Λοιπόν, ένα περίεργο πράγμα, σχεδόν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί μου στους οποίους έλεγα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο ότι θα πήγαινα για διακοπές στα Κουφονήσια, μού απαντούσαν πάνω-κάτω το ίδιο: «Α, τέλεια, μαγικά, φανταστικά, είναι υπέροχα… δεν έχω πάει». Για κάποιον λόγο τα Κουφονήσια έχουν εξαιρετική φήμη, αλλά οι περισσότεροι δεν μπαίνουν στον κόπο να την επιβεβαιώσουν προσωπικά. Και από μία άποψη, ίσως αυτό να μην είναι και τόσο κακό. Γράφει ο Σπύρος Πιστικός Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά: τα Κουφονήσια βρίσκονται στις Κυκλάδες, και συγκεκριμένα στις λεγόμενες Μικρές Κυκλάδες (μαζί με τη Σχοινούσα, τη Δονούσα, την Ηρακλειά και την Κέρο). Είναι δύο νησιά, το κατοικημένο (από λίγες εκατοντάδες μόνιμους κατοίκους) Άνω Κουφονήσι και το ακατοίκητο Κάτω Κουφονήσι. Πρόκειται για δύο πολύ μικρά νησιά, για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης το Άνω Κουφονήσι είναι λίγο μικρότερο σε έκταση από περιοχές της Αττικής όπως η Αγία Παρασκευή και το Αιγάλεω, και περίπου το μισό σε σχέση με το Χαλάνδρι (και το Κάτω Κουφονήσι είναι ακόμα μικρότερο). Είναι επίσης μικρότερο από όλα τα άλλα γνωστά νησιά των Κυκλάδων (μόνο η Δήλος είναι μικρότερη), του Αργοσαρωνικού, των Δωδεκανήσων, των Επτανήσων, γενικά, δύσκολα θα βρεις πιο μικροσκοπικό νησί για διακοπές, εκτός κι αν συνηθίζεις να περνάς τα καλοκαίρια σου σε βραχονησίδες. Ίσως να αναρωτηθεί κανείς τι μπορεί να του προσφέρει ένα τόσο μικρό νησί (ή έστω δύο τόσο μικρά νησιά). Και εδώ είναι το μυστικό των Κουφονησίων: Σε αυτή την πολύ μικρή «συσκευασία» κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος που περιμένει να τον ανακαλύψεις. Το κουρασμένο κλισέ με τα ακριβά αρώματα που μπαίνουν στα μικρότερα μπουκάλια εδώ αποκτά νέο νόημα. Το προφανές που αναζητάς σε ένα νησί (και ειδικά σε ένα νησί των Κυκλάδων) είναι καλές παραλίες. Τα Κουφονήσια τις έχουν και τους περισσεύουν: το Πορί στο Άνω Κουφονήσι είναι η πιο διάσημη από αυτές, και δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού έχει αυτήν ακριβώς τη χρυσαφένια αμμουδιά που λατρεύουν μικροί και μεγάλοι. Είναι επίσης αρκετά χορταστική και δεν θα δυσκολευτείς να βρεις ένα μέρος να στήσεις την ομπρέλα σου, αρκεί φυσικά να μη φυσάει, γιατί τις μέρες που στις άλλες περιοχές του νησιού απλά φυσάει, εκεί ο αέρας παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του (με είχαν προειδοποιήσει, αλλά νόμιζα ότι ήταν υπερβολές των ντόπιων. Δεν ήταν). Περπατώντας από τη Χώρα του Άνω Κουφονησίου προς το Πορί, σε ένα μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα (μία διαδρομή περίπου 30-40 λεπτά), βρίσκει κανείς και τις άλλες τρεις γνωστές