Στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων υπάρχουν πολλοί αθλητές που εντυπωσίασαν με τις επιδόσεις τους, ποτέ κανείς ή καμία όμως δεν άγγιξε την τελειότητα όπως η Νάντια Κομανέτσι, η οποία στο Μόντρεαλ το 1976 άφησε τους πάντες με ανοιχτό το στόμα, παίρνοντας άριστα, 10, στην ενόργανη γυμναστική.
Η Ρουμάνα, γεννηθείσα στις 12 Δεκεμβρίου 1961, είχε δείξει από πολύ μικρή ότι είναι τεράστιο ταλέντο και η επιβεβαίωση ήρθε όταν στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης το καλοκαίρι του 1975 σε ηλικία… 13 ετών. Δεν αποτελούσε έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι ήταν το μεγάλο φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ. Η έκπληξη ήταν η βαθμολογία της, αφού έκανε κάτι που δεν είχε πετύχει κανείς: Στους ασύμμετρους ζυγούς οι επτά κριτές έδωσαν επτά 10άρια! Το απόλυτο 10 των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν γεγονός, αν και ο φωτεινός πίνακας έδειχνε… 1.
«Ήμουν πολύ ικανοποιημένη με την απόδοσή μου, πίστευα ότι θα έπαιρνα 9,9 και ξαφνικά ακούω τον κόσμο να φωνάζει δυνατά. Γυρίζω και βλέπω ότι στον πίνακα έγραφε 1,00. Η κατασκευάστρια εταιρεία τον είχε φτιάξει έτσι ώστε να υπάρχει ένα ψηφίο και δύο δεκαδικά – δεν πίστευαν ότι κάποιος αθλητής θα έπαιρνε 10. Εκείνη τη στιγμή, ειλικρινά, δεν σκέφτηκα ότι είχα γράψει ιστορία, αλλά ότι έπρεπε να συγκεντρωθώ στη δοκό, το αγώνισμα που ακολουθούσε», είπε η ίδια για αυτό που έγινε στις 18 Ιουλίου 1976.
Ήταν, αναμφίβολα, μια ιστορική στιγμή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν η κορυφαία στιγμή της καριέρας και ενδεχομένως και της ζωής της Νάντιας Κομανέτσι. Μια ζωή που δεν ήταν γεμάτη με πλούτη, δόξα και όλα τα σχετικά, αλλά γεμάτη πόνο. Και οι λόγοι ήταν διάφοροι… Αρχικά, το διαζύγιο των γονιών της, γεγονός που την κλόνισε ψυχολογικά τόσο, ώστε να μην έχει και μεγάλη διάθεση για προπονήσεις. Λίγο καιρό μετά, το καθεστώς Τσαουσέσκου θα την υποχρεώσει να αλλάξει προπονητή, επειδή ο Μπέλα Κάρολι υποδείχθηκε σαν αντικαθεστωτικός.
Η Κομανέτσι, όμως, δεν μπορούσε να το δεχθεί αυτό, αφού ο Κάρολι ήταν ο άνθρωπος που την είχε ανακαλύψει, αυτός που την «έπλασε» ως αθλήτρια. Έτσι, μια μέρα θα μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο, έχοντας καταπιεί χλωρίνη ή σαμπουάν (υπάρχουν δύο εκδοχές), θέλοντας να βάλει τέλος στη ζωή της. Η πράξη της θα ταρακουνήσει τον Νικολάε Τσαουσέσκου, ο οποίος θα της επιτρέψει να συνεχίσει να συνεργάζεται με τον προπονητή της. Τα πράγματα, όμως, θα γίνουν πολύ χειρότερα, όταν μπει στο… κάδρο ο Νίκου Τσαουσέσκου, γιος του δικτάτορα.
Έχοντας τον τρόπο, χάρη στη δύναμη του καθεστώτος, να παίρνει πάντα αυτό που θέλει, ο υιός Τσαουσέσκου έχει ως στόχο την Κομανέτσι και ο Τύπος της χώρας θα αρχίσει το 1979 να ασχολείται με την προσωπική της ζωή, με τη σχέση τους. Μόνο που δεν ήταν ακριβώς σχέση αυτό που είχαν… Το 1981 ο προπονητής της έφυγε από τη Ρουμανία, αφού η κατάσταση γινόταν χειρότερη και η ίδια θα αρχίσει να σκέφτεται πολύ σοβαρά, όσο κι αν δεν ήθελε να αποχωριστεί την οικογένειά της, ότι θα πρέπει να πράξει το ίδιο.
Αυτό, τελικά, θα συμβεί το 1989, όταν η 27χρονη Νάντια Κομανέτσι μαζί με άλλα έξι άτομα σχεδιάζουν τη φυγή τους από τη Ρουμανία. Η αθλήτρια-φαινόμενο καταφέρνει να φτάσει στην Αμερική χάρη και στη βοήθεια ενός Ρουμάνου ονόματι Κονσταντίν Πανάιτ που έμενε στις ΗΠΑ. Η βοήθειά του θα έχει ως αποτέλεσμα ο ρουμανικός Τύπος να τον παρουσιάσει σαν τον νέο σύντροφο της νεότερης χρυσής Ολυμπιονίκη όλων των εποχών, αλλά η ίδια θα το διαψεύσει. Θα επιβεβαιώσει όμως κάτι άλλο… Τις φήμες για όσα έζησε δίπλα στον Νίκου Τσαουσέσκου.
Έχοντας όλα τα μέσα στη διάθεσή του, ο γιος του δικτάτορα θα χρησιμοποιήσει με κάθε τρόπο τη Νάντια, η οποία σε δηλώσεις της θα αποκαλύψει ότι την κακοποιούσε συστηματικά χωρίς κανείς να μπορεί να του κάνει τίποτα. Ο πατέρας του, άλλωστε, ήταν στην εξουσία. Η ιστορία της θα σοκάρει τον διεθνή Τύπο, με την ίδια να αποφασίζει ότι θα παραμείνει στις ΗΠΑ μόνιμα, αφήνοντας πίσω της τη Ρουμανία, τους αγώνες και όλα όσα έζησε στον αθλητισμό.
Αγώνες και νίκες που έμειναν στην ιστορία, θρίαμβοι που έμειναν αθάνατοι, με το απόλυτο 10άρι στο Μόντρεαλ το 1976 να αποτελεί μία από τις κορυφαίες, από τις πιο ξεχωριστές στιγμές στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.