Στην αρχαία Ελλάδα κάθε τέσσερα χρόνια η αρχαία Ολυμπία συγκέντρωνε περίπου 40.000 κόσμο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ωστόσο οι θεατές χωριζόντουσαν άτυπα σε δύο κατηγορίες, παρότι η διοργάνωση θεωρητικά είχε ενωτικό μήνυμα.

Επίσημα, όλοι οι θεατές έμπαιναν μαζί στο στάδιο πριν την έναρξη των αγωνισμάτων, ανεξαρτήτως από το εάν ήταν έμποροι, τεχνίτες, πλούσιοι ή φτωχοί.

Ωστόσο, με βάση δημοσίευμα του Perseus Digital Library, οι πλούσιοι περίμεναν να εισέλθουν δεύτεροι στο στάδιο, μετά τους πολίτες, καθώς προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε πλουσιοπάροχες επιδείξεις.

Παραδείγματος χάριν, ο Συρακούσιος τύραννος Διονύσιος πλήρωσε μια μεγαλειώδης πομπή με άρματα που έσερναν τέσσερα άτομα, ενώ ήταν διακοσμημένα με σκηνές από μάχες. Παράλληλα, ηθοποιοί απήγγειλαν ποίηση που έγραψε ο ίδιος και ταυτόχρονα χόρευαν.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο κόσμος άρχισε να γελάει και να χλευάζει το θέαμα, ενώ φημολογείται ότι ορισμένοι έβγαλαν σκετσάκια από το μυαλό τους, σε μια προσπάθεια να κοροϊδέψουν την ποίηση του Διονύσου.

Εντούτοις, υπήρχαν και άλλες προσωπικότητες που έτυχαν πιο θερμής υποδοχής από τα πλήθη, όπως ο Θεμιστοκλής που ήταν ο στρατηγός στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Ο Πλούταρχος έγραψε ενδεικτικά πως «όταν γιορτάστηκε η επόμενη ολυμπιακή γιορτή και ο Θεμιστοκλής μπήκε στο στάδιο, το κοινό παραμέλησε τους διαγωνιζόμενους όλη την ημέρα για να τον κοιτάζει και τον έδειχνε με θαυμαστικά χειροκροτήματα, έτσι ώστε και ο ίδιος να ενθουσιαστεί και να ομολογήσει στους φίλους του ότι τώρα βιώνει στο έπακρο τον καρπό των κόπων του για λογαριασμό της Ελλάδος».