παραλίες του νησιού: κατά σειρά είναι ο Φοίνικας (ή Χαροκόπου), ο Φανός και η περίφημη Ιταλίδα. Όλες τους με αμμουδιά, ενώ ειδικά η Ιταλίδα ενδείκνυται τις μέρες με αέρα, αφού εκεί τα μποφόρ χαμηλώνουν τους τόνους. Όμως αν προτιμάς μία… πριβέ παραλία, στην ίδια διαδρομή θα βρεις πολλές. Ανάμεσα στις αμμουδερές παραλίες του νησιού παρεμβάλλονται μικροσκοπικές σπηλιές και κολπίσκοι (οι περισσότεροι με βότσαλο) όπου μπορεί κανείς να κολυμπήσει στα ίδια γαλαζοπράσινα νερά με τις άλλες παραλίες, νιώθοντας για λίγο ότι βρίσκεται ολομόναχος σε κάποιον τροπικό παράδεισο. Από την άλλη, αν ο λόγος που θέλεις πριβέ παραλία είναι για να κάνεις με την ησυχία σου γυμνισμό ή τόπλες, μην μπαίνεις στον κόπο: σχεδόν σε κάθε παραλία το τόπλες δεν είναι και τόσο σπάνιο, ενώ υπάρχουν και γυμνιστές, ειδικά στο Κάτω Κουφονήσι. Αν σε φέρνουν σε δύσκολη θέση αφελείς παιδικές ερωτήσεις του τύπου «γιατί αυτή η κυρία δε φοράει το πάνω του μαγιό της;», τότε τα Κουφονήσια μάλλον δεν είναι για σένα. Φυσικά, αν κανείς έχει σκάφος οι επιλογές είναι ακόμα περισσότερες: Στην απόκρημνη βόρεια πλευρά του νησιού υπάρχουν πολλές παραλίες που είναι προσβάσιμες μόνο από θαλάσσης. Η θέα από τους γκρεμούς πίσω από το Πορί μας δίνει μια ιδέα για τις ομορφιές που είναι κρυμμένες εκεί. Το Κάτω Κουφονήσι επίσης δεν υστερεί σε παραλίες, και γι’ αυτό αξίζει οπωσδήποτε μία επίσκεψη: το Λακκί, 5 λεπτά με τα πόδια από το λιμάνι, είναι ένα μικρό θαύμα με βότσαλο και μία μικρή σπηλιά στα δεξιά, η οποία μοιάζει τέλεια για να απλώσεις τις πετσέτες σου, μέχρι που πλημμυρίζει ξαφνικά επειδή στο βάθος περνά το πλοίο της γραμμής (αλλά αυτή είναι μία πονεμένη, βρεγμένη ιστορία). Στο Λακκί επίσης είδα αυτήν την πινακίδα, που με έκανε να νιώσω πολύ οικεία: Omnia sunt communia, δηλαδή όλα είναι κοινά. Ακόμα πιο δημοφιλής παραλία είναι το Νερό, που όπως και το Πορί χάνει πολλούς πόντους τις μέρες που φυσάει. Άφησα για το τέλος μερικά σημεία που δεν είναι ακριβώς παραλίες, με την κλασική έννοια της λέξης, είναι όμως τα πραγματικά «διαμάντια» των Κουφονησίων. Ανάμεσα σε Ιταλίδα και Πορί, βρίσκεται η Πισίνα, μία αληθινή, φυσική μικρή πισίνα, περιστοιχισμένη από βράχια, ό,τι πρέπει για ένα ρομαντικό μπάνιο για δύο (περισσότερους άλλωστε δύσκολα θα χωρούσε). Λίγο πιο κάτω υπάρχει το Μάτι του Διαβόλου, μία «τρύπα» που επικοινωνεί με τη θάλασσα και δημιουργεί ένα εντυπωσιακό σκηνικό, ενώ μετά το Πορί, περίπου δέκα λεπτά με τα πόδια, βρίσκεται το Γάλα, μία άλλη, ακόμα πιο εντυπωσιακή «τρύπα» που ενώνει μία κρυφή παραλία με το ανοιχτό πέλαγος, και αν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες προσφέρει το πιο μαγικό μακροβούτι που έχει γίνει ποτέ. Όσο για τη Χώρα του Άνω Κουφονησίου (που είναι