Ήταν αργά μετά τα μεσάνυκτα σε ένα κρύο και νοτισμένο από την υγρασία και τη βενζίνη, βράδυ. Το ρολόι έγραφε 04:30 στις 22 Νοεμβρίου του 1995, όταν στο βενζινάδικο της Λα Κονστάντσια στη πόλη Χερέθ της Ισπανίας, ένα ταξί μπήκε για ανεφοδιασμό. Όταν ο οδηγός δεν είδε κάποιον να κυκλοφορεί στο μαγαζί μπήκε μέσα για να διεκπεραιώσει άλλη μία βαρετή υποχρέωση βραδινής βάρδιας. Το θέαμα που αντίκρυσε θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό του.
Αίμα είχε πεταχτεί στους τοίχους ενώ τα σημάδια οδηγούσαν πίσω από ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Με ψυχραιμία που αρμόζει μόνο σε ιατροδικαστές, ο οδηγός αντίκρυσε το κατακρεουργημένο σώμα του νεαρού Χουάν Ολγκάδο μέσα σε μία λίμνη αίματος. Ο 26χρονος ανέπνεε ακόμα αλλά ήταν φανερό πως ήταν θέμα χρόνου. Στις 04:45 ο Ολγκάδο άφησε την τελευταία του πνοή σε ασθενοφόρο αφού τον είχαν κατασφάξει με 30 μαχαιριές σε όλο του το κορμί.
Η οικογένεια Ολγκάδο έμαθε τα μαντάτα λίγες ώρες μετά. Η αντίδραση του πατέρα του δεν ήταν ακριβώς η αναμενόμενη. Αντικατόπτριζε (και αντικατοπτρίζει σε ένα βαθμό) την ψυχική καταρράκωση ενός γονέα μπροστά σε μία είδηση τόσο συνταρακτική.
Από την αρχή η ιστορία της δολοφονίας του νεαρού Χουάν δεν ήταν… «άλλη μία μέρα στη δουλειά». Αμέσως μετά τους νοσηλευτές και τους τραυματιοφορείς κατέφθασαν στο σημείο πλήθος αστυνομικών οι οποίοι έδειχναν σε παράκρουση. Πειστήρια του εγκλήματος πιάνονταν με γυμνά χέρια, αντικείμενα μετακινούνταν χωρίς λόγω. Ο χώρος του καταστήματος όπως μετέδωσαν τα ΜΜΕ της εποχής είχε «σοδομηθεί» από τους ατζαμίδες Ισπανούς αστυνομικούς.
Ο υπεύθυνος της έρευνας, Μανουέλ Μπουιτουράγκο, βρέθηκε περιστοιχισμένος από εγκληματολόγους, ιατροδικαστές, αστυνομικούς, περίεργους πολίτες και δημοσιογράφους. Η σκηνή του εγκλήματος ήταν χαοτική. Εν τέλει 23 δακτυλικά αποτυπώματα, αμφιβόλου προελεύσεως, συλλέχθηκαν από το κατάστημα.
Δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας και καμία κάμερα ασφαλείας δεν είχε καταγράψει το περιστατικό ή κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιο στοιχείο. Για την αστυνομία, τα τραύματα υποδήλωναν τουλάχιστον δύο ή και περισσότερους εισβολείς.
Δεν φαινόταν πουθενά κίνητρο για την στυγνή δολοφονία. Αυτό που διακρινόταν, ήταν πως ο Χουάν, ο οποίος στα προηγούμενα 26 χρόνια της ζωής του δεν είχε μπλεξίματα με τον νόμο. Το πόρισμα έλεγε πως οι ύποπτοι είναι μία συμμορία τοξικοεξαρτημένων με παρελθόν στις ληστείες βενιζνάδικων. Τα στοιχεία όμως δεν αρκούσαν για να τους τραβήξουν οι αρχές σε δίκη
Ο Χουάν Ολγκάδο δούλευε στο βενιζνάδικο για να μπορέσει να συντηρήσει το όνειρό του να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόταν στα τοπικά της Ισπανίας και ποτέ δεν είχε καταφέρει να κάνει το μεγάλο βήμα για τη ζωή του και την καριέρα του. Το νυχτοκάματο στο βενζινάδικο έμελλε να είναι και η προσωπική εκατόμβη του ίδιου και της οικογένειάς του.
Έξι εβδομάδες μετά την δολοφονία, ο επικεφαλής της έρευνας είχε «βρει» τους πρώτους υπόπτους. Τέσσερις άνδρες με βεβαρυμένο μητρώο ποινικό μητρώο και προϊστορία με ουσίες. Άπαντες αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Όταν ο Φρανθίσκο Ολγάδο, πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του, ανέφερε πως «δεν πίστευα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε εμένα». Αλλά εν αντιθέσει με όλους όσοι έχει συμβεί μια παρόμοια τραγωδία, προχώρησε σε τέτοιο βάθος την αναζήτηση των ενόχων και την απονομή δικαιοσύνης που η ζωή του κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Και ανεπανόρθωτα.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως τραπεζικός υπάλληλος. Ο τότε 51χρονος πατέρας τριών αγοριών και μιας κόρης, απέκτησε πολύ γρήγορα εμμονή με τον εντοπισμό των δολοφόνων του υιού του. Η αφοσίωση στο έργο του ήταν τέτοια, που ο ισπανικός τύπος του έδωσε τον χαρακτηρισμό «padre coraje» («πατέρα κουράγιο»).
