκη τους οι πέντε φύλακες άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1986, στο τριμελές εφετείο του Πειραιά, ξεκίνησε μέσα σε κλίμα πρωτοφανούς έντασης η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συγγενείς κινήθηκαν απειλητικά εναντίον των θυρωρών, ενώ σε μια περίπτωση, μάλιστα, πιάστηκαν στα χέρια με έναν από αυτούς καθώς θεώρησαν πως τους ειρωνεύτηκε.
Στις 21 Φεβρουαρίου και μετά την εξέταση περίπου 40 μαρτύρων η πρόταση του εισαγγελέα κ. Παΐζη ήταν αθωωτική και για τους πέντε θυρωρούς καθώς για την τραγωδία δεν έφταιγαν αυτοί αλλά «η κατασκευή των σκαλοπατιών αφού εκεί έγινε το κακό, πολύ πριν φτάσουν οι φίλαθλοι στις πόρτες»!
Την επόμενη ημέρα πέφτει και επίσημα η αυλαία της υπόθεσης. Οι πέντε θυρωροί αθωώθηκαν και αυτοί (όπως πρωτόδικά οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι) και έμειναν οι χαροκαμένες μάνες να φωνάζουν και να καταριούνται: «Θα σας πνίξει το αίμα των παιδιών μας»!