Για πολλούς ανθρώπους το να είσαι νεκρός είναι μία συνθήκη αρκετά περιοριστική. Και πώς θα μπορούσε διαφορετικά άλλωστε καθώς απ’ τη στιγμή που κάποιος εγκαταλείψει τα εγκόσμια ισχύουν άλλες «σταθερές» και «συνθήκες», τις οποίες βέβαια αγνοούμε. Όλες οι βεβαιότητες των ζωντανών βρίσκουν το τελικό τους όριο στον θάνατο. Αυτό το στερεότυπο λοιπόν θέλησε να σπάσει ο εκατομμυριούχος Καναδός δικηγόρος, Charles Vance Millar, ο οποίος ήθελε να ορίσει εκείνος σε ποιους και υπό ποιους όρους θα διαμοιραστεί η μεγάλη του περιουσία. Ο Millar σαν μεγάλος πλακατζής και λάτρης των φαρσών έστησε την τελευταία αλλά και πιο καλοστημένη φάρσα του υπό τη μορφή διαθήκης. Της δικής του διαθήκης. Ο Millar γεννήθηκε στον Καναδά το 1853 και κατάφερε να ξεχωρίσει σε ό,τι και αν καταπιάστηκε. Η δικηγορία τον κέρδισε αρκετά σύντομα ενώ δεν άργησε με τα χρήματα που κέρδιζε από τις υποθέσεις του να στραφεί σε επενδύσεις σε ακίνητα και επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Millar έγινε εκατομμυριούχος και όπως είχε αναφέρει στον συμβολαιογράφο του «τα λεφτά αυτά θα τα χρησιμοποιώ για τις φάρσες που σκαρώνω».
Ο θάνατος αφορμή για την μεγαλύτερη πλάκα του
Η αίσθηση του χιούμορ που είχε ο Millar ήταν παροιμιώδης. Επίσης ήταν θιασώτης του γνωμικού που λέει πως «κάθε άνθρωπος έχει την τιμή του». Έκανε πράγματα όπως το να αφήνει χαρτονομίσματα των 20 δολαρίων στα πεζοδρόμια και παρατηρούσε με ποιον τρόπο οι άνθρωποι προσπαθούσαν να συγκαλύψουν το γεγονός πως τα είχαν πάρει. Ο δικηγόρος απεβίωσε το 1926 σε ηλικία 73 ετών από καρδιακή προσβολή. Σαν μία ακόμα ειρωνεία της ζωής πέθανε ανήμερα του Halloween. Ο Millar ήταν από θέση εργένης και είχε έναν αρκετά μεγάλο κύκλο με φίλους και γνωστούς. Δεν είχε ωστόσο κοντινούς συγγενείς καθώς δεν ήθελε να έχει πολλές σχέσεις μαζί τους. Έτσι άρχισε να μοιράζει την περιουσία του με μόνο κριτήριο το πόσο πλάκα θα έσπαγε αν ήταν ζωντανός αλλά και το ρητό περί τιμής του ανθρώπου.
Η πιο περίεργη εντολή και οι δικαστικές διαμάχες
«Για το υπόλοιπο μέρος της περιουσίας μου, κληροδοτώ τους εκτελεστές και τους τραπεζικούς που έχουν στα χέρια τους το καταπίστευμά μου να το μετατρέψουν σε χρήματα σε εύλογο διάστημα και να τα επενδύσουν μέχρι να έχουν ολοκληρωθεί 9 χρόνια από την ημέρα του θανάτου μου». Μέχρι εδώ η διαθήκη δεν έχει κάτι το αξιομνημόνευτο. Ωστόσο μετά το πέρας της 9ετίας τα χρήματα που επενδύθηκαν κάπου θα έπρεπε να καταλήξουν. Ο Millar είχε μία δύσκολη αποστολή για τους δικαιούχους και τους δικηγόρους του. Μετέπειτα και τους δικαστές που ασχολήθηκαν με την περίπτωση του. «Μόλις συμπληρωθεί το 9ο έτος και μπείτε στο 10ο οι επενδύσεις σε οποιαδήποτε μορφή και αν βρίσκονται πρέπει να ρευστοποιηθούν και να μοιραστούν στις μητέρες του Τορόντο που καταγεγραμμένα μέχρι τη μέρα του θανάτου μου, γέννησαν τα περισσότερα παιδιά. Οι καταγεγραμμένες γέννες θα βασιστούν σε στοιχεία του μητρώου».
Οι αγώνες του… πελαργού και η αντισύλληψη
Εκεί όμως που τα πράγματα δυσκόλεψαν ήταν όταν το δικαστήριο έπρεπε να βρει έναν τρόπο να βάλει σε εφαρμογή τα κριτήρια εκείνα που θα έδιναν τα χρήματα στις γυναίκες που τα δικαιούνταν μετά από δέκα χρόνια. Έτσι συμφωνήθηκε οι κερδισμένες να πρέπει να κατάγονται από το Τορόντο, ενώ θα προσμετρώνταν μόνο τα τέκνα που ήταν εν ζωή. Προς το τέλος της δεκαετίας οι μακρινοί συγγενείς δεν ήταν οι μόνοι που διεκδικούσαν τα εναπομείναντα χρήματα αλλά το ίδιο το καναδικό κράτος το οποίο στόχευε να προσβάλει την διαθήκη και να τα δωρίσει στο πανεπιστήμιο της πόλης. Φυσικά πολλά τραγελαφικά σκηνικά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της προσμετρούμενης δεκαετίας. Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν πως αρκετές γυναίκες βάλθηκαν να κερδίσουν με κάθε κόστος το βραβείο γεννώντας παιδιά σωρηδόν. Αυτή η διαδικασία ονομάστηκε «Οι Μεγάλοι Αγώνες του Πελαργού» καθώς εκατοντάδες γυναίκες ευρισκόμενες σε απόγνωση από την οικονομική ύφεση που πέρασε η χώρα ήθελαν να κερδίσουν το βραβείο για να θρέψουν τις οικογένειές τους.