και ο μοναδικός οικισμός του νησιού), είναι μία τυπική κυκλαδίτικη Χώρα, αλλά σε μικρογραφία. Ένας κεντρικός πεζόδρομος με λίγα τουριστικά καταστήματα, μπαράκια, ταβέρνες και τη μεγαλοπρεπή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, προστάτη των Κουφονησίων, και μερικά κυκλαδίτικα σοκάκια με το λευκό και το μπλε να κυριαρχούν παντού. Στη Χώρα βρίσκεται ουσιαστικά όλη η ζωή του νησιού. Έχοντας γυρίσει μετά από ώρες στην παραλία, και αφού κάνεις τα ψώνια σου στα τοπικά μαγαζιά, κάθεσαι για φαγητό στον Γαστροναύτη (για ελαφρώς «πειραγμένη» κουζίνα), το Νέο Ρεμέτζο ή τον Καπετάν Νικόλα (για ψαρικά), περνάς οπωσδήποτε από το Φιστίκι για ένα από τα καλύτερα παγωτά που θα δοκιμάσεις στη ζωή σου (εγγυημένα) και αργότερα το βράδυ στον Μύλο (πραγματικός ανεμόμυλος που λειτουργεί ως μπαρ) ή στον Σορόκο πίνεις το ποτό σου με θέα το πέλαγος. Όλα αυτά, βέβαια, μετά τις 6 το απόγευμα, καθώς μέχρι τότε δε λειτουργεί σχεδόν τίποτα, μόνο κάποιες καφετέριες, τα δύο σούπερ (τρόπος του λέγειν) μάρκετ, και φυσικά ο φούρνος της Γιωργούλας, όπου όλη τη μέρα βρίσκει κανείς ψωμί, κουλούρια, μυζηθρόπιτες και διάφορα γλυκά, από μελιτίνια με ντόπια ξινομυζήθρα μέχρι λουκουμάδες και τσουρέκια με μερέντα (ααααααααχ). Εδώ φωτογραφίες δεν προλάβαμε να βγάλουμε, τα φάγαμε… Ωραία όλα αυτά, όμως μεταξύ μας, τα βρίσκεις και σε άλλα νησιά. Σε όλα τα νησιά των Κυκλάδων θα βρεις και καλές παραλίες, και καλό φαγητό, και όμορφα κυκλαδίτικα σοκάκια, και ωραίο ηλιοβασίλεμα, και τα πάντα. Αυτό που κάνει τα Κουφονήσια ξεχωριστά είναι ο εναλλακτικός χαρακτήρας τους, που προσελκύει ένα πολύχρωμο τσούρμο από ελεύθερους κατασκηνωτές (παντού στη διαδρομή από τη Χώρα ως το Πορί βλέπεις ένα σωρό αντίσκηνα), νεαρά ζευγάρια, νεανικές αντροπαρέες, νεανικές γυναικοπαρέες, οικογένειες με μικρά παιδιά, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους που απολαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση, την ηρεμία, την ελευθερία ή/και τις εμπειρίες και τις συγκινήσεις που έχει να τους προσφέρει ο τόπος. Και πληροφοριακά, οι περισσότεροι από αυτούς είναι Ιταλοί, που μοιάζουν πραγματικά ξετρελαμένοι με τα Κουφονήσια, και ποιος μπορεί να τους αδικήσει; Τα Κουφονήσια έχουν όντως κάτι το μαγικό. Το διαπίστωσα όταν γνώρισα κάποιον που τα επισκέφθηκε πρώτη φορά το 1993, σε μια εποχή που ακόμα δεν είχαν μπει στον τουριστικό χάρτη, κάνοντας για χρόνια κάμπινγκ. Μου φάνηκε παράδοξο, γιατί το 1993 ήταν πριν από 23 ολόκληρα χρόνια, και αυτός δεν έδειχνε πάνω από 30, άντε 32 χρονών. Κι όμως, τελικά είναι 42 χρονών! Δεν ξέρω, ίσως να βρήκε στα Κουφονήσια την πηγή της νιότης… Η παγίδα βέβαια που καλούνται τώρα να αποφύγουν τα Κουφονήσια είναι η ίδια παγίδα στην οποία έπεσαν