Το «City break» ή αλλιώς «τουρισμός των πόλεων» αποτελεί τη νέα τάση για εκείνους που γνωρίζουν από ταξίδια και δεν μένουν σε μια συνηθισμένη και επιφανειακή σχέση με τους δημοφιλείς αστικούς προορισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα, όπου ολοένα και περισσότεροι τουρίστες επιδιώκουν μια ουσιώδη βαθύτερη γνωριμία με τον πολιτισμό, το ρυθμό και τον αληθινό χαρακτήρα μιας πόλης.
Και ενώ φέτος παρατηρείται μια πτώση 17- 20% στον τουρισμό της Αθήνας -συγκριτικά με πέρυσι-, ωστόσο όπως αναφέρει σε συνέντευξή της στο Αθηνναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Ελίνα Μυζίθρα, υπεύθυνη κίνησης Athens walking tours, στην εταιρεία City Contact, «φέτος κινούμαστε πολύ με τις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής και γι’ αυτό όσοι εργαζόμαστε στον τουρισμό, πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν».
Οι τουρίστες που επιλέγουν την Αθήνα, ταξιδεύουν από μέσα τα Μαΐου μέχρι και τις αρχές Οκτώβρη, ωστόσο όπως σημειώνει η κ. Μυζίθρα «η Αθήνα τα τελευταία χρόνια τείνει να γίνει ένας πολύ κλασικός προορισμός για συνέδρια και επαγγελματικές συναντήσεις, κάτι που βοηθά τον τουρισμό της Αθήνας και τους χειμερινούς μήνες».
Για την αύξηση των Ινδών τουριστών που επισκέπτονται την χώρα μας, αλλά και για την αξιοσημείωτη πτώση που παρατηρείται σε χώρες όπως είναι η Κίνα και η Ιαπωνία, μίλησε η κ. Μυζίθρα. Και εξηγεί: «Εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, οι τουρίστες δυσκολεύονται να εκδώσουν βίζα, οπότε δεν ταξιδεύουν στην Τουρκία, κάτι που δημιουργεί σημαντικό πλήγμα και στον ελληνικό τουρισμό. Ήταν πιο εύκολο δηλαδή για τους τουρίστες όταν ταξίδευαν για Τουρκία, να έρχονται και στην Ελλάδα». Η καθυστέρηση άλλωστε που παρατηρείται για την έκδοση βίζας λόγω γραφειοκρατίας και έλλειψης προσωπικού στις ελληνικές πρεσβείες, έχει ως αποτέλεσμα οι τουρίστες να επιλέγουν άλλους προορισμούς.
Ποια μέρη κεντρίζουν το ενδιαφέρον
Μουσεία με έξοχα εκθέματα όπως το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και η Εθνική Πινακοθήκη, η Πλάκα με την παραδοσιακή αγορά στο Μοναστηράκι, ο Παρθενώνας στο βράχο της Ακρόπολης, ο Εθνικός κήπος αποτελούν τα πιο δημοφιλή μέρη. Πέραν όμως από τις περιηγήσεις σε δημοφιλείς ιστορικούς χώρους, τον τελευταίο καιρό οι άνθρωποι που δουλεύουν στον τουρισμό διαπιστώνουν ότι υπάρχει μεγάλη άνοδος σε πιο ιδιαίτερα πακέτα, όπως οι τουρίστες να συμμετέχουν σε μια γευσιγνωσία ή να πάνε σε κάποιο οινοποιείο, ενώ προτιμούν και τις ημερήσιες κρουαζιέρες στα νησιά του Αργοσαρωνικού. «Ψάχνουν εναλλακτικές», λέει χαρακτηριστικά η υπεύθυνη κίνησης και συμπληρώνει «προτιμούν τις ημερήσιες εκδρομές, αφού το βρίσκουν σαν ευκαιρία να επισκεφθούν μέσα σε 10- 12 ώρες Δελφούς και Αργολίδα (Μυκήνες, Επίδαυρο)».
Πώς βλέπουν οι τουρίστες την αγορά;
Αν και οι περισσότεροι τουρίστες θεωρούν ότι πολλά είδη στην πόλη είναι ακριβά, κάποια τους φαίνονται πολύ φθηνά όπως για παράδειγμα τους κάνει μεγάλη εντύπωση η τιμή του νερού και το ότι παρέχεται δωρεάν νερό σε καφετέριες και εστιατόρια. Ας μην ξεχνάμε ότι σε πολλές πόλεις του εξωτερικού η τιμή για ένα μπουκαλάκι νερό μπορεί να ξεπεράσει και τα πέντε ευρώ. «Το ιστορικό κέντρο εννοείται ότι έχει πιο ακριβές τιμές και το επισημαίνουν πολύ συχνά οι πελάτες, ειδικά όταν βγαίνουν σε άλλες περιοχές και συγκρίνουν. Τα αεροπορικά και ακτοπλοϊκά εισιτήρια βρίσκουν ακριβά και πάντα δυσανασχετούν, καθώς επίσης και με τις εισόδους των μνημείων. Επίσης τους φαίνονται αρκετά ακριβά τα ξενοδοχεία και η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν ανέβει αρκετά οι τιμές των δωματίων και ειδικά αν μπει και ο νέος φόρος διανυκτέρευσης, πιστεύω ότι θα έχει τεράστιο κόστος για όλους μας», εξηγεί η κ. Μυζίθρα.
Η Ελλάδα κερδίζει τους τουρίστες
Το σημαντικότερο όμως όπως τονίζει και η κ. Μυζίθρα είναι ότι όλοι φεύγουν με τις καλύτερες εντυπώσεις για την χώρα μας. «Σε όλους κάνει εντύπωση, γιατί ενώ έρχονται με μια συγκρατημένη εικόνα για την Ελλάδα, τελικά φεύγουν όλοι χαρούμενοι, ικανοποιημένοι και ήρεμοι . Πολλοί πιστεύουν ότι έρχονται σε μια εμπόλεμη κατάσταση, ότι τα πράγματα είναι πολύ τεταμένα και όταν έρχονται εδώ και διαπιστώνουν την ηρεμία, φεύγουν με τελείως διαφορετική εικόνα. Γιατί ενώ μπορεί κάποια μέρα να πετύχουν μια πορεία ή απεργία, αντιλαμβάνονται ότι η διάρκειά της δεν ξεπερνά τις δύο- τρεις ώρες και ότι όλα μόλις τελειώσουν, επανέρχονται στους φυσιολογικούς ρυθμούς».
Και προσθέτει: «Σε αυτή βέβαια την εικόνα συμβάλλουν και οι άνθρωποι που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό, όπου δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό για να δείξουμε ότι είμαστε μια χώρα που σεβόμαστε τους τουρίστες. Βλέπω και χαίρομαι γι’ αυτό, ότι η νέα γενιά του τουρισμού έχει αρχίσει να βελτιώνεται, έχει γνώσεις, έχει όρεξη και διάθεση και κάνουμε ότι καλύτερο για να προβάλλουμε σωστά τη χώρα μας».