Ο μύθος θέλει την Μπόνι και τον Κλάιντ να είναι ένα ζευγάρι που περνούσε τη ζωή του, ληστεύοντας τράπεζες και ζώντας πλουσιοπάροχα από τα χρήματα που εξοικονομούσε από αυτές. Ο ισχυρισμός αυτός όμως απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Σε ό,τι αφορά τις ληστείες, το ζευγάρι συμμετείχε σε λιγότερες από 15, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, έφευγαν με πάρα πολύ λίγα χρήματα. Δε ζούσαν στη χλιδή, επενδύοντας σε ταξίδια και κομψά ρούχα, αλλά είχαν μια σκληρή καθημερινότητα, γεμάτη δραματικές αποδράσεις, τραυματισμούς, φυλακή και δολοφονίες. Ο γοητευτικός «ληστής gentleman», Μπρούνο Σουλάκ και η σύντροφός του, στη ζωή και το έγκλημα, Θάλεια, είχαν μία παράλληλη πορεία με τους Μπόνι και Κλάιντ, όσον αφορά την επιλογή «ανεύρεσης» εισοδήματος ωστόσο αυτοί επέλεξαν να ζήσουν τη «μεγάλη ζωή» που τους προσέφεραν τα κλοπιμαία από τις ληστείες στα κοσμηματοπωλεία και τα πανάκριβα καταστήματα. Κανείς στη Γαλλία δεν έχει ξεχάσει τον Μπρούνο Σουλάκ, τον διαβόητο κλέφτη της δεκαετίας του ’80 που συνεπήρε τη χώρα με την προσωπική του ζωή – πιο εξωφρενική και από μυθιστόρημα.
Η απόπειρα να γίνει λεγεωνάριος και οι ληστείες στα μπακάλικα
Το 1976 ο νεαρός Μπρούνο Σουλάκ ήταν 20 ετών. Κατατάχθηκε στην γαλλική Λεγεώνα λοιπόν με το όνομα Μπερνάρντ Σουσόν. Η μετάθεση του ήταν στην Κορσική και το καλοκαίρι του 1978 πεθύμησε τους γονείς του. Θεώρησε πως η απουσία του δεν θα γίνει αισθητή από κανέναν. Έκανε λάθος εκτίμηση ωστόσο καθώς η μονάδα του μεταφέρθηκε για άσκηση στο Ζαΐρ. Θεωρήθηκε λιποτάκτης και έτσι το έσκασε. Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε και η καριέρα του ως ληστής. Ο λόγος που όλοι στη Γαλλία αγάπησαν τον Μπρούνο Σουλάκ, τον γοητευτικό άνδρα με καταγωγή από τη Μασσαλία που δεν μίλησε άσχημα σε κανένα από τα υποψήφια θύματά του και δεν χρησιμοποίησε ποτέ βία, είχε να κάνει με την προσήλωσή του σε ακριβούς στόχους. Με εξαίρεση κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και μικρά μπακάλικα στις αρχές της σταδιοδρομίας του ως κλέφτη. Σε μια δεκαετία γεμάτη βία από τρομοκρατικά χτυπήματα και ληστείες και με τους περισσότερους κλέφτες να κρατάνε ομήρους και να σκοτώνουν, η παρουσία του Σουλάκ ασκούσε μία περίεργη και εμβληματική γοητεία στους συμπατριώτες του.
Η μούσα του στο έγκλημα, η Ελληνίδα, Θάλεια
Ο ζεν πρεμιέ «κλέφτης είδωλο», είχε για μούσα του και συνεργό την Ελληνίδα Θάλεια, η οποία εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο Πατρίτσια ή Νάντια ή Κλερ. Η Θάλεια του, που νόμιζε ότι καταγόταν από τις θεές και τις Μούσες, η γυναίκα με την ευγενική καταγωγή που έβρισκε συχνά καταφύγιο στα ελληνικά νησιά. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1979 και απέκτησαν την κόρη τους, Αμελί. Μάλιστα η πρώτη φορά που συνέλαβαν τον Σουλάκ ήταν όταν πήγε να δηλώσει στο ληξιαρχείο τη γέννηση της Αμελί. Εκεί ανάμεσα στις στιγμές εξωφρενικού έρωτα και πολυτελούς βίου σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, το ζευγάρι, δύο σύγχρονοι Μπόνι και Κλάιντ, πέτυχε κάποιες από τις πιο απίστευτες ληστείες χωρίς να κάνουν χρήση βίας. Εκτός από τα όπλα τους τα οποία ναι μεν τα είχαν αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν, είχαν ένα και μοναδικό εργαλείο. Ένα παλιό αυτοκίνητο μάρκας Simca που οδηγούσε πάντα η Θάλεια. Το ζευγάρι, όταν σταματούσε τις επιδρομές σε κοσμηματοπωλεία και ακριβά καταστήματα, μάθαινε ξένες γλώσσες, έπινε μόνο ακριβά κρασιά και ήταν μυημένο στα μυστικά του μπλακ τζακ. Ήταν λάτρεις της λεπτομέρειες, ένα στοιχείο που τους βοήθησε ώστε να μπορούν να πείσουν πως δεν ήταν απλοί κλέφτες, αλλά πελάτες και άνθρωποι που αφού αποσπούσαν τα αντικείμενα αξίας και τα χρήματα, ήξεραν να τα χρησιμοποιούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των γνώσεων τους το πόσα διαμάντια στόλιζαν τις περίφημες τίγρεις του Cartier.
Η «ερωτική» σχέση με τον αστυνομικό που τον συνέλαβε δύο φορές
Ο άνθρωπος που φαίνεται πως είχε την πιο ιδιαίτερη σχέση με τον Σουλάκ, εκτός της Θάλειας που ήταν η παντοτινή του σύντροφος, ήταν ο κατεξοχήν κυνηγός του, ο ελληνικής καταγωγής αστυνομικός Ζορζ Μωρεάς. Ο Μωρεάς έπαιζε πολύ καιρό μαζί του το παιχνίδι του σκύλου με τη γάτα Ηταν εκείνος που τον συνέλαβε δύο φορές, ωστόσο παραδέχθηκε εκ των υστέρων πως υπήρξε το πρώτο θύμα της γοητείας που ασκούσε σε όλους ο όμορφος «ληστής gentleman». Όπως αναγράφεται στο βιβλίο για τον Σουλάκ με τίτλο το όνομα του («Sulak») ο φυγάς Μπρούνο τηλεφώνησε στον Μωρεάς και του ζήτησε να τον συναντήσει φιλικά – κάτι που δεν έκανε ποτέ, αφού ήξερε ότι και οι δύο δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους βασικούς τους ρόλους. Όλοι οι αστυφύλακες της ομάδας που ενεπλάκησαν στην σύλληψη του ζευγαριού, ακόμα και αυτοί που είχαν αναλάβει τις ανακρίσεις, φαίνονταν να συμπαθούν ιδιαιτέρως το ευγενικό δίδυμο της μη βίας.
Ο μοναδικός ληστής που έκανε δώρο ένα διαμάντι σε υποψήφιο θύμα του
«Ο Μπρουνό βγάζει από το τζάκετ του το νέο Magnum 357 και το προτάσσει μπροστά στο πρόσωπο της πωλήτριας με σταθερότητα και ψυχραιμία, χωρίς άχρηστη αγριότητα. Με το γνωστό φλεγματικό του στυλ, και για να είναι σίγουρος, δίνει στις πωλήτριες δυο ζευγάρια χειροπέδες και τους ζητάει να τις φορέσουν». Έτσι ξεκινάει η περιγραφή της ληστείας στο γνωστό κοσμηματοπωλείο στο βιβλίο «Sulak». «Ο Σουλάκ ανέκφραστος ζητάει τα κλειδιά από τις υπαλλήλους, ανοίγει τη βιτρίνα και αρχίζει να βάζει στον σάκο του ό,τι πολύτιμο έβρισκε μπροστά του αφήνοντας τα αντικείμενα μικρότερης αξίας». Και εκεί έκανε την κίνηση που τον διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους ληστές. «Την ώρα που κάνει να φύγει σφίγγει το χέρι της νεαρής συνοδού που είχε πάρει μαζί του σαν “όμηρο” μέχρι να καταφέρει να φύγει από το μαγαζί. Την κοιτάει όλο λαγνεία και βάζει στο χέρι της το διαμάντι που εκείνη προσδοκούσε όταν μπήκε στο μαγαζί ως πελάτισσα. Ο Μπρούνο χαιρέτησε, αποχώρησε και έφυγε με 9 εκατομμύρια φράγκα σε κοσμήματα στην τσάντα του». Μπορεί να είναι και ο μοναδικός ληστής που έκανε δώρο ένα διαμάντι σε υποψήφιο θύμα του.
Το τέλος μιας ζωής σαν μυθιστόρημα του Μπαλζάκ
Ο θάνατος δεν απειλούσε ακόμα τον περιπετειώδη βίο του Σουλάκ. Σε μικρότερη ηλικία είχε υπάρξει ποδοσφαιριστής, μποξέρ και πρωταθλητής στο καράτε. Στη φυλακή έμαθε ξένες γλώσσες και θεωρία, γνώσεις που χρησιμοποίησε για να μπορέσει να γίνει πιστευτός ότι δεν ήταν ένας άλλος καταζητούμενος, αλλά ένας πραγματικός κοσμοπολίτης. Αυτές τις γνώσεις τις χρησιμοποίησε ακόμα και για να κάνει τους δεσμοφύλακές του να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Τον έπιασαν δύο φορές και καταδικάστηκε σε μακρινές φυλακές και σε διαφορετικές πτέρυγες κάθε φορά για να μην το σκάσει. Σε μία από αυτές σχεδίαζε να αποδράσει με ελικόπτερο που θα πιλόταρε ο ίδιος. Μετά τις ληστείες που ακολούθησαν εκείνες του Cartier είχε μία μυστική συνάντηση με τη δικηγόρο του. Εκείνη τον συμβούλεψε να βρει καταφύγιο σε μια μακρινή χώρα όπως η Βραζιλία, αφού αν τον έπιαναν, η «καμπάνα» θα ήταν βαριά. Έφυγε για λίγο καιρό αλλά επέστρεψε στη Γαλλία όπου συνέχισε το «έργο» του. Και εν τέλει συνελήφθη για 3η φορά που έμελε να είναι και η μοιραία. Στην τελευταία απόπειρά του προσπάθησε να αποδράσει από τις φυλακές πηδώντας από ένα ψηλό τοίχο – λίγο πριν κλείσει τα τριάντα. Η πτώση από τον τοίχο ήταν θανατηφόρα, δίνοντας τέλος έτσι σε μία ζωή γεμάτη συναρπαστικά σκαμπανεβάσματα και έναν βίο που έχει εγγράψει στο υποσυνείδητο των Γάλλων και έχει γεμίσει δεκάδες σελίδες βιβλίων. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend