Σχέδιο κανονισμού θέσπισαν πρόσφατα οι γερμανικές αρχές, σύμφωνα με το οποίο θα επιβάλλονται πρόστιμα έως 50 εκατομμύρια ευρώ στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης που θα αποτυγχάνουν να διαγράφουν αναρτήσεις ρητορικής μίσους ή ψευδείς ειδήσεις από τις πλατφόρμες τους.
Συγκεκριμένα και όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα Financial Times, ο Γερμανός υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μαας δήλωσε πρόσφατα ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν κάνουν αρκετά για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους ή των ψευδών ειδήσεων που αναρτώνται από τους πελάτες τους.
«Το ποσοστό του εγκληματικού περιεχομένου που διαγράφεται είναι πολύ μικρό και η διαγραφή δεν είναι άμεση», δήλωσε ο ίδιος ενώπιον δημοσιογράφων.
Στον κανονισμό περιγράφεται η αυξανόμενη ανησυχία εντός των πολιτικών κύκλων σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι ψευδείς ειδήσεις και η ρητορική μίσους στις εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν στη Γερμανία μέσα στο τρέχον έτος. Οι ανησυχίες αφορούν στον τρόπο με τον οποίο το περιεχόμενο παραπληροφόρησης μπορεί να επηρεάσει την γνώμη των πολιτών, όπως παραδείγματος χάριν είχε γίνει με την ψευδή είδηση ότι ο Πάπας Φραγκίσκος ενέκρινε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, αναφέρει η FT στο δημοσίευμά της.
Ωστόσο, ορισμένοι στη Γερμανία εκφράζουν τον σκεπτικισμό τους σχετικά με το θέμα. Για παράδειγμα, ο γερμανικός σύνδεσμος ψηφιακού εμπορίου, BitKom, έχει τοποθετηθεί επί του θέματος υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε απαίτηση από τις πλατφόρμες να διαγράφουν τέτοιου είδους δημοσιεύσεις εντός 24 ωρών από τις δισεκατομμύρια που διαχειρίζονται ημερησίως «είναι απλά αδύνατο να εφαρμοστεί σε λειτουργικό επίπεδο» και κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε έναν «μόνιμο μηχανισμό λογοκρισίας».
Όπως αναφέρει η FT, το σχέδιο κανονισμού προσανατολίζεται κυρίως στη ρητορική μίσους που έχει κατακλύσει το γερμανόφωνο Ίντερνετ από το καλοκαίρι του 2015 όταν η καγκελάριος ‘Ανγκελα Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα της χώρας για την είσοδο εκατοντάδων προσφύγων, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την οικονομική εξαθλίωση που επικρατούσε σε χώρες της μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ωστόσο, ο κ. Μαας πρόσθεσε ότι το σχέδιο πιθανόν προσανατολιστεί επίσης και προς τις ψευδείς ειδήσεις, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για συκοφαντία ή δυσφήμιση. Για αυτή την κατηγορία δεν θα εισαχθούν κυρώσεις φυλάκισης.
Οι κανονισμοί αυτοί θα δημιουργούν μια βασική προϋπόθεση για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να παρέχουν στους πελάτες τους «μια εύκολα αναγνωρίσιμη, άμεσα προσβάσιμη και πάντα διαθέσιμη διαδικασία για την αναφορά καταγγελιών εγκληματικού περιεχομένου». Επιπλέον, θα υποχρεούνται να εξετάζουν όλες τις καταγγελίες εντός 24 ωρών και θα πρέπει να διαγράφουν ή αποκλείουν περιεχόμενο μέσα σε διάστημα 7 ημερών.
Ο Γερμανός υπουργός Δικαιοσύνης τόνισε επίσης ότι τα κοινωνικά δίκτυα θα πρέπει να παρουσιάζουν μια τριμηνιαία έκθεση σχετικά με το πώς χειρίζονται τις καταγγελίες, δηλώνοντας τον αριθμό που έχουν λάβει και τον τρόπο με τον οποίο καθόρισαν πώς να τις αντιμετωπίσουν.
Επιπλέον, στο σχέδιο αναφέρεται ότι οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης που αποτύχουν να δημιουργήσουν αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διαχείριση των καταγγελιών θα διαπράττουν αδίκημα για το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα θα τιμωρούνται με πρόστιμα που μπορεί να φτάνουν και τα 50 εκατομμύρια ευρώ.
Ο κ. Μαας, επικαλούμενος τα στοιχεία έρευνας που είχε δημοσιοποιήσει ο οργανισμός Jugendschutz, υπογράμμισε για μια ακόμα φορά ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δεν κάνουν αρκετά για την καταπολέμηση τόσο της ρητορικής μίσους όσο και των ψευδών ειδήσεων. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα με ποσοστά εξηγώντας ότι το Twitter διαγράφει μόλις το 1% του περιεχομένου που αναφέρεται και το Facebook το 39%. Σε πολύ καλύτερη θέση βρίσκεται η Google, αφού όπως εξήγησε το 90% των αναρτήσεων που έχουν καταγγελθεί από χρήστες έχει διαγραφεί.