Η Μυρτιά είναι ένα μικρό χωριό της Κρήτης, στο νομό Ηρακλείου, σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από την πρωτεύουσα του νομού και 10 χλμ. από τον Αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 365 μέτρων, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστή με την ονομασία «Βαρβάροι» – για την οποία υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Οι κάτοικοί της ασχολούνται, κυρίως, με την γεωργία, καλλιεργώντας αμπέλια και ελιές.
Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, συγκριτικά με τα υπόλοιπα χωριά του νομού. Ωστόσο, υπάρχει ένα συγκεκριμένο στοιχείο που την διαφοροποιεί από αυτά, κάνοντάς τη μοναδική.
Μια βόλτα στους δρόμους της είναι αρκετή για να βάλει σε υποψίες, σχετικά με την διαφορετικότητα και μοναδικότητά της. Τον επισκέπτη, λοιπόν, εδώ υποδέχονται φιγούρες από τον Καπετάν Μιχάλη και το Ζορμπά, ζωγραφισμένες στους τοίχους των χαμηλών σπιτιών του χωριού.
Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό για να αποκαλυφθεί το «μυστικό» της Μυρτιάς, ένα βλέμμα προς τις ονομασίες των δρόμων, και κυρίως του κεντρικού, ίσως λύσει το «μυστήριο»: είναι αφιερωμένος στο Νίκο Καζαντζάκη, όπως και η κεντρική πλατεία του χωριού. Πρόκειται, λοιπόν, για τον τόπο καταγωγής, από την πλευρά του πατέρα του, του μεγαλύτερου Έλληνα συγγραφέα των νεότερων χρόνων.
Όσοι, ωστόσο, ζητάνε κι άλλα στοιχεία για να κατανοήσουν την αξία της Μυρτιάς, αρκεί να γνωρίσουν ότι στην κεντρική πλατεία της λειτουργεί Μουσείο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, που δημιουργήθηκε με σκοπό τη διατήρηση της μνήμης του συγγραφέα και της προώθησης του έργου του σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Ένας χώρος «μνήμης» και «προσκυνήματος» για τον μεγάλο και πολυπράγμονα Έλληνα στοχαστή, που με τον τρόπο ζωής και σκέψης του, αλλά και μέσα από το πλούσιο και ανεκτίμητης αξίας έργο του, αποτελεί έμπνευση για πολλούς. Το μουσείο λειτουργεί από το 1983, ενώ διαθέτει ένα πλούσιο, σπάνιο και μεγάλης αξίας υλικό.
Το Μουσείο και ο ιδρυτής του
Η ίδρυσή του, λοιπόν, οφείλεται στον Γιώργο Ανεμογιάννη –σκηνογράφο- ενδυματολόγο στο επάγγελμα από τους πρωτοπόρους στην Ελλάδα στο χώρο του–, ενώ σημαντική ήταν και η προσφορά της Ελένης Καζαντζάκη, δεύτερης συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη.
«Εγώ δεν ζηλεύω τον Καζαντζάκη που βρήκε και κούρνιασε, εγώ ζηλεύω τον Ανεμογιάννη που κατέχει να χτίζει στ’ αψηλά κλαδιά φωλιές», πρωτοέγραψε στο βιβλίο επισκεπτών ένας γερο-Κρητικός για τον κύριο Ανεμογιάννη.
Ο χώρος όπου στεγάζεται το μουσείο σήμερα διαμορφώθηκε εκ νέου σε ένα διώροφο οίκημα, στο σημείο όπου βρισκόταν παλαιότερα το πατρικό της οικογένειας Ανεμογιάννη –οικογένειας που είχε συγγενικούς δεσμούς με τον καπετάν Μιχάλη, τον πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη.
Ένα αρκετά μεγάλο διώροφο σπίτι με παραδοσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία, στο οποίο έζησε για κάποια χρόνια ο καπετάν Μιχάλης, ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που φιλοξενήθηκε σε αυτό και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Η αρκετά τολμηρή και φιλόδοξη έμπνευση του κυρίου Ανεμογιάννη για την ίδρυση του Μουσείου ήρθε το 1975, όταν ο ίδιος απέκτησε την κυριότητα του οικήματος, ενώ τα εγκαίνια του μουσείου πραγματοποιήθηκαν, λίγα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιουνίου του 1983 παρουσία της τότε υπουργού Πολιτισμού και προσωπικής φίλης του Ανεμογιάννη και του ζεύγους Καζαντζάκη, Μελίνας Μερκούρη.
Το παρών, μάλιστα, έδωσαν και ονόματα μεγάλου πνευματικού αναμετρήματος, όπως οι Οδυσσέας Ελύτης και Kimon Friar (ο μεταφραστής του έργου «Οδύσσεια» στα αγγλικά).
Το 2009 αποτελεί, επίσης, χρονιά σταθμό για το Μουσείο, καθώς με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιήθηκε η ριζική ανακαίνιση του κτηρίου όπου φιλοξενείται η Μόνιμη Έκθεση, κατά την οποία ο χώρος απέκτησε την εικόνα ενός σύγχρονου και δυναμικού μουσείου.
Έγινε, λοιπόν, ευκολότερα προσβάσιμο σε ΑμεΑ, εξοπλίστηκε με τεχνολογικά μέσα, εκσυγχρονίστηκε και εμπλουτίστηκε με επιπλέον «καζαντζακικά» αποκτήματα.
Παράλληλα με την ανανέωση του κτηρίου, εγκαινιάστηκαν και νέες δραστηριότητες όπως η λειτουργία ψηφιακής βιβλιοθήκης, οι ηλεκτρονικές και έντυπες εκδόσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Οι συλλογές και η μόνιμη έκθεση
Για την δημιουργία του Μουσείου ο κύριος Ανεμογιάννης ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα η οποία διήρκεσε για χρόνια, με αρκετή επιμονή και υπομονή, και όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος «με την επιμονή που πρέπει να χαρακτηρίζει παθιασμένους συλλέκτες και με το ακατάβλητο πείσμα όσων θέλουν να πετύχουν ένα σκοπό».
Με οργανωμένη σκέψη και στόχο, η «οδύσσεια» της συλλογής του υλικού πήρε σάρκα και οστά, με τον ίδιο να στέλνει περισσότερες από 3.000 επιστολές σε κάθε γωνιά της γης αναζητώντας ο,τιδήποτε μπορούσε να έχει σχέση με τον Νίκο Καζαντζάκη σε στενούς φίλους και συγγενείς, παλαιοβιβλιοπωλεία, αρχεία, βιβλιοθήκες κ.α.
Έτσι, η προσπάθειά του απέφερε καρπούς, και πιο συγκεκριμένα μία, ανεκτίμητης αξίας, συλλογή με 50.000 αντικείμενα, τα οποία προέρχονται τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό.
Ανάμεσά τους πρώτες εκδόσεις και πρωτότυπα κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, χειρόγραφα, λευκώματα, κειμήλια, αντικείμενα και ενθύμια από τα ταξίδια του, μακέτες σκηνικών και κοστούμια από παραστάσεις των έργων του, σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό, επιστολές και προσωπικά είδη του Νίκου Καζαντζάκη.
Σαν άλλος έμπειρος μουσειολόγος, χωρίς να διαθέτει, ωστόσο, τις αντίστοιχες σπουδές και γνώσεις, ο κύριος Ανεμογιάννης κατάφερε να οργανώσει και να ταξινομήσει αυτόν τον τεράστιο όγκο υλικού, που σήμερα αποτελεί την «περιουσία» του Μουσείου, και του Ιδρύματος Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο βρίσκεται, πλέον, πίσω από τν λειτουργία του Μουσείου.
Τα 50.000 αντικείμενα ταξινομήθηκαν σε κατηγορίες χωρισμένες σε διάφορες θεματικές όπως: Επιστολές, Ολόγραφα- Αυτόγραφα, Εκδόσεις- Άρθρα- Μελέτες, Δημοσιεύματα τύπου, Φωτογραφίες, Ηχητικά ντοκουμέντα, Τεκμήρια κινούμενης εικόνας, Θεατρικό υλικό, Έργα Τέχνης, Προσωπικά Αντικείμενα, για να αποτελούν σε όσους επισκέπτονται σήμερα το Μουσείο πραγματική πηγή έμπνευσης.
«Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει» έλεγε ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής. Κάτι που φαίνεται να ισχύει και για τον ιδρυτή του Μουσείου –ο κύριος Ανεμογιάννης έφυγε από την ζωή το 2005– ο οποίος οραματίστηκε, σχεδίασε και έφερε εις πέρας ένα μεγάλο και αρκετά δύσκολο πόνημα, το οποίο αποτελεί πραγματική παρακαταθήκη για ολόκληρη την Ελλάδα.