Δύο χρόνια μετά το φόνο, το 1997, ο Ολγκάδο ζούσε διπλή ζωή. Το πρωί ξυπνούσε στις 06:00 για να πάει στο γραφείο του στη Σεβίλλη, 60 μίλια μακριά. Εκεί δούλευε μέχρι το απόγευμα και επέστρεφε πάλι με το λεωφορείο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα.
Η περιπλάνηση του στον υπόκοσμο και τα στενά σοκάκια των κακόφημων περιοχών της Χερέθ είχε ξεκινήσει. Η Ρομπεσαπίνες ήταν μία κάποτε εύρωστη περιοχή της πόλης όπου πλέον είχε εξελιχθεί σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. Εκεί προσπαθούσε να αλιεύσει πληροφορίες όσον αφορά την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας. Μέχρι να ξημερώσει και να επιστρέψει κατάκοπος στο σπίτι του τριγυρνούσε σε μπαρ, υπόγεια, οίκους ανοχής και εγκαταλελειμμένα σπίτια στέκια τοξικοεξαρτημένων ατόμων.
Η έρευνά του γινόταν όλο και πιο οργανωμένη όσο περνούσε ο καιρός. Κατέγραφε τις συνομιλίες που είχε με τους εξαρτημένους μήπως αποκρυπτογραφήσει κάποια πληροφορία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η ζωή του τέθηκε σε κίνδυνο από εμπόρους ναρκωτικών.
Τα Σαββατοκύριακα, αντί να περνάει χρόνο με την οικογένειά του, ο Ολγάδο ασχολούνταν με τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του. Τα αποτελέσματα πενιχρά και απογοητευτικά. Ωστόσο η επαφή του με αυτό τον κόσμο του δημιούργησε την αίσθηση πως πολλοί είναι αυτοί που εμφανίζονται και εξαφανίζονται χωρίς να τους αναζητήσει κανείς. Έτσι επινοήθηκε ο «Πέπε». Η περσόνα με τα γυαλιά ηλίου και την περούκα όπου μαζί με την καμπαρντίνα που φορούσε έκανε τον πατέρα Ολγκάδο να μοιάζει σαν καρικατούρα από κόμικ.
Συστηνόταν σε τοξικομανείς και τους έταζε λεφτά είτε τους έδινε με το αζημίωτο (για να μην γίνει αντιληπτός) ναρκωτικά. Είχε μπει ολοκληρωτικά στον υπόκοσμο της Χερέθ. Ο στόχος του; Ένα όνομα που άκουγε συχνά πυκνά: Ασένσιο.
Τον πλησίασε σε μία ουρά κέντρου μεθαδόνης. Του πρόσφερε ναρκωτικά και κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Έφτασε σε τέτοιο βαθμό εγγύτητας που κάποια στιγμή ο Ασένσιο του είπε: «Έμαθα ότι με ψάχνει ο πατέρας του Χουάν Ολγκάδο. Πρέπει να τον σκοτώσω πριν με προλάβει!». Το σοκ ήταν τέτοιο που ο «Πέπε» πρότεινε στον Ασένσιο να δολοφονήσουν μαζί τον «γέρο που ήταν το κακό σπυρί».
Όλη αυτή η κατάσταση όπως ήταν φυσικό οδήγησαν στην πλήρη αποστασιοποίηση του από την γυναίκα του και τα τρία εν ζωή παιδιά του. Τότε ήταν που παράτησε τη δουλειά του στην τράπεζα. Η σύζυγός του τον άφησε μιας και η εμμονή του συζύγου της την κούρασε. Ήθελε να προχωρήσει, και στο πλευρό της τάχθηκαν και τα άλλα παιδιά της οικογένειας.
Το 2009 και μετά από δύο δίκες οι 4 κατηγορούμενοι -μεταξύ των οποίων και ο Ασένσιο- κρίθηκαν αθώοι και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο λόγω έλλειψης στοιχείων. Έξι χρόνια μετά και το 2015 ο τραγικός πατέρας περπάτησε 600 χλμ. μέχρι την Μαδρίτη για να συναντήσει τον υπουργό Δικαιοσύνης. Ο υπουργός συγκινημένος υποσχέθηκε να ξανακοιτάξει την υπόθεση. Ο Φρανσίσκο Ολγκάδο δεν είχε διστάσει να διακόψει ματς της τοπικής ομάδας της Χερέθ εισβάλοντας στο γήπεδο, κρατώντας μία φωτογραφία του γιου του.
«Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει. Και θα τον βρω», δηλώνει ο πατέρας ο οποίος λέει πως αν χρειαστεί θα περπατήσει μέχρι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Μέχρι τότε επισκέπτεται καθημερινά τον τάφο του παιδιού του και επιστρέφει στο σπίτι που του παρέχει η πρόνοια.