Ήταν 23 Μαΐου 1901. Ο εισαγγελέας του Παρισιού λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα, που έλεγε: «Κ. Εισαγγελέα. Λαμβάνω την τιμή να σας ενημερώσω για ένα ιδιαιτέρως σημαντικό γεγονός. Αναφέρομαι σε μία γεροντοκόρη που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της Madame Monnier, υποσιτισμένη και ζει μέσα στις ακαθαρσίες της τα τελευταία 25 χρόνια». Αρχικά η αστυνομία αδιαφορεί. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Η Madame Monnier ήταν ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μυθεύματα. Ωστόσο το γράμμα τους σοκάρει κι έτσι αποφασίζουν να ερευνήσουν το περιστατικό.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση της νεαρής κοπέλας Blanche Monnier
Η Madame Monnier ζούσε με τον άντρα της, ο οποίος διηύθυνε την τοπική πινακοθήκη, τον γιο της γιος της, Marcel, που ήταν νομικός και την κόρη της Blance. Κατοικούσαν σε μία από τις πιο ήρεμες γειτονιές της πόλης και δεν είχαν δώσει ποτέ δικαιώματα. Όλα όμως άλλαξαν τον Μάιο του 1901. Οι αστυνομικοί, μετά το ανώνυμο γράμμα, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι της Madame Monnier. Η ευυπόληπτη οικογένεια έκρυβε πολύ καλά ένα τραγικό μυστικό.
Η απαγορευμένη αγάπη και η απάνθρωπη τιμωρία
Όταν η Blance ήταν 25 χρονών ερωτεύτηκε έναν φτωχό δικηγόρο που δεν ταίριαζε με το προφίλ της οικογένειας. Η μητέρα της δεν ήθελε κάποιον άφραγκο για την κόρη της και της απαγόρευσε να τον ξαναδεί. Η νεαρή κοπέλα όμως ήταν ερωτευμένη και δεν σκόπευε να ικανοποιήσει τα «θέλω» της μαμάς της. Το βράδυ έβγαινε κρυφά από το σπίτι για να τον συναντήσει. Τελικά, η μητέρα της, η οποία είχε κερδίσει βραβείο για τη γενναιόδωρη συνεισφορά της στη πόλη(!), κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Την κλείδωσε στη σοφίτα, μέχρι η Blance να βάλει μυαλό και να μην τον ξαναδεί ποτέ. Ο καιρός περνούσε και η Blance δεν έδειχνε σημάδια συμμόρφωσης. Έτσι η μητέρα της κατάλαβε ότι έπρεπε να της δείξει ότι δεν αστειεύεται βγάζοντας όλη της την σκληρότητα πάνω στο ίδιο της το παιδί. Άρχισε να μειώνει το φαγητό που της έδινε κάθε μέρα. Έφτασε να την ταΐζει με ό,τι είχε απομείνει απ’ το τραπέζι, με τα αποφάγια. Κι έτσι πέρασαν 25 χρόνια, με τη νεαρή κοπέλα να σβήνει σιγά-σιγά από την πείνα κλεισμένη σε ένα κλειστό δωμάτιο χωρίς να μπορεί να αντικρίσει ούτε το φως του ημέρας. Η τιμωρία της δεν σταμάτησε ούτε όταν πέθανε ο αγαπημένος της το 1885. Όλη αυτή την περίοδο που η κοπέλα ήταν κλειδαμπαρωμένη μέσα στη σοφίτα, η οικογένειά της υποστήριζε ότι η κόρη τους είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς από το σπίτι, είχε φύγει από το Παρίσι χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα και κανείς δεν γνώριζε πού βρισκόταν.