Η 23χρονη διεθνής σέντερ, που σφράγισε την πρόκριση της Εθνικής γυναικών στο Eurobasket, ανοίγει την καρδιά της και μιλάει για το μπάσκετ, την «επίσημη αγαπημένη» και την βαριά κληρονομιά του πατέρα της. Πως σχολιάζει την υποψηφιότητα της «αράχνης» για την προεδρία της ΕΟΚ.
Αν θεωρείτε την περίπτωσή της, πιστή εφαρμογή της παροιμίας που θέλει το μήλο να πέφτει σχεδόν πάντα κάτω από την μηλιά, τότε πλανάστε πλάνην οικτράν. Μπορεί το ύψος (1,93) και η κορμοστασιά της να αποτελούν προϊόν της αλληλεπίδρασης των γονιδίων από τους γονείς της, το άκρως μπασκετικό οικογενειακό της περιβάλλον, πάντως, δεν την πίεσε, ούτε την επηρέασε για να αγαπήσει την «πορτοκαλί μπάλα».
Ο λόγος για την βασική σέντερ της Τενερίφης και της Εθνικής ομάδας γυναικών, η οποία πριν από λίγες μέρες έγραψε ιστορία με το γκολ-φάουλ που έστειλε την Ελλάδα στην τελική φάση του Eurobasket (17-27 Ιουνίου).
Στην πρώτη επαγγελματική σεζόν της καριέρας της, η Μαριέλλα Φασούλα ήταν πρώτη σκόρερ (μ.ο. 12,5π.) και ριμπάουντερ (μ.ο. 7,5π.) του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος στην προκριματική φάση και πρωταγωνίστησε σε μία φάση, που στους πιο παλιούς, θύμισε τον πατέρα της! Σχεδόν είκοσι οκτώ χρόνια μετά το επιθετικό ριμπάουντ και καλάθι του Παναγιώτη Φασούλα, που είχε στείλει την Εθνική ανδρών στους “4” της Ευρώπης.
Βλέποντάς την στο παρκέ και συσχετίζοντας το ταλέντο της με το γενεαλογικό της δέντρο, λοιπόν, είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς ότι η απόφοιτος του πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ (με πτυχίο στην επικοινωνία) μεγάλωσε με μία μπάλα στα χέρια και με το βάρος της καριέρας της «αράχνης» να την ακολουθεί. Μία συζήτησή μαζί της, όμως, φτάνει για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι η “Φας”, η “Μάριε” ή “Δρακούλη” (σ.σ.: από το “Dragon”), όπως την αποκαλούν οι συμπαίκτριές της, είναι ένα παιδί που βίωσε την άρνηση των προπονητών, όταν εκδήλωσε την επιθυμία να δοκιμάσει την τύχη στο μπάσκετ.
Ένα κορίτσι που δεν χειραγωγήθηκε από τους γονείς της για να ακολουθήσει το άθλημα και μία αθλήτρια στην οποία δεν χαρίστηκε τίποτε, επειδή ο πατέρας της είναι ένα από τα «ιερά τέρατα» του ελληνικού μπάσκετ και από τους βασικούς συντελεστές της εποποιίας του ’87!
Λίγες μέρες μετά τον θρίαμβο της Λιουμπλιάνας, το gazzetta.gr την συνάντησε διαδικτυακά και είχε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί της για την μεγάλη επιτυχία της Εθνικής γυναικών. Μία επιτυχία που παίρνει αυτομάτως μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστεί κανείς οτι σχεδόν οι μισές παίκτριες δεν έχουν αγωνιστικό ρυθμό, από την στιγμή που το ελληνικό πρωτάθλημα που – ελέω πανδημίας – δεν έχει αρχίσει ποτέ…
Σε ποια ηλικία άρχισες να καταλαβαίνεις ότι η μπασκετική κληρονομιά της οικογένειας, βασικά του πατέρα σου, είναι πολύ βαριά;
«Γενικά, θέλαμε δεν θέλαμε, από πάντα το μπάσκετ ήταν μέσα στο σπίτι μας! Δεν τον πρόλαβα καθόλου να παίζει, βέβαια… Όμως, έχω δει πολλές φωτογραφίες που με είχε η μαμά στα γήπεδα, αλλά δεν τις θυμάμαι καθόλου αυτές τις στιγμές.
Πότε άρχισες να βλέπεις τον εαυτό σου στο γήπεδο, να θέλεις να ασχοληθείς με το μπάσκετ;
«Η αρχή θυμάμαι ότι είχε γίνει στο Μέμφις, όταν είχαμε μετακομίσει εκεί για την περιπέτεια της υγείας του αδελφού μου. Τότε ήμουν 8 ετών και μέχρι να πιάσω την μπάλα στα χέρια μου, οι γονείς μου με είχαν στείλει παντού! Κολύμπι, μπαλέτο, βόλεϊ, αλλά τίποτε δεν με τραβούσε ιδιαίτερα… Μία μέρα, είδα τον μπαμπά μου να παίζει με τον αδελφό μου τον Γιάννη, στην μπασκέτα της αυλής και αυτομάτως μου κίνησε το ενδιαφέρον! Άρχισα να συμμετέχω και πολύ γρήγορα ζήτησα να γραφτώ σε μία ακαδημία για να διδαχθώ τα βασικά…»
Στην Αμερική όλα αυτά;
«Ναι και να σας πω την αλήθεια, οι πρώτες εμπειρίες ήταν λίγο… τραυματικές (γέλια!!)… Όλοι οι προπονητές παρότρυναν τους γονείς μου να με αλλάξουν άθλημα!
Τόσο χάλια;
«Ναι στην αρχή δεν ήμουν καθόλου καλή! Για την ακρίβεια δεν ήξερα τι μου γινόταν! Αλλά οι γονείς μου – και τους αναγνωρίζω αυτό – δεν με σταμάτησαν και σιγά-σιγά βελτιώθηκα.»
Το γεγονός ότι αρχικά βίωσες την απόρριψη, λειτούργησε ως κίνητρο; Είσαι τέτοιος χαρακτήρας;
«Εννοείται! Από πάντα το είχα αυτό! Είχα πολλούς προπονητές που δεν με πίστευαν ιδιαίτερα και αυτό πάντα με πείσμωνε. Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε λίγο χρόνο για να δείξω ότι μπορώ να κάνω πράγματα με την μπάλα, αλλά και πάλι δε νομίζω ότι είναι σωστό να λες κάτι τέτοιο σε ένα παιδί. Δεν το αποτρέπεις από το κυνηγήσει το όνειρό του. Το αφήνεις να προσπαθεί και να κάνει αυτό που του αρέσει. Πάντα, λοιπόν, αυτό το κίνητρο βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού μου κι έρχεται μπροστά, όταν αντιμετωπίζω οποιαδήποτε δυσκολία μέσα στο μπάσκετ.»
Όλα αυτά, βέβαια, συνέβησαν επειδή δεν ήσουν στην Ελλάδα. Ποιος Έλληνας προπονητής θα έλεγε στην κόρη του Φασούλα «άστο καλύτερα κορίτσι μου, δεν σκαμπάζεις από μπάσκετ…»;
«(γέλια!!)… Εντάξει, αυτό είναι αλήθεια! Πράγματι όταν γύρισα πίσω είχαμε πολύ μεγάλη υποστήριξη, οπότε όλη αυτή η κατάσταση με βοήθησε να το πάρω πιο ζεστά. Άρχισα να το παίρνω πιο σοβαρά, στο τέλος του γυμνασίου, όταν συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσε να με “στείλει” στην Αμερική για να σπουδάσω. Τότε ήταν που σφήνωσε για τα καλά μέσα μου η επιθυμία να κάνω καριέρα στο μπάσκετ και άρχισα να εκτιμώ την αξία, την τύχη και την πολυτέλεια του να έχω μπαμπά έναν άνθρωπο που θα μου έδινε τις καλύτερες συμβουλές.»»
Όπως υποθέτω ότι βοήθησε το ότι ήσουν μέλος της γυναικείας ομάδας του Πρωτέα Βούλας, σχεδόν από τα 14 σου χρόνια…
«Αυτές οι εμπειρίες ήταν πάρα πολύ χρήσιμες, γιατί έκανα προπόνηση με σπουδαίες παίκτριες και πήρα χρόνο συμμετοχής από πολλή μικρή ηλικία, με αποκορύφωμα την εκπληκτική χρονιά που πήραμε την άνοδο στην Α1 Κατηγορία και κατακτήσαμε αήττητες και το Κύπελλο Ελλάδας.»
Ο μπαμπάς σου τι ρόλο έπαιξε στην απόφασή σου να ασχοληθείς με το μπάσκετ;
«Στην απόφαση αυτή καθεαυτή, όχι κάποιο ιδιαίτερο ρόλο! Θέλω να πω υπό την έννοια της πίεσης να παίξω μπάσκετ σώνει και καλά! Το εκτιμώ πάρα πολύ αυτό και του το έχω εκφράσει πολλές φορές. Είμαι πολύ περήφανη που μπορώ να λέω ότι η ενασχόλησή μου με το μπάσκετ ήταν καθαρά δική μου απόφαση και δεν οφείλεται σε σπρώξιμο από τον πατέρα μου και τον ευχαριστώ διπλά που με άφησε να κάνω εγώ την επιλογή μου. Ποτέ δεν μου το έπαιξε «προπονητής», ούτε με χάιδεψε στις καλές μου στιγμές. Ίσα-ίσα που συνήθως ήταν αυστηρός και όλες του οι κουβέντες επικεντρώνονταν στα λάθη και τις αδυναμίες μου και τα στοιχεία που έπρεπε να βελτιώσω.»
Έμπαινες ποτέ στον «πειρασμό» να ανατρέξεις στο youtube και να τσεκάρεις κινήσεις του πατέρα σου ή μεγάλες στιγμές του παρελθόντος;
«Το έχω κάνει πολλές φορές, παρέα με τον αδελφό μου! Δεν θα μπορούσε να μην συμβεί αυτό, από την στιγμή που μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι γεμάτο τρόπαια και φωτογραφίες με Κύπελλα, διακρίσεις, και μετάλλια!
Ποιες είναι οι στιγμές του που θυμάσαι πιο έντονα;
«Όλο αυτό που συνέβη στο Eurobasket του ’87! Έχω ψάξει, έχω δει και έχω διαβάσει τα πάντα, είμαι πολύ περήφανη για τον μπαμπά μου και ίσως μέσα απ’ αυτή την διαδικασία έχω αγαπήσει τόσο πολύ αυτή την ομάδα και παθιάζομαι υπερβολικά πολύ όταν φοράω την φανέλα της. H Εθνική είναι ψυχή, είναι ομαδικότητα, είναι συναισθηματική φόρτιση και φυσικά προσπάθεια να αποδείξουμε ότι γυναικείο μπάσκετ αξίζει μεγαλύτερου σεβασμού κι οργάνωσης στην Ελλάδα. Είναι χρέος της δικής μου γενιάς απέναντι στην επόμενη!»
Η ξεχωριστή σύνδεση της ψυχής σου με την «γαλανόλευκη» είναι απόρροια και των παραστάσεων με τις οποίες έχει μεγαλώσει ένα παιδί σαν κι εσένα;
«Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό! Το κάθε παιδί που μεγαλώνει μέσα στον αθλητισμό, έχει πάντα ως όνειρο να εκπροσωπήσει την πατρίδα του. Είναι η ύψιστη τιμή! Τώρα στην περίπτωσή μου, όλο αυτό μπορεί να έχει γίνει και πιο έντονο λόγω και της κληρονομιάς που κουβαλάω. Αυτά όλα όμως, ισχύουν μέχρι να νιώσει ο καθένας ξεχωριστά το συναίσθημα του να μπαίνεις στο γήπεδο με το εθνόσημο στο στήθος, να ακούς τον Εθνικό ύμνο και να πρέπει να παλέψεις για την χώρα σου! Αισθάνεσαι κάτι μοναδικό, κάτι μαγικό το οποίο δεν σου επιτρέπει να μην δίνεις και την ψυχή σου για τη νίκη! Δεν το έχω νιώσει ποτέ ξανά αυτό. Υπάρχει μεγάλη διαφορά από το να φαντάζεσαι και να ονειρεύεσαι την συμμετοχή στην Εθνική, μέχρι το να νιώσεις στο πετσί σου τα συναισθήματα που σου βγάζει αυτή η ομάδα… Κι όλα αρχίζουν από την άμυνα. Έχουμε καταφέρει τόσα πολλά στο παρελθόν, χάρη στην αμυντική μας προσήλωση – το 2017 που βγήκαμε 4ες στην Ευρώπη και πήγαμε στο Παγκόσμιο – που δεν γίνεται να μην τα δίνουμε όλα.»
Να υποθέσω ότι οι στιγμές γύρω από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, οι προπονήσεις, οι αγώνες, οι προετοιμασίες, οι αποστολές, με μία λέξη το ταξίδι είναι αυτό που μετράει περισσότερο κι από τα αποτελέσματα. Ωστόσο, μετά από μία στιγμή σαν κι αυτή που ζήσατε στην Λιουμπλιάνα με το γκολ-φάουλ της πρόκρισης, ποια είναι τα συναισθήματα που σε κατέκλυσαν;
«Είχαμε δουλέψει πάρα πολύ και εν μέσω πολλών προβλημάτων για αυτόν τον στόχο και ήταν μία πρόκριση που την θέλαμε πάρα πολύ. Μπήκαμε στο γήπεδο για να παίξουμε δυνατά στην άμυνα και να εξασφαλίσουμε τη νίκη και από ‘κει πέρα να δούμε τι διαφορά θα χρειαζόμασταν. Τα ‘φερε έτσι η μοίρα και βρέθηκα εγώ στο κατάλληλο σημείο και την κατάλληλη στιγμή. Αν δεν παίζαμε σκληρά από την αρχή όμως, δεν φτάναμε στο σημείο να χρειαζόμαστε το γκολ-φάουλ. Οπότε τώρα δεν θα μιλάγαμε ούτε για το σπρώξιμο, ούτε για το ριμπάουντ και το καλάθι, ούτε για την βολή.»
Το στοιχείο που αξίζει μεγαλύτερης αναφοράς, ειδικότερα μετά την θετική έκβαση της όλης προσπάθειας, είναι ότι η ελληνική ομάδα βασίστηκε σε επτά παίκτριες που αγωνίζονται στο εξωτερικό και έχουν αγωνιστικό ρυθμό, την ίδια ώρα που οι υπόλοιπες, λόγω της διακοπής του ελληνικού πρωταθλήματος, είχαν να παίξουν επίσημο παιχνίδι σχεδόν τρεις μήνες…
«Αυτό ήταν τεράστιο πρόβλημα και όλα τα κορίτσια που βιώνουν αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, είναι πραγματικά άξια συγχαρητηρίων! Δεν έχω λόγια για να περιγράψω το πόσο μεγάλη υπέρβαση έκαναν, συνεισφέροντας σε δύο τόσο δύσκολους και σημαντικούς αγώνες, χωρίς να έχουν παιχνίδια στα πόδια τους. Όλες τους κράτησαν τους εαυτούς τους σε καλή κατάσταση με φόντο αυτή την μεγάλη πρόκληση και τις ευχαριστώ δημόσια γι’ αυτό. Το πρωτάθλημα όμως πρέπει να αρχίσει, δεν γίνεται να χαθεί κι άλλος πολύτιμος χρόνος.»
Και φτάνουμε στο περιβόητο γκολ-φάουλ και στα συναισθήματα που σου γέννησε;
«Κατ’ αρχήν να σας πω ότι εμείς μάθαμε προς το τέλος του αγώνα ότι χρειαζόμασταν το +18, γιατί αρχικός στόχος ήταν η συγκέντρωση στη νίκη. Όπως κάθε παίκτρια στην θέση μου θα είχε άγχος, έτσι κι εγώ όταν έβαλα το καλάθι κι έπρεπε πάση θυσία να ευστοχήσω και στην βολή, η αλήθεια είναι ότι αγχώθηκα! Αλλά μόλις γύρισα και κοίταξα τα υπόλοιπα κορίτσια στο παρκέ, μου έδωσαν τόση αυτοπεποίθηση που μπορεί η βολή να μπήκε από τα δικά μου χέρια, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι την έβαλε όλη η ομάδα μαζί! Οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να την χάσω…»
Πόσο σε βοήθησε η εμπειρία της Αμερικής; Αρχικά στο Boston College και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Βάντερμπιλτ.
«Τρομακτικά! Δεν θα την άλλαζα με τίποτε! Μου πρόσφερε πάρα πολλά πράγματα, ωρίμασα σαν άνθρωπος, έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο μπάσκετ, τις σπουδές και την προσωπική μου ζωή, αλλά και πως να διαχειρίζομαι τον χρόνο μου. Όλη αυτή η διαδικασία είναι τόσο απαιτητική που ταυτόχρονα ξεπερνούσα καθημερινά τα όρια που πίστευα ότι έχω! Δηλαδή εκεί που έλεγα “αχ, δεν μπορώ άλλο”, έβρισκα τις δυνάμεις για να ανταπεξέλθω και όλο αυτό είναι που σε κάνει να βελτιώνεσαι σαν αθλήτρια και να αλλάζεις επίπεδο. Στο μπασκετικό κομμάτι, ήρθα αντιμέτωπη ε τις καλύτερες παίκτριες και εξοικειώθηκα σε ένα πολύ πιο γρήγορο, πιο αθλητικά και πιο physical στυλ παιχνιδιού, ενώ σε επίπεδο σπουδών πήρα πτυχία στην επικοινωνία και ελπίζω ότι αυτό θα με βοηθήσει πολύ αργότερα, γιατί κάποια στιγμή έρχεται και η ζωή μετά το μπάσκετ…»
Φέτος, μετά από 5 χρόνια στην Αμερική, υπέγραψες το πρώτο σου επαγγελματικό συμβόλαιο…
«Ξεκίνησα την σεζόν στην Κάθερες, αλλά ένας όρος στο συμβόλαιό μου επέτρεψε στην Τενερίφη να πληρώσει την ρήτρα και να εντάξει στο ρόστερ της. Το ισπανικό πρωτάθλημα είναι μακράν το πιο ποιοτικό και οργανωμένο της Ευρώπης, τα μέτρα ασφαλείας και το υγειονομικό πρωτόκολλο είναι πολύ αυστηρά και το μόνο καλό, όσον αφορά τον κορονοϊό, είναι ότι στα Κανάρια Νησιά έχουμε πολύ λίγα κρούσματα, οπότε μπορούμε να κυκλοφορήσουμε μέχρι τις 11 το βράδυ, να κάνουμε μία βόλτα και να εκμεταλλευτούμε τον πολύ καλό καιρό που έχει όλον τον χρόνο.»
Στα 14 σου έβλεπες την Μαριέλλα να ακολουθεί καριέρα μπασκετμπολίστριας, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Στα 35-37 σου ή όποτε φτάσει η ώρα να κρεμάσεις την φανέλα, πως φαντάζεσαι τον εαυτό σου;
«Θα ήθελα να είμαι χαρούμενη κι ευτυχισμένη με την καριέρα που έχω κάνει και γεμάτη από αθλητικές εμπειρίες και να έχω βρει αυτό που θέλω να κάνω έξω από τις τέσσερις γραμμές. Γιατί όχι και μέσα στο μπάσκετ, από ένα άλλο πόστο; Μακάρι στον αθλητισμό ή στο γυναικείο μπάσκετ.»
Και να κλείσουμε με την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων που λενε και οι Αμερικανοί… Πως βιώνεις την υποψηφιότητα του πατέρα σου για την προεδρία της ΕΟΚ;
«Δεν μπαίνω καθόλου στην διαδικασία να σχολιάσω τις εκλογές, γιατί δεν αποτελούν μία διαδικασία που δεν πρέπει να επηρεάζει τους παίκτες. Τώρα, σαφώς και θα υποστηρίζω τον πατέρα μου σε οτιδήποτε αποφασίζει να ασχοληθεί, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μία ακόμη εκλογική διαδικασία. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, δεν θα αλλάξει ούτε η ζωή μου σαν αθλήτρια, ούτε φυσικά η σχέση μου με τον πατέρα μου, που για μένα θα είναι πάντα ένας πολύ σημαντικός παίκτης στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, ένας Hall of Famer, για όλα αυτά που έκανε στην καριέρα του και φυσικά γιατί ο άνθρωπος που είναι. Όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα…»
Πηγή: Gazzetta.gr