Αναγκαία αποδεικνύεται η διεύρυνση και αξιοποίηση των υποδομών εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες για να επιτευχθεί η μύηση των νέων στον προγραμματισμό και τις νέες τεχνολογίες, σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Επαγγελματιών Ενώσεων Πληροφορικής (CEPIS) Βύρωνα Νικολαΐδη και την υποστήριξη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, του ALBA Graduate Business School at the American College of Greece και της HePIS.
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν σε σημερινή συνέντευξη Τύπου, όπου η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και της προνομιακής θέσης της χώρας, προκειμένου να γίνει πόλος έλξης για επενδύσεις σε τεχνολογική ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο. Όπως τονίστηκε, «με εκτιμήσεις που δείχνουν ότι, μέχρι το 2020, θα έχουμε περισσότερες από 800.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη στον τομέα των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, προκύπτει μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα για δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας μέσα στην επόμενη δεκαετία».
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι κενές θέσεις εργασίας που ήδη υπάρχουν και θα αυξηθούν σημαντικά μέσα στα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη για θέσεις πληροφορικής και, ευρύτερα, ψηφιακές δεξιότητες ή e-skills, όπως συχνά αναφέρονται, θα μπορούσαν να καλυφθούν από νέους εργαζόμενους που διαμένουν στην Ελλάδα: Είτε μέσω της ίδρυσης στην Ελλάδα υποκαταστημάτων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, όπως το παράδειγμα μεγάλων πολυεθνικών που ιδρύουν κέντρα τεχνολογικής υποστήριξης στην Ελλάδα (π.χ. Accenture) είτε μέσω παροχής υπηρεσιών πληροφορικής και ανάπτυξης εφαρμογών από ελληνικές εταιρείες σε ξένες, με βάση το μοντέλο του outsourcing είτε μέσω εργασίας από απόσταση, ιδιαίτερα στο χώρο της ανάπτυξης εφαρμογών, όπου το νέο αυτό μοντέλο απασχόλησης αρχίζει να καθιερώνεται με συστηματικό τρόπο (π.χ. upwork.com).
«Παρότι τη στρατηγική αυτή για κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει αυτόν το ρόλο, καθώς έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, (με εξαίρεση την Ισπανία, τα ποσοστά ανεργίας στις υπόλοιπες χώρες είναι σημαντικά χαμηλότερα). Διαθέτει μια μεγάλη δεξαμενή ανέργων (ποσοστό 25%), από τους οποίους, περίπου 650.000, είναι νέοι ηλικίας < 35 ετών (ποσοστό 50%). Επιπλέον, θέτοντας έναν τέτοιο εθνικό στόχο, θα μπορούσε η μεγάλη πλειοψηφία, όσων φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (68.345 νέοι εισαχθέντες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2015-16), να αναπτύσσει τις σχετικές δεξιότητες, ώστε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου ψηφιακού περιβάλλοντος.
Μια τέτοια στρατηγική ανοίγει το δρόμο στη δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια και ανακόπτει το κύμα της νεανικής μετανάστευσης από την Ελλάδα προς την Ευρώπη, ανθρώπων με υψηλή εξειδίκευση», σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης.
Στη μελέτη επισημαίνεται, επίσης ότι η ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων στους νέους ξεκινά από την εκμάθηση του προγραμματισμού, ως πρακτικό εφόδιο με υψηλή ζήτηση στην αγορά εργασίας, αλλά και ως βασική γνώση που αποτελεί θεμέλιο για την καινοτομία, την επιχειρηματική αντίληψη και την επικοινωνία στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον.
Άλλωστε, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη τον Ιούλιο 2015 (δύο εβδομάδες μετά την επιβολή των capital controls) μεταξύ 33 επιχειρήσεων στον κλάδο πληροφορικής και παρουσιάζεται στην ίδια μελέτη, το 51% των επιχειρήσεων δηλώνει μεγάλη έως πολύ μεγάλη δυσκολία στο να βρει άτομα να καλύψει θέσεις προγραμματιστών, ενώ στην ίδια έρευνα προκύπτει ότι οι μισθοί των προγραμματιστών είναι υψηλότεροι απ’ αυτούς των άλλων θέσεων με αντίστοιχη προϋπηρεσία ή πεδίο ευθύνης.
Συνεπώς, όπως σημειώθηκε, η ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων στους νέους και η εκμάθηση του προγραμματισμού, όχι μόνο θα συμβάλει σε μια εθνική στρατηγική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που θα καλύψουν το χάσμα που δημιουργείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και θα βοηθήσει να ξεπεραστεί το παράδοξο που βιώνουμε σήμερα στη χώρα: Να υπάρχει ταυτόχρονα μεγάλη ανεργία και έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ειδικά με γνώσεις και δεξιότητες στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Επιπλέον, η παρουσία πολλών προγραμματιστών στην αγορά θα λειτουργήσει ως μαγνήτης για άμεσες ξένες επενδύσεις σε κέντρα ανάπτυξης λογισμικού.
Όπως αναφέρθηκε, για κάθε θέση εργασίας στον πυρήνα του κλάδου ΤΠΕ αντιστοιχούν συμπληρωματικές θέσεις εργασίας στον ίδιο κλάδο (π.χ. διοίκηση, υποστήριξη), ενώ η αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών ΤΠΕ θα ενεργοποιήσει έναν «ενάρετο κύκλο» εγχώριας επιστημονικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, που θα επιδιώξουν να αξιοποιήσουν ένα μέρος από το τεχνολογικό δυναμικό της χώρας.
Είναι ακόμη πιο ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι δράσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη των γνώσεων και ψηφιακών δεξιοτήτων, με στόχο την κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, δεν βασίζονται τόσο σε οικονομικούς πόρους όσο σε παρεμβάσεις στο χώρο της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, στην ενημέρωση των νέων και στην καλλιέργεια του κατάλληλου κλίματος, μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων πρακτικών προτάσεων.
Στο πλαίσιο της παρουσίασης της μελέτης, αναφέρθηκε, επίσης ότι «η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας εμφανίζει τους εργοδότες να μην επενδύουν χρόνο και χρήμα στην εκπαίδευση και προσαρμογή των νεοπροσληφθέντων. Λίγες είναι οι μεγάλες πολυεθνικές που το κάνουν. Στην υπόλοιπη οικονομία δεν υπάρχουν ούτε οι πόροι ούτε το μέγεθος ούτε η νοοτροπία γι’ αυτό.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της δομικής στρέβλωσης είναι το γεγονός ότι περίπου το 15% όλων των εργαζομένων στην Ελλάδα έχει περισσότερα προσόντα (overqualified) για τη θέση που κατέχει και τη δουλειά που κάνει, ενώ άλλο ένα 15% διαθέτει λιγότερα (underqualified).
Επίσης, απουσιάζει η απαραίτητη ευελιξία στην αγορά εργασίας, για να μπορούν εργοδότες και νέοι να γνωρίζουν αλλήλους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, πολλοί εργοδότες αφήνουν κενές θέσεις, αν δεν έχουν υψηλό ποσοστό αντιστοίχισης των προσόντων των υποψηφίων με τις απαιτήσεις της θέσης».
Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, μόνο το 45% των εργοδοτών επενδύει συστηματικά στην εκπαίδευση των εργαζομένων. Τα συγκεκριμένα ευρήματα επιβεβαιώνονται και από την έρευνα «Δείκτης Τάσεων Αγοράς Εργασίας», που διενήργησε το ALBA Graduate Business School at Τhe American College of Greece για το δεύτερο εξάμηνο του 2014, όπου το 32,6% των εργοδοτών της έρευνας προτίθεται να μειώσει τις επενδύσεις στην εκπαίδευση προσωπικού.
Το ποσοστό των εργοδοτών που δεν επενδύουν στην εκπαίδευση του προσωπικού είναι ακόμα μεγαλύτερο στις μικρές επιχειρήσεις, με το 77% των εργοδοτών να μην επενδύει στην ανέλιξη των εργαζομένων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μικρές επιχειρήσεις (1-18 εργαζόμενοι) αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας με ποσοστό 73% επί της συνολικής απασχόλησης, το συγκεκριμένο πρόβλημα καθίσταται ακόμα πιο οξύ.
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι νέοι δεν επενδύουν χρόνο και χρήμα στη συνεχή μάθηση, αυτοεκπαίδευση και αυτοβελτίωση για μια σειρά από κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey “Education to Employment. Getting Europe’s Youth into Work”, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό νέων οι οποίοι δεν προχωρούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς το 41% εξ αυτών δεν προχωρά σε ανώτατη/ανώτερη εκπαίδευση.
Αυτό που τονίστηκε είναι ότι «η αυξημένη ζήτηση για εργασία και τεχνικές δεξιότητες εξηγεί περαιτέρω το γιατί ο κλάδος της πληροφορικής είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους στην Ελλάδα όπου η αγορά λειτουργεί υπέρ των εργαζομένων, οι οποίοι, αξιοποιώντας την έλλειψη προσφοράς, διεκδικούν και επιτυγχάνουν υψηλότερες αμοιβές, καλύτερες και πιο ευέλικτες συνθήκες εργασίας. Παράλληλα, η ιδιαίτερη φύση της δουλειάς των προγραμματιστών καθιστά εφικτή την εργασία από το σπίτι και κατ’ αυτό τον τρόπο ο εργαζόμενος κερδίζει σημαντικό χρόνο καθημερινά, αφού δεν αναγκάζεται να μεταβεί στο χώρο εργασίας της επιχείρησης (commuting). Επιπρόσθετα, στην περίπτωση που διαμένει στην επαρχία, δεν είναι απαραίτητη η μετεγκατάστασή του στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς μπορεί να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες εξ’ αποστάσεως».
Ενδιαφέροντα στοιχεία προκύπτουν και από την έρευνα που διεξήχθη τον Ιούλιο 2015 σε 33 εταιρείες του κλάδου πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Η έρευνα βασίστηκε σε τηλεφωνική συνέντευξη με βάση ερωτηματολόγιο. Από τις συνολικά 329 εταιρίες του δείγματος, έγινε επαφή με τις 247, εκ των οποίων απάντησαν θετικά 42 (17% ρυθμός απόκρισης) και προέκυψαν 33 έγκυρες απαντήσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία των εταιρειών έχει 6-15 άτομα προσωπικό και το αντικείμενό τους σχετίζεται με την ανάπτυξη λογισμικού. Συνολικά, απασχολούν 500 περίπου άτομα, με το 55% αυτών να είναι developers.
Οι εκτιμήσεις των εταιρειών αυτών είναι ότι, παρά τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες, ο αριθμός των developers θα αυξηθεί κατά 8% μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Παράλληλα, δηλώνουν σχετική δυσκολία στην προσέλκυση υποψηφίων στον τομέα του προγραμματισμού, με μέσο όρο τις 6,5 εβδομάδες, για να καλύψουν μια θέση developer. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή διεξαγωγής της έρευνας (Ιούλιος 2015, λίγες μόλις ημέρες μετά την επιβολή των capital controls), οι 33 εταιρείες δήλωναν συνολικά ότι έχουν ανοιχτές 40 θέσεις εργασίας για developers. Τα κύρια κανάλια που χρησιμοποιούν για την εύρεση και προσέλκυση υποψηφίων είναι, κυρίως, ηλεκτρονικά (ιστοσελίδες εύρεσης εργασίας, κοινωνικά δίκτυα και Linked-in, η ιστοσελίδα της εταιρείας), αλλά και απευθείας επικοινωνία με πανεπιστήμια ή μέσω γνωστών.
Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν: Δρ. Νίκος Μυλωνόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής, ALBA Graduate Business School at The American College of Greece, Δρ. Κατερίνα Πραματάρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια, τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Μανώλης Λαμπόβας, διευθυντής Marketing, HePIS, ενώ οι συντελεστές της μελέτης είναι οι εξής: Α. Βύρων Νικολαΐδης, πρόεδρος CEPIS, Νίκος Ο. Φαλδαμής, πρόεδρος HePIS και ο καθηγητής Γεώργιος Δουκίδης, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.