τα τελευταία χρόνια πολλοί «εναλλακτικοί παράδεισοι» (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αντίπαρο): Να μην παρασυρθούν από την αυξημένη τουριστική κίνηση και να μην εγκαταλείψουν τον εναλλακτικό χαρακτήρα τους για χάρη μίας mainstream λογικής, που θα φέρει μεν περισσότερους τουρίστες, αλλά θα πληγώσει ανεπανόρθωτα αυτήν ακριβώς τη μοναδικότητά τους. Για την ώρα, πάντως, φαίνεται πως τα Κουφονήσια δεν επιδιώκουν περισσότερους τουρίστες απ’ όσους μπορούν να αντέξουν: Μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες δεν υπάρχουν, και γι’ αυτό το να βρεις ένα δωμάτιο τον Αύγουστο είναι μία μικρή περιπέτεια (που μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη περιπέτεια αν δεν κλείσεις νωρίς τη διαμονή σου). Κάτι άλλο που πραγματικά μου άρεσε στα Κουφονήσια (και ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους για τους οποίους τα προτίμησα σε σχέση με αρκετούς άλλους προορισμούς): Δε χρειάζεται κανείς αυτοκίνητο για τις διακοπές του εκεί. Ολόκληρο το Άνω Κουφονήσι θέλει μόλις 3 ώρες για να το γυρίσεις με τα πόδια, οι αποστάσεις προς τις παραλίες περπατιούνται πολύ άνετα, ενώ είναι ιδανικό και για τους λάτρεις του ποδηλάτου, υπάρχουν άλλωστε και κάποια καταστήματα που νοικιάζουν ποδήλατα, και είναι φοβερά πρακτικά. Άφησα πίσω μου τα Κουφονήσια με ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, ξέροντας πως σίγουρα θα επιστρέψω, και με πολλές, πάρα πολλές όμορφες εικόνες. Όχι μόνο τοπία, αλλά και ανθρώπους. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές; Όταν ένα βράδυ, περνώντας από τον κεντρικό δρόμο της Χώρας, είδα εκεί, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, δύο κορίτσια με μία κιθάρα να τραγουδούν αισθαντικά «μαμά, μπαμπά, είμαι κουκουλοφόρος/μαμά, μπαμπά, είμαι κακό παιδί». Ένα τραγούδι του Σπύρου Γραμμένου που εκείνη την ώρα μου φάνηκε τόσο ταιριαστό με τον χαρακτήρα των Κουφονησίων, σαν να γράφτηκε από κάποια παρέα ελεύθερων κατασκηνωτών ένα βράδυ που είχαν μαζευτεί με μία κιθάρα γύρω από τη φωτιά στην αμμουδιά του Φανού.
Άλλωστε, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των διακοπών μου στα Κουφονήσια, το μουσικό «χαλί» που έπαιζε διαρκώς μέσα στο κεφάλι μου ήταν ένα άλλο τραγούδι του Σπύρου Γραμμένου, που είναι και το μοναδικό που ξέρω να αναφέρει μέσα στους στίχους του τα Κουφονήσια: Είμαι τίγκα στα ψυχολογικά Ο γιατρός μου προτείνει Ηρακλειά Πέντε μέρες, κι άλλες τέσσερις Σχοινούσα Κουφονήσια, Ικαρία, Αμοργό και αμαρτία Θα ‘ναι αν δεν πάω λίγο στη Δονούσα
Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο γιατρός που συνταγογραφεί τέτοια ονειρεμένα φάρμακα, αλλά πρέπει να τον βρω κι εγώ… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend